Κεραυνός εν αιθρία.
Ναι, αυτό ακριβώς ήταν. Και λίγα λέμε. Τσουνάμι εν αιθρία, θα ταίριαζε καλύτερα.
Ή, μεταξύ μας, ας κόψουμε κάτι μιας και είχε ακουστεί και μερικούς μήνες το όλο σκηνικό: «Εν αιθρία» σκέτο, μιας και όλο το καλοκαίρι έχει μια χαρά καιρό (ναι, ξέρουμε: θα πείτε ότι είχε πολλή ζέστη, αλλά εν συγκρίσει με την επιφάνεια του ήλιου ήμασταν απείρως καλύτερα. Όλα είναι θέμα οπτικής).
Στο θέμα μας: η πιθανή τουρκοποίηση του Κέντρικ Ναν που «έπαιξε» πολύ μέσα στην εβδομάδα μπορεί να διαψεύστηκε, αλλά α) Αφενός όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά και, να θυμίσουμε, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που έπεσε στο τραπέζι η συγκεκριμένη πρόταση και β) Το ζητούμενο εν προκειμένω είναι άλλο.
Αν συνυπολογίσει κανείς και την προ διετίας ελληνοποίηση του Τόμας Ουόκαπ δεν μπορεί παρά να προβληματιστεί.
Γιατί;
(Παύση…
Περισσότερη παύση…
Προβληματισμός almost completed…
Πάμε)
Καταλαβαίνουμε πως σε μία τόσο μαεστρικά χτισμένη ηλεκτρονική αγωνία το μυαλό των περισσοτέρων πήγε στο αν ο Ναν θα «κούμπωνε» καλύτερα στην Εθνική μας απ’ ό,τι ο Ουόκαπ, στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, στο ποιος έκανε χάρη σε ποιον, αλλά…
Αλλά κάντε μας τη χάρη: αυτό που έχει γίνει εξόχως ενοχλητικό τα τελευταία χρόνια είναι το θέμα των νατουραλιζέ στις εθνικές ομάδες εν γένει. Το αναντίρρητο γεγονός πως σχεδόν όλα τ’ αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα έχουν στην σύνθεσή τους έναν παίκτη από εκείνους που αν κάναμε τεστ ευφυΐας θα εντασσόταν στις ερωτήσεις «Βρείτε ποιος άνθρωπος δεν κολλάει με τους υπόλοιπους». Και ξέρετε κάτι; Θα τον έβρισκαν όλοι, ακόμη κι εκείνοι με IQ χρυσαυγίτη που νομίζουν πως το παρόν κείμενο θα καταλήξει σε ακροδεξιές κορώνες.
Για να γίνουν λίγο πιο σαφή τα πράγματα: προφανώς και τα σύνορα είναι χαρακιές στο σώμα της γης, όμως ποιο το νόημα να κατεβάζει κάθε χώρα τη δική της ομάδα στα μεγάλα τουρνουά της FIBA, αν είναι να μπορεί να κάνει «μεταγραφές»;
Προσοχή και πάλι: δεν αναφερόμαστε σε περιπτώσεις σαν αυτή του Τάιλερ Ντόρσεϊ που έχει ελληνικές ρίζες (έστω και απότιστες). Ούτε φυσικά εκείνη του Νικ Καλάθη ή- πω, φτάσαμε να εξηγούμε τα αυτονόητα…- του Γιάννη.
Μιλάμε για τους Ουόκαπ (που το παιδί κυριολεκτικά σκίστηκε δύο χρόνια για την Επίσημη Αγαπημένη και τον ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας για την προσπάθειά του) αυτής της μπασκετικής γης, τους Νίμπο- που αν τον ρωτήσεις πού πέφτει η Σλοβενία… θα ξέρει μάλλον, γιατί το παλικάρι έχει πάει 2 χρόνια κολέγιο στο Σεντ Φράνσις κι άλλα δύο στο Τέξας, αλλά καταλάβατε-, τους Ναν, αν πράγματι «πάει» στην Τουρκία, και ούτω καθεξής.
Από πού κι ως πού να πρωταγωνιστεί με τη φανέλα της γειτονικής χώρας ο Λάρκιν, που η μόνη φορά που θύμιζε Τούρκο ήταν στην τελευταία χρονιά του Μίτσιτς στην Εφές, που «ξεχνούσε» κάτι 3λεπτα να του δώσει την μπάλα;
Ποια η διαφορά των εθνικών ομάδων τότε από τους συλλόγους;
Αν είναι έτσι να γίνουν τελείως ελεύθερες οι μετακινήσεις από τη μία χώρα στην άλλη, να πληρώνει η κάθε πολιτεία κανονικά λεφτά και ν’ «αγοράζει» σούπερ σταρ (φανταστείτε σ’ αυτό το σενάριο τι πάταγο θα κάνουμε εμείς, που έχουμε ένα εθνικό χρέος μόλις 75 τρισεκατομμυρίων ευρώ), να θεσπίσουμε κι ένα σάλαρι καπ για να είναι πιο ελεγχόμενη η κατάσταση κι έδεσε το πικρό γλυκό.
Όσοι έξυπνοι θεωρούν πως αυτό το σενάριο είναι πάρα πολύ μακρινό, να τους ενημερώσουμε πως ορθώς αισθάνονται έξυπνοι, καθώς πράγματι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει στο εγγύς μέλλον. Υπερβάλλουμε μεν, όχι εντελώς άδικα δε.
Άλλωστε μπορεί στις μέρες μας να επιτρέπεται μόλις ένας νατουραλιζέ ανά εθνική, όμως να ξέρετε πως έχουν γίνει ήδη συζητήσεις για να υπάρξει και προσθήκη δεύτερου τέτοιου παίκτη. Που μας κάνει 2/12, ήτοι το 38.7% ενός συνόλου θ’ αποτελείται από «άσχετους» αθλητές. Ή κάπου τόσο, αν δε μας γελούν τα μαθηματικά μας.
Αν συνεχίσουμε να βαδίζουμε σε αυτό το μονοπάτι, τότε είναι δεδομένο πως οι GM των ομάδων θα βλέπουν πού έχουν τα μεγαλύτερα κενά και θα «υπογράφουν» μπασκετμπολίστες που δεν πληρούν το παραμικρό κριτήριο.
Για παράδειγμα- και για να γίνει πιο κατανοητό- πάμε στη δική μας ομάδα. Τι έχουμε; Έναν σούπερ σταρ παγκόσμιου βεληνεκούς, τον Αντετοκούνμπο, που κάθε φορά που παίρνει την μπάλα από τα 5 μέτρα και μέσα σπεύδει να τον μαρκάρει ο προσωπικός του αντίπαλος, ο παίκτης που είναι κοντά του από τη δυνατή πλευρά, εκείνος της αδύναμης, οι δύο πλησιέστεροι αναπληρωματικοί των αντιπάλων και ο φροντιστής τους.
Τι σημαίνει αυτό; Πως υπάρχει πάντα κάποιος ελεύθερος για να πάρει ένα εύκολο σουτ… και να το χάσει- για την εθνική Ελλάδος μιλάμε.
Τι κάνουμε, λοιπόν, αφού χρειαζόμαστε σουτέρ; Πάμε στον Στεφ Κάρι και του λέμε σαν άλλος Δημήτρης Μελισσανίδης: «Αγορίνα μου, πόσα θες;». Μαθαίνουμε πως έχει λαμβάνειν για τις επόμενες δύο σεζόν από τους Ουόριορς κάτι σαν 115 εκατομμύρια δολάρια. Ω να σου…
Οπότε, τον πάμε στο συναίσθημα: «Ρε Στεφ, εσύ δεν είχες έρθει στη Μύκονο πριν μερικά χρόνια και μετά είχες βγει στο podcast του Ντρέιμοντ Γκριν και είχες πει πως ξετρελάθηκες με τη χωριάτικη; Ορίστε, ελληνικό αίμα κυλάει στις φλέβες σου!».
Έτσι, με αυτό το απολύτως πιστευτό σενάριο να λαμβάνει σάρκα και οστά, ο Κάρι γίνεται Έλληνας (κι εμείς, συνηθισμένοι από τις μετονομασίες των 90s, γράφουμε στο διαβατήριό του «Στέφανος Κίνης»), κι εν συνεχεία γαζώνουμε τους πάντες στο διάβα μας.
Ωραίο σενάριο επειδή θα κερδίζουμε, έτσι; Ναι, μόνο που σκεφτείτε πως αυτό θα μπορούν να το κάνουν όλοι. Και μετά δε θα έχει το παραμικρό νόημα το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα, το παγκόσμιο, οι Ολυμπιακοί- τίποτα.
Η ομορφιά των FIBA διοργανώσεων είναι ακριβώς αυτή: παίζει η μία χώρα απέναντι στην άλλη. Όχι η μία χώρα με τους δύο, τρεις νατουραλιζέ της απέναντι στους άλλους 3 αντίστοιχους της άλλης. Και, εξίσου σημαντικό, οι νατουραλιζέ συνήθως είναι και οι καλύτεροι παίκτες μιας εθνικής ή έστω μέσα στους καλύτερος (βλ. παραδείγματος χάρη τον Μπράουν στην Ισπανία, τον ΜακΚάλεμπ παλαιότερα στη Βόρεια Μακεδονία και πλείστα όσα άλλα παραδείγματα).
Αντί επιλόγου, να τονίσουμε εκ νέου πως το ζήτημα δεν έχει να κάνει με εθνικοπατριωτικές κραυγές και φουστανέλες. Είναι, νομίζουμε, στοιχειώδης λογική: θα έρχονται οι ξένοι στις εθνικές και θα μας παίρνουν τις «δουλειές», θα βελτιώνουν τις ομάδες και θ’ ανεβάζουν επίπεδο τον μπασκετικό μας πολιτισμό. Αυτό θέλουμε;
Το θέμα, παρά τον αποτυχημένο δικό μας χαβαλέ, είναι πολύ σοβαρό. Και πρέπει να τελειώσει εδώ.
Ή, έστω, εδώ.