Είναι δύσκολο να μιλήσεις με λίγα λόγια για τον Ματίας Αλμέιδα. Είναι τόσο πολυσύνθετη προσωπικότητα, τόσο έντονος χαρακτήρας, με τόσα βιώματα (και σε προσωπικό επίπεδο πέραν του ποδοσφαιρικού) που θα μπορούσε τόμους να γράψει για τη ζωή και την καριέρα του. Αν έπρεπε όμως ντε και καλά να περιγράψεις με μια λέξη τον προπονητή της ΑΕΚ, είναι το «πάθος»: Αυτό που τον χαρακτηρίζει από τότε που όργωνε τα ευρωπαϊκά γήπεδα μέχρι σήμερα που κάθεται στην άκρη του πάγκου.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Αργεντινός έχει μιλήσει ανοιχτά για τις δυσκολίες που πέρασε πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος της πορείας του ως παίκτης. Για τις μάχες με την κατάθλιψη, το αλκοόλ, τα ψυχολογικά προβλήματα που έρχονται όταν σβήνουν τα φώτα τα δημοσιότητας. Έχοντας παλέψει λοιπόν με τους δικούς του δαίμονες, ο «Πελάδο» δεν θα μπορούσε ποτέ να φοβηθεί την μονομαχία με κάποιον αντίπαλο: Ακόμα κι αν αυτός ήταν ο σκληρός Έντγκαρ Ντάβιντς…
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 ο Ολλανδός… τρομοκρατούσε μέσους και επιθετικούς σε ολόκληρη την Ευρώπη: Κατάπινε χιλιόμετρα, πέρναγε δίπλα τους σαν αέρας, δεν τους άφηνε να πάρουν ανάσα με το ασφυκτικό του μαρκάρισμα. Και όταν το έκρινε σκόπιμο (καθόλου σπάνια) τους σήκωνε, άμα λάχει, και στον αέρα. Μπορεί λοιπόν ο εμβληματικός παιχταράς να δικαιολογούσε με κάθε τρόπο το παρατσούκλι «πίτμπουλ», αλλά και ο Αλμέιδα ήταν χαφ-σκύλος. Και κάθε φορά που τον συναντούσε, όχι μόνο δεν τον έπιανε δέος, αλλά του έριχνε κι εκείνος στο… ψαχνό!
Εξάλλου και ο ίδιος είχε κερδίσει τον σεβασμό της ποδοσφαιρικής Ιταλίας από την πρώτη του κιόλας σεζόν στη Λάτσιο. Πριν το επιβεβαιώσει με τις φανέλες των Ίντερ και Πάρμα, είχε αναγνωριστεί από φίλους κι εχθρούς για το «no-nonsense style of play». Για τη δύναμη, την ένταση και την αντίληψη που τον έκανε αχώριστο δίδυμο με τον Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν στη μεγάλη ομάδα του Σβεν Γκόραν Έρικσον. Και του χάρισε το δικό του -και εξίσου χαρακτηριστικό- παρατσούκλι «il tractorito» (το τρακτέρ).
Για όλους αυτούς τους λόγους ο Αλμέιδα παρομοιαζόταν συχνά με τον Ντάβιντς. Αν και ο ίδιος παραδεχόταν ότι ήταν πιο ανασταλτικός μέσος (σε σχέση με τον πληθωρικό Ολλανδό), οπαδοί και δημοσιογράφοι επέμεναν. Και ένα από τα πράγματα που αναμένονταν με αγωνία πριν από τα ντέρμπι ήταν οι προσωπικές τους μονομαχίες. Και όχι άδικα…
Γιατί όντως σε κάθε matcup τα αίματα άναβαν. Από ένα σημείο και μετά η φάση τους θύμιζε «βεντέτα». Μ’ έναν περίεργο τρόπο όμως, μέσα από τις «σκυλομαχίες» τους αναπτύχθηκε και αλληλο-εκτίμηση. Μια αναγνώριση, θαρρείς, ότι ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο μέταλλο. Ένας αμοιβαίος σεβασμός που έχει εξιστορήσει πολύ παραστατικά την εξέλιξή του ο ίδιος ο Αλμέιδα:
«Με τον Έντγκαρ Ντάβιντς “σκοτωνόμασταν” στο γήπεδο, ήταν ο καλύτερος αντίπαλος μου. Τον χτυπούσα, με χτυπούσε και κανείς μας δεν παραπονιόταν. Όλα ξεκίνησαν σε έναν αγώνα Λάτσιο-Γιουβέντους, παίζαμε και οι δύο ομάδες με 4-4-2. Εγώ έπαιζα στα δεξιά κι εκείνος στα αριστερά. Ο αγώνας ήταν δυνατός.
Μετά από πέντε λεπτά τον σήκωσα από πίσω με μια κλωτσιά. Πήγα να του δώσω το χέρι και μου είπε “όχι” με το δάχτυλο του. Την επόμενη φορά έγινε το ίδιο, αλλά αντίστροφα, με κλώτσησε εκείνος. Συνεχίσαμε έτσι, λέγοντας ό,τι βρισιές ξέραμε ο ένας στον άλλον σε κάθε γλώσσα.
Μια φορά τον κλώτσησα από πίσω, ακριβώς πάνω στη μέση του. Σηκώθηκα από το τερέν και πήγα μόνος μου στα αποδυτήρια. Ήξερα ότι έκανα φάουλ για κόκκινη κάρτα.
Το απίστευτο είναι ότι όταν έκλεινε ο κύκλος μου στην Ιταλία, πριν από ένα ντέρμπι που ήταν αναπληρωματικός, με περίμενε στην άκρη του γηπέδου. Ήμουν προετοιμασμένος για γροθιές, νόμιζα ότι με περίμενε να παίξουμε ξύλο.
Αντί για κάτι τέτοιο όμως, μου έσφιξε το χέρι και μου έδωσε συγχαρητήρια για κάποιες δηλώσεις που είχα την προηγούμενη μέρα στην “Gazzetta dello Sport”. Μου είπε ότι συμφωνούσε πάρα πολύ με τις αρκετά παράξενες ιδέες που έχω για το ποδόσφαιρο».