Το κλειδί του Σάρας: Ο αθόρυβος παίκτης- πολυεργαλείο που στα δύσκολα βγήκε μπροστά

Τον μεταμόρφωσε σε σταρ

Στο πρώτο του Final Four, το 2018, η Ζαλγκίρις είχε κάνει την υπέρβαση και αποκλείοντας τον Ολυμπιακό στα πλέι-οφ πήγε στο Βελιγράδι ως το απόλυτο αουτσάιντερ. Φυσικά κανείς δεν έψεξε τότε τον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους για την ήττα από τη Φενερμπαχτσέ του Ζέλικο Ομπράντοβιτς στον ημιτελικό, μάλιστα στο μικρό τελικό οι Λιθουανοί επικράτησαν της ΤΣΣΚΑ Μόσχας και κατετάγησαν τρίτοι.

Στις επόμενες τρεις παρουσίες του όμως – συναπτές – με την Μπαρτσελόνα η αποτυχία ήταν εμφατική και ο Σάρας ανήχθη στη Βαρκελώνη ως νέος Άιτορ Ρενέσες. Το 2021 ηττήθηκε στον τελικό από την Εφές, το ’22 και το ’23 στον ημιτελικό από τη Ρεάλ, με τις εμφανίσεις της Μπάρτσα να είναι απογοητευτικές. Βεβαίως, όσοι δεν έβλεπαν μόνο τη μεγάλη σκηνή μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ένας προπονητής που πήρε δύο πρωταθλήματα σε τρία χρόνια με «σκούπα» απέναντι στη Ρεάλ, μόνο τυχαίος δεν θα μπορούσε να είναι.

Και ο Γιασικεβίτσιους το έκανε λιανά στο ευρύ κοινό με τη φετινή εικόνα και πορεία της Φενερμπαχτσέ. Μετά την περσινή αποτυχία στο Βερολίνο, όπου ξεκάθαρα όμως δεν είχε το ρόστερ για να στεφθεί πρωταθλητής – έχοντας παραλάβει το Δεκέμβριο την ομάδα που είχε χτίσει ο Δημήτρης Ιτούδης – άλλαξε πολλά με τη δική του πινελιά. Καλάθης, Παπαγιάννης, Ντόρσεϊ, Μότλι, Σέστινα και Μαντάρ αποχώρησαν, Μπόλντγουιν, Κόλσον, Μέλι, Μπιρτς και κυρίως Χολ αποκτήθηκαν.

Η πρώτη αναποδιά ήρθε στην πρεμιέρα κιόλας της νέας σεζόν, αφού απέναντι στον Ολυμπιακό ο Σκότι Ουίλμπεκιν υπέστη ρήξη χιαστού. Αναζητώντας αντικαταστάτη, ο Σάρας δεν «φούσκωσε» επιπλέον το μπάτζετ αλλά επέλεξε τον βετεράνο Έρικ ΜακΚόλουμ, που έπαιζε στην Καρσίγιακα. Την εξαιρετική πορεία της Φενέρ δεν εκτροχίασε ούτε ο σοβαρός τραυματισμός του Μπόλντγουιν το Δεκέμβριο (έμεινε 10 αγωνιστικές εκτός).

Έχοντας ξεπεράσει στερεότυπα και προπονητικές αγκυλώσεις που πολλές φορές κρατούσαν πίσω τις ομάδες του και τις καθιστούσαν προβλέψιμες, ο Λιθουανός παρουσίασε φέτος κάτι φρέσκο και μοντέρνο, δίνοντας περισσότερες ελευθερίες στους παίκτες του.

Σαν να ξύπνησε ένα πρωί και να αποφάσισε ότι πρέπει να εμπιστευτεί περισσότερο το ατομικό ταλέντο, ο Σάρας εμφάνισε τελικά την καλύτερη περιφερειακή γραμμή της διοργάνωσης, με τη συνέπεια και το μακρινό σουτ των Χολ, ΜακΚόλουμ να πλαισιώνουν τις εμπνεύσεις των Γκούντουριτς και Μπόλντγουιν. Το μότο ήταν «πολλοί παίκτες που μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα» και κάπως έτσι η Φενέρ έδρασε σαν μια ευέλικτη, καλοκουρδισμένη μηχανή, παίρνοντας απόλυτα δίκαια τον τίτλο.

Κάπως έτσι ο Γιασικεβίτσιους έγινε ο πρώτος που ως παίκτης και προπονητής κατακτά την (σύγχρονη) Ευρωλίγκα την τελευταία 25ετία. «Κλειδί» σε αυτό το επίτευγμα ήταν και η μεταμόρφωση του Ντέβον Χολ, που μετά από μια ουδόλως εντυπωσιακή τριετία στο Μιλάνο, μετατράπηκε σε πολυεργαλείο και βγήκε μπροστά και ως σταρ στα ματς που έκριναν τον πρωταθλητή.

Και επί τη ευκαιρία ερχόμαστε στη μοναδική… παραφωνία του Final Four. Προφανώς δεν ήταν ο πραγματικός MVP αυτού ο Νάιτζελ Χέιζ-Ντέιβις των 30 πόντων αθροιστικά, με μόλις 6/18 εντός πεδιάς. Οι 16 από τους πόντους του προήλθαν από βολές, ενώ είχε 12 ριμπάουντ και 6 ασίστ, αλλά σε περισσότερα από 70 λεπτά συμμετοχής. Ο Χολ έκανε θραύση με 31 πόντους από 6/9 δίποντα και 6/9 τρίποντα, ενώ είχε 4 ασίστ και 4 ριμπάουντ, σε ένα 50λεπτο. Παίζοντας παράλληλα καταπληκτική άμυνα και στα δύο ματς.

Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που το star system επικράτησε της λογικής στην ανάδειξη του MVP.