Νοητό ταξίδι στο χρόνο: η δασκάλα έδειχνε μερικά νούμερα στον πίνακα, προσπαθώντας απελπισμένα να βρει χώρο στο μυαλό σας για να στριμώξει τα μαθηματικά της πέμπτης δημοτικού κάπου εκεί μέσα.
Όσο αυτή μιλούσε, όμως, εσύ και οι φίλοι σου ανταλλάσσατε χαρτάκια, πάνω στα οποία γράφατε την ώρα που θα μαζευόσασταν στην αυλή του σχολείου όταν τελειώνατε το διάβασμα, για να παίξετε, επιτέλους, μπάλα.
Μπορεί το γεγονός πως δεν προσέχατε στο μάθημα να οδηγούσε σε μερικές κωμικοτραγικές καταστάσεις («Πόσο κάνει 30x 5;», σε ρωτούσε η δασκάλα κι εσύ απαντούσες «Σίγουρα περισσότερο απ’ όσο 5×2»), αλλά αυτό ποσώς σας ενδιέφερε.
Το μόνο που μετρούσε ήταν η μπάλα.
Εκεί γύρω στο απογευματάκι, λοιπόν, ήσασταν έτοιμοι ν’ αποδείξετε πως ο Ρονάλντο (ο «κανονικός», αυτός με την περιφέρεια Κιμ Καρντάσιαν), ο Μαλντίνι, ο Μπατιστούτα, ο Ζιντάν, ο Φίγκο και ο Μπουφόν (παίζει περίπου από τα τέλη του 17ου αιώνα) μπορούν να έχουν ελληνικές ρίζες.
Που να πάρει, ήσασταν καλοί! Πάνω, όμως, που τα είχατε δώσει όλα και το ματσάκι είχε φουντώσει, πάντα ερχόταν ένας από τους 5 παρακάτω τύπους και τα κατέστρεφε όλα.
Αν ψάξετε λίγο βαθύτερα στις αναμνήσεις σας, τότε θα δείτε πως αναγνωρίζετε κι εσείς τον/την…
Κλασικό τραμπούκο της μεγαλύτερης τάξης
Πηδούσε τα κάγκελα για να μπει στην αυλή, περπατούσε σαν να είχε στύψει στη ζωή του όλες τις πέτρες της υφηλίου και τις είχε κάνει να βγάλουν ζουμί, ενώ το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι μαρτυρούσε πως ο Stan δεν είναι ο μόνος που έχει μεγαλώσει μέσα στην αλητεία.
Συνήθως έμπαινε εκεί που παίζατε και έστελνε την μπάλα σας εκτός σχολείου, ή απλούστερα άρπαζε τον τερματοφύλακα, του έλεγε «Να σου ρίξω ένα σουτάκι;» και πριν προλάβει να πάρει απάντηση, τον κλωτσούσε.
Σαν από μια προαιώνια συμφωνία, όλοι οι τραμπούκοι της Ελλάδας, χρησιμοποιούσαν πάντοτε τη φράση «Έλα, σπόρε, σπάσε».
Βέβαια, οι περισσότεροι εξ αυτών όταν μεγάλωναν έμοιαζαν πολύ περισσότερο στον Άδωνι Γεωργιάδη, παρά στον πρότερο, «βρώμικο» εαυτό τους.
Τραμπουμπούκος.
Οργισμένη μάνα ενός από τους παίκτες
Ανάκατο μαλλί, ρόμπα και- αν έμενε κοντά στο σχολείο- παντόφλα. Το τσιγάρο εκτελούσε χρέη καπνώδους έκτου δαχτύλου στο χέρι της. Ευχάριστο χαρακτηριστικό της, η γλυκιά της φωνή που θύμιζε γυαλιά που τρίβονται μεταξύ τους.
«ΓΙΩΡΓΑΑΑΑΚΗ!», ούρλιαζε με το πρόσωπό της κολλημένο στα κάγκελα, «πού είσαι τόση ώρα παιδί μου; Ο μπαμπάς σου λέει πως αν δε γυρίσεις αμέσως σπίτι, θα κατεβάσει ξανά τη ζώνη από το πατάρι και θα σε κάνει να κουτσαίνεις και πάλι για 6 εβδομάδες! Τσακίσου κι έλα εδώ!».
Καθότι η ζώνη ήταν δερμάτινη και όχι αγνότητας, ο Γιωργάκης έφευγε κακήν κακώς από το παιχνίδι και μένατε μονός αριθμός ατόμων.
Με κάτι τέτοια είναι που καθιερώθηκε η φράση «Γ@μώ τη μάνα σου».
Ξέμπαρκο διευθυντή
Ρε φίλε, για δημοτικό μιλάμε. Και, μάλιστα, επί ΠΑΣΟΚ. Ποιος ο λόγος να κάνεις υπερωρίες;
Επειδή εκείνη την περίοδο τα «5×5» ήταν απλά μια ακόμα μαθηματική πράξη και όχι γηπεδάκια ποδοσφαίρου, τις περισσότερες φορές για να παίξετε μπαλίτσα επιστρέφατε στο σχολείο και στήνατε δυο πέτρες για τέρματα στην αυλή.
Για να γίνει αυτό, βέβαια, έπρεπε να σκαρφαλώσετε από τα κάγκελα, όμως κι αυτό ήταν μέρος του «τελετουργικού».
Τη στιγμή που είχατε βρει ρυθμό και φανταζόσασταν πως παίζετε στον τελικό του μουντιάλ, ωστόσο, ακούγατε μια γνώριμη φωνή από τα γραφεία των δασκάλων που βρίσκονταν στον πάνω όροφο: «Εεεεεπ! Τι κάνετε εκεί;».
Επειδή δε γνωρίζατε αν το να παίζεις ποδόσφαιρο συνιστά ποινικό αδίκημα- που, μάλιστα, σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ σημαίνει αυτομάτως ηλεκτρική καρέκλα-, το μήλο του Αδάμ έμενε ακίνητο κι εσείς χάνατε τη μηλιά σας.
Ήταν, φυσικά, ο διευθυντής: «Γρήγορα φύγετε από κει, αλήτες. Άντε μην πάρω τηλέφωνο στα σπίτια σας!», τσίριζε σα μεταλλαγμένη Ελένη Λουκά μετά από κατάποση μεγάλης ποσότητας LSD.
Φεύγατε, αλλά όπως απομακρυνόσασταν ξεστομίζατε την αγαπημένη σας ατάκα από τον «Εξολοθρευτή».
“I’ll be back”.
Συμπαίκτη σας που είχε φέρει την μπάλα
Αυτό ήταν το απόλυτο παράδειγμα της φράσης «τρυπηθήκαμε εκ των έσω»: το ματς δεν σταματούσε λόγω εξωγενούς παράγοντα, αλλά επειδή αυτός που είχε φέρει την μπάλα αδικήθηκε κατάφωρα.
Ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευε ο ίδιος: σε μια εφόρμησή του προς την αντίπαλη περιοχή (ο στύλος που κρεμόταν η ελληνική σημαία), ξαφνικά βρέθηκε στο τσιμέντο και μεμιάς έβγαλε απόφαση: πέναλτι!
Βέβαια, όλοι σας είχατε δει ότι ο Γιάννης είχε απλά μπερδέψει τα μπούτια του και είχε πάθει Στέλιο Γιαννακόπουλο, αλλά ήταν ανένδοτος: «Πέναλτι, ρε! Με έριξε ο Σπύρος».
https://www.youtube.com/watch?v=B4AKJgA_nBo
Ο Σπύρος, θα πείτε, τη στιγμή της πτώσης έπινε νερό στις βρύσες, όμως ο Γιάννης είχε φέρει την μπάλα, οπότε…
Εννοείται πως ακολουθούσε σύρραξη μεταξύ των παικτών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να τα πάρει ο Γιάννης και μαζί του να πάρει την μπάλα και να φύγει.
«Φερ’ την εδώ! Δικιά μου είναι…», ήταν ο αποχαιρετισμός του.
«Γιάννη κουρέλα, ψωμί και καραμέλα», ανταπαντούσατε όλοι μαζί καθώς απομακρυνόταν.
Thug Life από ανήλικα αλάνια στα καλύτερα του.
Φίλη του σέντερ φορ
Όχι πως δεν ήσασταν όλοι σας έμπειροι σεξουαλικά στα 11 σας, όμως ο Νίκος το είχε πάει ένα βήμα παραπέρα: με την Σοφία είχαν προχωρήσει αρκετά τη σχέση τους.
Τι το είχαν προχωρήσει, δηλαδή, που μόνο ρωμαϊκά όργια δεν είχαν κάνει: την προηγούμενη μέρα στο διάλειμμα μετά τα αγγλικά, ο Νίκος την είχε φιλήσει στο μάγουλο- το πώς δεν έμεινε έγκυος η Σοφία, ήταν πράγματι απορίας άξιο.
Με τον αγώνα ισόπαλο στο 9-9, λοιπόν, και το τέλος του να ορίζεται στο ποια ομάδα θα βάλει πρώτη 10, η μαλάκω η Σοφία ερχόταν στην αυλή και χαιρετούσε τον Νίκο.
Αυτό ήταν: ο Νικόλας δεν είχε καμιά διάθεση για μπάλα, πλέον. Προφασιζόταν κάποιον τραυματισμό στον αστράγαλο και την έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια (χτυπημένο πόδι, σου λέει μετά).
Έπιανε από το χέρι την Σοφία (ρε συ, αυτοί θα παντρευτούν!) και έφευγαν, αφήνοντάς σας στην αγκάλη της αριθμητικής ανισορροπίας.
Γυναίκες: κάνουν τ’ αρσενικά ό,τι θέλουν από τη στιγμή που γεννιούνται, μέχρι 8 χρόνια μετά το άπειρο.
Γυναίκες.
Χάθηκε να είναι γκέι ο Νίκος;