Ένας παίκτης, όλη η ιστορία του φετινού ΠΑΟ

Rotation εκτός λογικής

Πριν από 1,5 χρόνο η ίδια ομάδα απέκλεισε την Μάρσειγ από το Champions League. To φετινό Αύγουστο άφησε εκτός ομίλων του Conference League την επίσης ισχυρή Λανς, που πέρσι ήταν στο νήμα τρίτη σε όμιλο με Άρσεναλ, Αϊντχόφεν, Σεβίλλη. Είναι αλήθεια τόσο κακός ο Παναθηναϊκός ώστε να χάνει από μία ομάδα που σύμφωνα με το Transfermarkt έχει 25 (ολογράφως εικοσιπέντε) φορές μικρότερο μπάτζετ από αυτόν;

Η χρηματιστηριακή αξία της Βίκινγκουρ είναι στα χαρτιά μικρότερη ακόμα και από οχτώ ομάδες της Super League 2 (Λάρισα, Ηρακλής, Καλαμάτα, Κηφισιά, ΠΑΟΚ Β’, Παναχαϊκή, Πανιώνιος, Νίκη Βόλου). Βάσει του γεγονότος ότι δεν την αντιμετώπισε καν στην έδρα της και ότι στο 95’ ο Λοντίγκιν απέτρεψε το 3-1, η κουβέντα αποκτά όρους ιστορικής αποτυχίας. Σαφώς και μετράει το ότι είναι η τρίτη διαδοχική ήττα (ύστερα από αυτές με Ολυμπιακό και Άρη), αλλά ακόμα και ως μεμονωμένο γεγονός να το δούμε, ασφαλώς είναι από αυτά τα βράδια που κονταίνουν το ανάστημα ενός συλλόγου στην Ευρώπη.

Η απάντηση είναι εύκολη. Όχι, ο Παναθηναϊκός δεν είναι τόσο κακός. Δεν είναι όμως αρκούντως καλός για να θεωρεί οτιδήποτε δεδομένο σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή έδρα. Ακόμα και στο Ελσίνι με ομάδα από την Ισλανδία. Και δεν είναι, γιατί η επιθετική λειτουργία παραμένει από την αρχή της σεζόν προβληματική. Η ποιότητα της συνολικά δεν αντικατοπτρίζει στο ελάχιστο το ατομικό ταλέντο των Ιωαννίδη, Τετέ, Πελίστρι, Τζούρισιτς. Στη Super League ο Παναθηναϊκός έχει 12 νίκες σε 22 ματς και οι 11 είναι στο γκολ. Με την ΑΕΚ νίκησε έχοντας 27% κατοχή μπάλας και 5 τελικές. Με τον ΟΦΗ έκρυψε ξανά κάτω από το χαλί τα προβλήματα, επιστρέφοντας από το 0-2 του ημιχρόνου. Ομοίως και στο ντέρμπι πρωταθλήματος με τον Ολυμπιακό. Ήταν κακός αλλά πήρε αποτέλεσμα παίζοντας για αρκετή ώρα με παίκτη παραπάνω. Ο Παναθηναϊκός δεν είναι τόσο ανεπαρκής όσο φάνηκε σήμερα, επουδενί όμως είναι και τόσο καλός όσο παρουσίαζαν κάποιοι ρεπόρτερ με επιχείρημα το σερί των 17 αγώνων χωρίς ήττα, που έσπασε στο Φάληρο για το κύπελλο.

Όταν επιθετικά λείπουν οι αυτοματισμοί και ο τρόπος παραγωγής φάσεων κινδυνεύεις από την κάθε Βίκινγκουρ αυτού του κόσμου, σε περιβάλλον μη οικείο. Ο Ντιέγκο Αλόνσο πρακτικά για αυτό το λόγο έφυγε, αλλά κακά τα ψέματα και με τον Ρουί Βιτόρια ο Παναθηναϊκός δεν έγινε πιο ελκυστικός. Απλώς πιο αποτελεσματικός.

Τι θα μπορούσε να δοκιμάσει ο Πορτογάλος για να ανεβάσει το επίπεδο; Το πρώτο που έρχεται αβίαστα στο μυαλό είναι η αντικατάσταση του Μλαντένοβιτς από τον Μαξ. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο ο μπακ πρέπει να μπορεί να επιτεθεί, ειδικά απέναντι σε ομάδες που παίζουν πολύ κλειστά και είσαι υποχρεωμένος να έχεις διαρκώς την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ο Σέρβος είναι ένας φιλότιμος, αλλά εγνωσμένα «ξύλινος» μπακ, χωρίς επιθετικό ρεπερτόριο και ικανότητα στο ένας με έναν. Υποτίθεται ότι το «τριφύλλι» βρήκε λύση σε αυτό το πρόβλημα, με την απόκτηση ενός παίκτη που σε 471 επίσημα παιχνίδια καριέρας είχε παρουσία σε 126 γκολ, με 47 δικές του εκτελέσεις και 79 ασίστ. Πώς ένας τέτοιος μπακ δεν κρίνεται ικανός να πάρει φανέλα βασικού ακόμα και σε ένα ματς που ο προπονητής επιλέγει να πάει με rotation, είναι πραγματικά απορίας άξιο.

Όπως περίεργο είναι που αφήνει εκτός Ιωαννίδη και Τετέ σε μια ευρωπαϊκή αναμέτρηση που έχεις χρέος να μην αποτύχεις. Το να πασχίζεις όλη τη σεζόν να βγεις στην Ευρώπη και όταν έρθει η ώρα των νοκ-άουτ να προφυλάζεις τους δύο καλύτερους παίκτες σου πριν από ένα εντός έδρας ματς με τον Βόλο (για την ακρίβεια ο Ιωαννίδης θα εκτίσει ποινή με τους Θεσσαλούς), δεν βγάζει κανένα νόημα. Πόσο μάλλον όταν αυτή η απόφαση συνδυάζεται με την παραμονή στο βασικό σχήμα του Μλαντένοβιτς, ο οποίος παίζει ακατέβατα 90λεπτα φέτος σε τρεις διοργανώσεις. Λες και είναι ο νέος Ρομπέρτο Κάρλος…