Το τέλος της μεγαλύτερης απάτης που πιστέψαμε

Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι...

Καρέτσας στα 17, Μουζακίτης στα 18, Κουλιεράκης στα 21, Κωνσταντέλιας, Ζαφείρης και Τζολάκης στα 22, Τζώλης και Βαγιαννίδης στα 23. Βασικοί όλοι σε ένα υψηλότατων απαιτήσεων παιχνίδι που θα έκρινε την άνοδο της Εθνικής Ελλάδας ποδοσφαίρου στο υψηλότερο επίπεδο.

Είναι κάποιες φορές στον αθλητισμό που οι πλανήτες ευθυγραμμίζονται, όλες οι συγκυρίες ευνοούν από διαφορετικές αφετηρίες και συγκροτείται ένα γκρουπ, μια φουρνιά που ξέρεις ότι δεν γίνεται να μην σε καθηλώσει με τα πεπραγμένα της. Σε αυτή τη φάση είναι τώρα η ελληνική ομάδα. Το πρώτο καθηλωτικό βράδυ ήταν το σημερινό στο «Χάμπτεν Παρκ», το οποίο μπορεί ύστερα από χρόνια να μνημονεύεται ως αυτό που γύρισε το κουμπί και χώρισε την ιστορία της Εθνικής στο πριν και το μετά.

Όχι γιατί η Ελλάδα δεν είχε επιτυχίες πριν από αυτό – αλίμονο, Euro είχαμε πάρει – αλλά γιατί μπαίνει για πρώτη φορά «επίσημα» στο κλαμπ των κορυφαίων, παίζοντας το ποδόσφαιρο των κορυφαίων. Μπαίνει δηλαδή με την ξεκάθαρη προσδοκία να παραμείνει εκεί, διότι τέτοια ατομική ποιότητα δεν είχε ποτέ ξανά το ελληνικό ποδόσφαιρο και μάλιστα σε ηλικίες… Ελπίδων. Δεν υπάρχει στον ορίζοντα ημερομηνία λήξης για αυτή την ομάδα, έχει όλο το χρόνο να εξελίσσεται και να μεγαλώνει. Βασισμένη σε μονάδες που ήδη από πολύ μικρή ηλικία παίζουν σε επίπεδο… ελίτ κατηγορίας του Nations League. Στους προαναφερόμενους να προσθέσουμε και άλλο ένα πολύ μεγάλο ταλέντο, τον 17χρονο Μπάμπη Κωστούλα, ενώ βέβαια δεν πήραν τα χρόνια τον 25χρονο Ιωαννίδη και τον 26χρονο Παυλίδη.

Η Εθνική Ελλάδας λοιπόν θα πάει να παίξει με τις καλύτερες ομάδες της ηπείρου, όχι για να «κλέψει» παιχνίδια, αλλά για να τα παίξει στα ίσια και να τα κερδίσει. Όπως έκανε τον περασμένο Οκτώβριο στο «Γουέμπλεϊ», όπως έκανε και σήμερα στη Γλασκώβη, συντρίβοντας την Εθνική Σκωτίας, η οποία μετά το 0-3 δεν είχε καμία φάση για γκολ και απειλήθηκε τρεις φορές με το 0-4.

Βεβαίως η ατομική ποιότητα δεν αρκεί από μόνη της. Κάποιος έπρεπε να πιστέψει σε αυτήν και να την αναδείξει. Ένα από κλισέ που λίγο-πολύ έχουμε ενστερνιστεί ασυναίσθητα είναι ότι οι παίκτες κάνουν τον προπονητή. Ωστόσο αυτό είναι φυσικά μια ψευδαίσθηση και για του λόγου το αληθές επιχείρημα αποτελεί πια και ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Ο Σέρβος τεχνικός… ήρθε κι έδεσε για να βγει στην επιφάνεια όλο αυτό που είδαμε για ενάμιση παιχνίδι με τη Σκωτία (διότι ήταν και το δεύτερο ημίχρονο στο Φάληρο).

Τίποτα δεν εγγυάται ότι οποιοσδήποτε άλλος τεχνικός θα είχε κάνει ακριβώς το ίδιο – να περιβάλλει δηλαδή με τόση εμπιστοσύνη το «νέο αίμα». Αλλά φυσικά και να παρέμβει προσωπικά και με επιτυχία στην προσέλκυση του Κωνσταντίνου Καρέτσα και του Χρήστου Ζαφείρη, με… χαμένους της υπόθεσης το Βέλγιο και τη Νορβηγία. Προφανώς με τον πρώτο έπαιξε ρόλο κάποια υπόσχεση τύπου «θα μπεις κατευθείαν», με τον Γιοβάνοβιτς να αξιοποιεί χωρίς καμία χρονοτριβή τη «φλέβα χρυσού» που είχε την τύχη να βρει με την πρόσληψη του στην Εθνική.

Αλλά και οι έξι αλλαγές στο βασικό σχήμα από Πέμπτη έως Κυριακή δείχνουν έναν προπονητή που μαθαίνει άμεσα από τα λάθη του και τολμά, απαλλαγμένος από οποιοδήποτε «κόλλημα». Οι τέσσερις από αυτές τις αλλαγές αφορούσαν παίκτες από 17 έως 22 ετών (μάλιστα οι Καρέτσας, Μουζακίτης, Βαγιαννίδης έκαναν ντεμπούτο στη βασική ενδεκάδα), ενώ ο ομοσπονδιακός κόουτς έδειξε με την αντικατάσταση του σταρ Τσιμίκα από τον Γιαννούλη ότι στο βασικό σχήμα υπάρχει χώρος για όλους.

Συμπερασματικά αυτή η ομάδα είναι η Εθνική του Γιοβάνοβιτς, ο οποίος σε πρώτη φάση έκανε κάτι εξαιρετικά σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα. Έδωσε τόπο στα νιάτα και ρόλους – «κλειδιά» ακόμα και σε αμούστακους. Επηρεασμένος ίσως από έναν άλλον προπονητή, που αποδεικνύεται ότι διά της πλαγίας οδού ωφέλησε (και ίσως συνεχίσει να το κάνει) το ελληνικό ποδόσφαιρο. Τον Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ, ο οποίος δεν δίστασε να χρίσει ενδεκαδάτους φέτος στον Ολυμπιακό έναν 17χρονο και έναν 18χρονο.

Η Εθνική έκανε μία από τις καλύτερες εμφανίσεις ever με την πιο νεανική ομάδα της ιστορίας της. Τόσα χρόνια πορευόταν με τη συνταγή του “μισό-μηδέν”, με ψυχή, αυταπάρνηση, πάθος και πονηριά.

Τώρα είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Κάτι που σε πείθει αβίαστα ότι το αύριο είναι ήδη εδώ και δεν μπορεί να περιμένει…