Η απόκτηση εξτρέμ είναι (και αν δεν ήταν, θα έπρεπε να είναι) η βασική μεταγραφική προτεραιότητα του Παναθηναϊκού ενόψει της νέας σεζόν. Όχι ότι η ομάδα του Ντιέγκο Αλόνσο δεν έχει και άλλες ελλείψεις, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι τα προηγούμενα δύο πρωταθλήματα εν μέρει χάθηκαν και λόγω της έλλειψης ακραίων μεσοεπιθετικών που να έχουν καλή επαφή με τα δίχτυα.
Όταν, πλέον, ο τεχνικός μιας ομάδας επιλέγει ως σχηματισμό το 4-2-3-1 και τις παραλλαγές του (δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε τακτικά παραπάνω) στηρίζει πολλά στα εξτρέμ. Θέση η οποία εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχει αλλάξει φυσιογνωμία, ακολουθώντας τις εξελίξεις του ίδιου του παιχνιδιού.
Κάποτε το καλό εξτρέμ έπρεπε πάνω από όλα να διαθέτει καλή σέντρα, όμως τον 21ο αιώνα αυτό το στοιχείο δεν είναι αρκετό. Άλλωστε τα πλάγια μπακ έχουν εξελιχθεί και αυτά όλο αυτό το διάστημα και με συνεχόμενα overlap βρίσκονται συχνά σε θέση επίθεσης, καλύπτοντας αυτό το κομμάτι της ανάπτυξης.
Σε σύστημα που έστω και στα χαρτιά αναφέρονται 3 τα μέλη της μεσοεπιθετικής γραμμής, δεν νοείται να περιμένεις το γκολ μόνο από τον έναν κλασικό προωθημένο, δηλαδή τον σέντερ φορ. Ειδικά αν μιλάμε για μια περίπτωση όπως είναι αυτή του Παναθηναϊκού που έχει στην κορυφή έναν ποδοσφαιριστή όπως είναι ο Φώτης Ιωαννίδης.
Ένας παίκτης που δεν είναι στατικός ούτε λειτουργεί ως κλασικός φορ περιοχής, αν και διαθέτει όλα τα τυπικά προσόντα (και με το παραπάνω κιόλας) για να λειτουργήσει ως τέτοιος. Όμως τόσο η ιδιοσυγκρασία του 24χρονου επιθετικού, όσο και τα αγωνιστικά προτερήματά του, είναι τέτοια ώστε μια ομάδα μόνο να χάσει έχει εάν τον «εγκλωβίσει» σε ένα «κουτί» περιορισμένων διαστάσεων στο γήπεδο και τον «καταδικάσει» σε ένα ρόλο που απλά περιμένει από τους υπόλοιπους συμπαίκτες του την μπάλα για να την στείλει στα δίχτυα.
Κατεβαίνοντας πολλά μέτρα στο γήπεδο, έχοντας την δυνατότητα να παίζει με πλάτη, με μυϊκή δύναμη που του επιτρέπει να τα βάλει με δύο και τρεις αντιπάλους, ικανός να επιτεθεί κατά μέτωπο και με διορατικότητα και τεχνική που τον κάνει εξαιρετικό οργανωτή, ο Φώτης Ιωαννίδης θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια μηχανή επίτευξης γκολ. Γκολ που όμως δεν θα πετύχαινε ο ίδιος, αλλά οι συμπαίκτες του.
Εκείνοι δηλαδή που θα εκμεταλλεύονταν τους κενούς χώρους και τις αμυντικές ανισορροπίες που δημιουργούν οι βοήθειες τις οποίες καλούνται να δώσουν τα αντίπαλα πλάγια μπακ στους κεντρικούς αμυντικούς που πασχίζουν να σταματήσουν το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του τριφυλλιού και παράλληλα πληρέστερο επιθετικό του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Τις προηγούμενες σεζόν, όμως, τέτοιος παίκτης με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά δεν υπήρξε. Τουλάχιστον μετά από τον προ διετίας τραυματισμό του Αϊτόρ. Μέχρι εκείνη την άσχημη ώρα, ο Ισπανός ήταν ο μόνος εξτρέμ του τριφυλλιού με καλή επαφή με τα δίχτυα. Ο φιλότιμος Παλάσιος, όπως και ο δραστήριος Μαντσίνι δεν μπόρεσαν ποτέ να καλύψουν αυτήν την πτυχή του παιχνιδιού, ενώ ο Μπερνάρ είναι αλήθεια ότι τον περισσότερο χρόνο της παραμονής του στην Ελλάδα τον πέρασε αγωνιζόμενος σε άλλες θέσεις, πλην εκείνης στην οποία έκανε καριέρα. Και για να τα λέμε όλα, ο Τερίμ διέπραξε πολλά ποδοσφαιρικά «εγκλήματα» κατά τη διάρκεια της καταστροφικής κατά τα άλλα θητείας του, αλλά τουλάχιστον πήρε τα μέγιστα από τον Βραζιλιάνο μετατοπίζοντάς τον στο αριστερό άκρο της επίθεσης.
Τα ονόματα που ήδη ακούγονται για τις θέσεις των εξτρέμ ενόψει της νέας σεζόν είναι ήδη αρκετά. Και δεν αποκλείεται στην πορεία να ακουστούν κι άλλα και να βρισκόμαστε αρκετά μακριά από ενδεχόμενο ντιλ. Όμως, για την ώρα, στο πράσινο ρεπορτάζ κυριαρχούν λύσεις από την Λατινική Αμερική, με τους Ουριέλ Αντούνα και Κριστιάν Παβόν να βρίσκονται ένα βήμα μπροστά από τους υπόλοιπους.
Οι δύο παίκτες μοιράζονται μια σειρά από κοινά χαρακτηριστικά, με κυριότερο αυτό ότι είναι αμφότεροι δεξιοπόδαροι, με τον 26χρονο Μεξικανό όμως να προτιμά να παίζει κυρίως από δεξιά, την ώρα που ο 28χρονος Αργεντινός συνήθως καλύπτει το αριστερό άκρο παίζοντας με το ανάποδο πόδι.
Ωστόσο και οι δύο στην διάρκειας της καριέρας τους έχουν κάνει το αντίθετο, ενώ λόγω καλής τεχνικής κατάρτισης δεν τους είναι τόσο δύσκολο και το να παίξουν πίσω από τον προωθημένο επιθετικό, κυρίως σε συστήματα τύπου 4-2-3-1. Εκεί, βέβαια, ο Παναθηναϊκός είναι καλυμμένος με την παρουσία του Μπακασέτα, οπότε επανερχόμαστε στην κουβέντα για τα άκρα.
Παρά την μικρή διαφορά στην ηλικία, η πορεία των δύο είναι μάλλον αντίθετη. Ο Παβόν, αν και παραμένει ένας πολύ αξιόλογος ποδοσφαιριστής που κάποτε βρισκόταν στις επιλογές ολόκληρης εθνικής Αργεντινής, έχει μπει σε φθίνουσα πορεία και ενδεχομένως αποτελεί ένα πιο μεγάλο στοίχημα. Μη έχοντας παίξει ποτέ στην Ευρώπη, έχει από πάνω του το ερωτηματικό του κατά πόσο θα καταφέρει να εγκλιματιστεί, ενώ την ίδια ώρα ίσως δεν θα έπρεπε να περάσει απαρατήρητη και ακόμη μία διαφορά που ίσως τον φέρνει ένα βήμα πίσω σε σχέση με τον Μεξικανό άσο.
Ο Αντούνα, αυτός ο ταχύτατος «διάβολος», δείχνει να έχει το γκολ περισσότερο στο ρεπερτόριό του. Τα στατιστικά, μάλιστα, μαρτυρούν πως εξελίσσει αυτό το κομμάτι του παιχνιδιού μέσα στον χρόνο και φαντάζει μια πιο ταιριαστή λύση για το project που έχει κατά νου για τη νέα σεζόν ο Ντιέγκο Αλόνσο. Επιπλέον ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι δεν εμφανίστηκε τώρα στο ραντάρ των πράσινων. Το επιτελείο των σκάουτ είχε εντοπίσει τον παίκτη εδώ και αρκετούς μήνες και το όνομά του υπήρχε στις σχετικές λίστες ήδη από την εποχή του Ιβάν Γιοβάνοβιτς.
Ίσως, πλέον ήρθε η ώρα αυτό το… φλερτ να μετουσιωθεί σε γάμο, εξέλιξη που ενδεχομένως πάντως να μην αποκλείει και το ενδεχόμενο απόκτησης και του Παβόν. Άλλωστε, όλοι οι… καλοί χωράνε, αρκεί να ξέρεις γιατί αποκτάς τον καθένα και τι είδους προσδοκίες έχεις από αυτούς.