Δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ Σέρχιο: Αποχαιρετισμός σε έναν από εμάς...

Μίμης, Νέστορας, Θωμάς, Τόνι, Ντέμης και -πλέον- Σέρχιο.

Υπήρξε μια περίοδος κατά την περσινή σεζόν, εκείνη που κατέληξε με την ΑΕΚ να κατακτά το νταμπλ, που η ομάδα του Ματίας Αλμέιδα βίωσε μεγάλη αμφισβήτηση, κύριως σε «εσωτερικό» επίπεδο – από τον δικό της κόσμο κατά βάση δηλαδή. Πρώτα ήρθε η εντός έδρας ήττα από τον Ολυμπιακό με 1-3, στο πρώτο ματς που η Ένωση έχασε μέσα στο νεόκτιστο γήπεδό της. Στο καπάκι, για την πρώτη αγωνιστική των play off, η ΑΕΚ υποδέχθηκε τον Παναθηναϊκό και το τελικό 0-0 με ελάχιστες φάσεις για τους «κιτρινόμαυρους» τους κρατούσε στη δεύτερη θέση αλλά κυρίως, με τραυματισμένη ψυχολογία.

Το επόμενο παιχνίδι, εκείνο στην Τούμπα κόντρα σε έναν ΠΑΟΚ που βρισκόταν σε μεγάλη φόρμα, την είχε πλησιάσει στους τρεις βαθμούς και φιλοδοξούσε να την νικήσει για να μπει με τα μπούνια στο κόλπο του πρωταθλήματος, απέκτησε χαρακτηριστικά τελικού στα μυαλά των οπάδων της ΑΕΚ. Λίγες μέρες πριν από εκείνο τον τελικό, ο αρχηγός της ομάδας Σέρχιο Αραούχο, έδωσε μια συνέντευξη σε δυο ρεπόρτερ της ομάδας. Όταν ρωτήθηκε για το προσεχές παιχνίδι της Τούμπας άπαντες στο στρατόπεδο της ομάδας ήθελαν να ακούσουν μια ψυχωμένη δήλωση που θα αναπτέρωνε το ηθικό. Μάταια όμως.

Ο Αραούχο κράτησε το συνηθισμένο, χαμηλών τόνων ύφος του, αυτό που είχε από την πρώτη στιγμή που ήρθε στα μέρη μας και έδωσε μια μετριοπαθή απάντηση. Είπε κάτι του στιλ: «Ο ΠΑΟΚ είναι πολύ καλή ομάδα και το παιχνίδι είναι πολύ δύσκολο, εμείς θα προσπαθήσουμε να πάρουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε και ελπίζουμε να τα καταφέρουμε». Τις επόμενες ώρες, μια μίνι «επανάσταση» ξέσπασε στις γωνίες που συχνάζουν οι οπαδοί της ΑΕΚ. «Ελπίζουμε;». «Θα προσπαθήσουμε;». «Πολύ δύσκολο παιχνίδι;». Τι φλωριές είναι αυτές; Αντί να πει ότι «θα πεθάνουμε στο γήπεδο», ότι «θα ματώσουμε», ότι «δεν φεύγουμε από εκεί μέσα χωρίς νίκη», ο αρχηγός της ομάδας τα λέει έτσι μέτρια; «Να γιατί δεν θα πάρουμε τελικά τίποτα και φέτος, δεν είναι δηλώσεις αυτές», τόνιζαν εν μέσω μιας απέραντης απογοήτευσης οι οπαδοί της ΑΕΚ.

Μερικές μέρες αργότερα, ο Αραούχο έκανε το ίδιο πράγμα που έκανε σε κάθε παιχνίδι της ομάδας του: ξεσκίστηκε στο τρέξιμο, πήγαινε σε κάθε μονομαχία λες και δεν υπήρχε αύριο, έκοβε, έραβε, δημιουργούσε, κατέστρεφε, τα έδινε όλα. Λίγο πριν το 80′ επικύρωσε την εμφάνισή του με μια γκολάρα, από εκείνες που μας έχει συνηθίσει. Λίγες στιγμές αφού το εναέριο βολέ του κατέληξε στα δίχτυα, σηκώθηκε ψυχωμένα από το έδαφος, πανηγύρισε με μάτι που γυαλίζει, κραυγάζοντας μέσα σε μια Τούμπα που είχε σωπάσει…

Αυτός ήταν για την ΑΕΚ ο Τσίνο. Ένα παιδί που δεν μίλησε ποτέ μεγαλόστομα, δεν πούλησε ποτέ οπαδιλίκι, αρνήθηκε πεισματικά να προσαρμοστεί με κάθε ίχνος λαϊκισμού, τοξικότητας και γραφικότητας που με πλεόνασμα καθόριζαν το περιβάλλον στο οποίο κινούταν. Μιλούσε μόνο μέσα στο γήπεδο και εκεί δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης σε τίποτα και από κανέναν. Δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος για το τι κρύβει κάποιος μέσα στη ψυχή του και ίσως, στις εποχές της μεγάλης εμπορευματοποίησης του ποδοσφαίρου τέτοια συμπεράσματα να είναι αφελή, μα ας μας συγχωρεθεί λόγω της συγκίνησης του αποχαιρετισμού η αυθαιρεσία: ο Τσίνο έπαιζε για τη φανέλα. Την αγαπούσε και τα έδινε όλα για την πάρτη της.

Ίσως, περισσότερο από κάθε γκολάρα που πέτυχε και κάθε ηγετική εμφάνιση που έκανε, αυτός να ήταν και ο λόγος που αγαπήθηκε τόσο: γιατί έδειχνε να αγαπάει τόσο πολύ τον πλανήτη ΑΕΚ από τη μεριά του. Και ήταν μια αγάπη ανεξήγητη και παράλογη και ως εκ τούτου ακόμα πιο συγκινητική: ένας Αργεντίνος που δεν είχε πατήσει καν το πόδι του στην Ελλάδα μέχρι στα 25 του, δεν είχε κανένα λόγο να αγαπήσει την ΑΕΚ του 2017. Δεν είχε κανένα λόγο να θέλει να βρίσκεται ξανά και ξανά κοντά της κάθε φορά που έφευγε. Την σημερινή ΑΕΚ εύκολα την αγαπάει κάποιος επαγγελματίας: έχει την γηπεδάρα της, την προοπτική της, είναι μια ομάδα πρωταθλητισμού, μαγαζί γωνία. Ο Τσίνο όμως δεν βίωσε μόνο αυτή της την περίοδο: την αγάπησε σε δύσκολες στιγμές και ενώ με την κλάση του θα μπορούσε να είναι πρωταγωνιστής σε κάθε ομάδα αντίστοιχου επιπέδου, ο ίδιος εδώ έβρισκε τον εαυτό του. Με αυτονόητη χαρά αγκαλιαζόταν από τον λάο της Ένωσης σε κάθε επιστροφή του.

Ήταν μεγάλη ποδοσφαιρική αμαρτία που ο Αραούχο δεν έσμιξε με τον Αλμέιδα μερικά χρόνια πριν. Η περσινή χρονιά ήταν το ταβάνι του και η καταδίκη του: τη φετινή σεζόν ήταν ξεκάθαρο πως οι καλές του εποχές τελείωσαν. Η καταπόνηση από το τόσο απαιτητικό ποδόσφαιρο του Αλμέιδα ήταν έντονη σε όλη την ομάδα φέτος -και κάπως έτσι χάθηκε το πρωτάθλημα (άλλη άλλη συζήτηση αυτή…)- αλλά σε κανένα άλλο σώμα τόσο έκδηλη όσο σε αυτό του Τσίνο. Αν βρισκόταν στα χέρια του Αλμέιδα στα 20κάτι του και όχι στα 30κάτι του, τόσο η προσωπική του όσο και η συλλογική του ιστορία θα ήταν άλλη. Μα ακόμα και έτσι, ήταν ευλογία που ζήσαμε μαζί του.

Ο Τσίνο μας πόρωνε με τις γκολάρες του, μας συγκινούσε με την αυταπάρνησή του, μας έκανε να νιώθουμε περήφανοι που ήταν ένας από εμάς σε κάθε δήλωσή του για τον Μιχάλη, σε κάθε συμβολική του κίνηση για τον Άλκη, κάθε φορά που συγκρατούσε το πάθος της στιγμής και αντί να ξεσπά σε ακανόνιστους πανηγυρισμούς σχημάτιζε το «Α» ή το «Μ»: τον ευχαριστούμε για όλα, θα είμαστε πάντα ευγνώμονες που μας έδωσε την ευκαιρία να ταυτιστούμε τόσο έντονα με έναν ποδοσφαιριστή στα χρόνια της ενήλικης ζωής μας, σε προσωπικές στροφές που θα έλεγε κανείς πως το να ταυτίζεσαι με ποδοσφαιριστές είναι ανώριμο και αφελές.

Για τους παππούδες του πλανήτη ΑΕΚ υπήρξε ο Μίμης Παπαϊωάννου και ο Κώστας Νεστορίδης. Για την επόμενη γενιά, ο Θωμάς Μαύρος και ο Τόνι Σαβέφσκι. Για την γενιά της μετά-Μπάγεβιτς εποχής, προφανώς ο Ντέμης. Για τα παιδιά που γνωρίζουν σήμερα την ΑΕΚ, που βρίσκονται σήμερα στην εφηβεία τους, που τώρα ξεκινάνε το ταξίδι τους μαζί της αυτή τη θέση θα κατέχει για πάντα εκείνος, ένας στεγνός, αδύνατος Αργεντίνος με ένα ευγενικό και λίγο μελαγχολικό βλέμμα, που ήρθε ως δανεικός τις πρώτες μέρες του 2017 και εφτά χρόνια μετά ήταν ο αυτονόητος ηγέτης. Ο απόλυτος αρχηγός. Αλλά κυρίως: ένας από εμάς.

Εις το επανιδείν Σέρχιο.

*Το κείμενο αυτό γράφτηκε υπό τους παρακάτω ήχους: