H πίστη.
Η πίστη είναι λυτρωτική. Και «εύκολη». Στην πραγματικότητα, δε σου ζητάει τίποτα απολύτως: δε χρειάζεται να κάνεις την παραμικρή έρευνα, δεν απαιτεί σωματικό κόπο, δε θα βάλει ουδέποτε τα εγκεφαλικά σου κύτταρα (όσα διαθέτει ο καθένας, τέλος πάντων) σε υπερβάλλουσα κίνηση. Πρέπει απλά να…
Πρέπει απλά να πιστέψεις.
Όσο για τα, τρόπον τινά, ανταλλάγματα; Πλείστα όσα: μια ζωή απείρως καλύτερη από την επίγεια- εκεί όπου ένα δυάρι στο Παγκράτι έχει ενοίκιο 950 ευρώ και το 1 κιλό λάδι στοιχίζει οριακά λιγότερο από μία ράβδο χρυσού-όταν κλείσεις οριστικά και αμετάκλητα τα μάτια σου, μια βασιλεία των ουρανών πιο θελκτική κι από τη Βασιλεία της Ελβετίας, ένα κατάλευκο μέρος χωρίς πόνο, θλίψη, αίμα.
Το βασικό της μειονέκτημα; Η «αποζημίωση», λένε, θα έρθει στο μέλλον. Το μακρινό, το απώτερο, κάτι που μόλις και μετά βίας μπορείς να συλλάβεις το χρονικό του πλαίσιο.
Κι αν είσαι έφηβος, τότε που νομίζεις πως θα ζήσεις για πάντα και γράφεις στ’ @ρχίδια σoυ τα κονδυλώματα (όπου, μάντεψε, ίσως κάποτε εμφανιστούν ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο), η ταύτιση είναι πέρα για πέρα δύσκολη. Έτσι γίνεσαι άθεος ή αγνωστικιστής και δεν ξέρεις σε ποιον Θεό να μην πιστέψεις.
Όταν, όμως, φτάνει η ώρα να πληρώσεις το τίμημα για το γεγονός πως κάποτε υπήρξες νέος ή νέα, η οπτική σου αλλάζει άρδην. Όταν πονάς σε σημεία που δε θα έπρεπε, όταν τα μαλλιά σου (αν, φυσικά, έχεις ακόμη) αρχίζουν να θυμίζουν τον Γκάνταλφ τον Λευκό, όταν γνωρίζεις όλους τους γιατρούς του ΙΚΑ με το μικρό τους όνομα, τότε πιάνεις τον εαυτό σου να προβληματίζεται.
Κι έτσι, γυρνώντας κατηφής ένα βράδυ στο σπίτι, πηγαίνεις σ’ εκείνο το μικρό δωματιάκι στο βάθος του σπιτιού. Ανάβεις μια καντήλα που μέχρι πρότινος δεν ήξερες πως είχες και γονατίζεις, με τα γόνατά σου να κάνουν έναν ήχο που παραπέμπει σε πόρτα από ταινία τρόμου. Σταυρώνεις τα δάχτυλα κι ανεβαίνεις στο πρώτο- καμωμένο από υλικά του αγνού φονταμενταλισμού- σκαλί, ελπίζοντας να δεις ολόκληρη τη σκάλα.
Ανοίγεις το στόμα για να πεις τα πρώτα λόγια.
Τζίφος- η αγνωσιαρχία της νιότης σου σ’ εμποδίζει ακόμη και τώρα, λες και κάποιος τσίγκλησε ένα αταβιστικό αντανακλαστικό σου. Μοναδική σου επιλογή, πλέον, το να προσπαθήσεις να εκφραστείς με εικόνες.
Αυτό ναι, είναι ευκολότερο: ένα άφρο μαλλί, ένας τύπος μια σπιθαμή και κάτι αποδέλοιπα. Η απογοήτευση όταν κατέβηκε από το αεροπλάνο, καθώς όλοι νόμιζαν πως ήταν 1.95 και θα προκαλούσε φόβο και τρόμο. Ένα μέτριο, για τα δικά του δυσθεώρητα στάνταρ, ντεμπούτο.
Έκτοτε, όμως, μια πορτοκαλί ιστορία λουσμένη με ατόφια κομμάτια ζωογόνου θαύματος. Καινοφανείς κορυφές, σαμπάνια, τίτλοι, ένα έθνος ανεβασμένο στις ογκώδεις πλάτες εκείνου με το χαμηλό βλέμμα.
Μια αδιάλειπτη παράσταση ηδονής, με κεντρικούς πρωταγωνιστές την μπάλα και το διχτάκι, που συνάπτουν παθιασμένο ερωτικό δεσμό. Η φωνή του Φίλιππα να λέει…
Όχι.
Όχι.
Είναι λάθος. Δεν μπορείς ν’ αφηγείσαι, έστω και στα βουβά, ένα υπαρκτό παραμύθι από τη μέση του. Δεν μπορείς να ξεκινήσεις λέγοντας: «Κι έτσι, ο Χάνσελ και η Γκρέτελ άρχισαν να ρίχνουν πίσω τους κομματάκια ψωμιού μέχρι που…». Δεν βγάζει νόημα.
Πρέπει να το πιάσεις από την αρχή. Από τότε στην Αμερική, στο κολέγιο, με πλάνα που κανείς ποτέ δεν είχε δει, μέχρι που ένας ευλογημένος, πραγματικά, άντρας τ’ ανακάλυψε και τα μοιράστηκε μαζί μας.
Πολύ καλύτερα τώρα: με το 11 ή το 15 στην πλάτη. Με τις ίδιες, έστω και άγουρες, κινήσεις που παραπέμπουν στη Λίμνη των Κύκνων- αν, δηλαδή, υπήρχε ένας τόσο ακραία ταλαντούχος κύκνος σε όλη την παράσταση που να τα «στάζει» όλο το βράδυ. Και το επόμενο. Και το μεθεπόμενο, εις το αγωνιστικό διηνεκές.
Λίγο πριν το τέλος, οι Σέλτικς της Βοστόνης και ο Λάρι. Κι έπειτα, επειδή η Τύχη εκείνη τη μέρα φορούσε γαλανόλευκα, η εναλλαγή στο αειθαλές κάποτε. Το δικό μας, κατάδικό μας, κάποτε, που συμπαρέσυρε ολόκληρη τη χώρα.
Στο 6.
Και στο 4.
Όσο συνεχίζεις να μιλάς με πλάνα και να ξετυλίγεις μια άρτια αθλητική συναυλία για τ’ αδηφάγα μάτια, αντιλαμβάνεσαι πως δεν πονάς και τόσο πολύ πια. Πως εντάξει, στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Πως η κλεψύδρα, μ’ έναν μαγικό τρόπο, αρχίζει να ρίχνει την άμμο προς την ανάποδη πλευρά.
Τα μαλλιά μαυρίζουν, οι μύες μεγαλώνουν, το ρολόι, μια θλιβερή ανθρώπινη ανακάλυψη, θέτει αυτοστιγμεί υποψηφιότητα για τον επόμενο πίνακα του Νταλί και λιώνει.
Η εμμονή της Μνήμης είναι εδώ, ατόφια, κι εσύ, ένας μπασκετικά θρησκευόμενος άνθρωπος, σκαλίζεις στη λίμνη της για να βρεις τα σωστά λόγια.
Μα, βοηθήστε μας. Δεν πάει κάπως σαν «Πιστεύω σ’ έναν Θεό, Πατέρα… Αυτοκράτορα;». Ναι, κάτι τέτοιο.
Το βίντεο παίζει και παίζει και παίζει. Κι εσύ, αποσβολωμένος μπροστά στο θείο μεγαλείο, ψελλίζεις μία, μονάχα, λυτρωτική λέξη. Και εύκολη:
Πιστεύω.