Μπορεί στη σημερινή εποχή των social media το να μαζευτούν 6 πιτσιρικάδες για να παίξουν μπάσκετ στο τσιμεντένιο γήπεδο της γειτονιάς να μοιάζει με σενάριο επιστημονικής φαντασίας- που, αν ήταν ανάρτηση στο Facebook, θα μάζευε άπειρα «Έλεος!»-, ωστόσο κάποτε ήταν «αδιαπραγμάτευτη» πραγματικότητα…
«Σας παρακαλώ κ. Μαρία, αφήστε τον Γιώργο να κατέβει για μπάσκετ. Το ότι έγραψε για 6η σερί φορά κάτω από τη βάση στη Φυσική, είναι, φυσικά, μια κακή στιγμή. Σας υπόσχομαι πως θα τον βοηθήσω εγώ με τα μαθήματά του το απόγευμα. Το ξέρετε ότι είμαι αριστούχος- 13.2 έβγαλα στο προηγούμενο τρίμηνο», ξεκινούσες τη δακρύβρεχτη προσπάθεια «ψησίματος» της μαμάς του κολλητού σου.
Ήταν, που να πάρει, Σάββατο και ήθελες- έπρεπε– να πάτε για μονάκι στις μπασκέτες. Δε θ’ άφηνες τίποτα να σου χαλάσει το εβδομαδιαίο σου όνειρο, απλά και μόνο επειδή ο Γιώργος μπορούσε να οδηγεί νομίμως εδώ και μια τριετία (είχε φτάσει τα 21 και είχε “μείνει” 8 χρονιές), αλλά αδυνατούσε να γράψει πάνω από 10 σ’ ένα απλό τεστ της Α΄ Γυμνασίου στη Φυσική.
Εν τέλει η κ. Μαρία- βλέποντας τα υγρά ματάκια με τα οποία την κοιτούσες- πειθόταν και άφηνε το Γιώργο να κατέβει, όμως με έναν όρο: να έχει γυρίσει σπίτι μέχρι τις 6 για να διαβάσει.
Κατέπνιγες την επιθυμία σου να της απαντήσεις «Μα, κ. Μαρία, ο Γιώργος δεν ξέρει να διαβάζει», έδινες το λόγο της προσκοπικής σου τιμής πως 5:59:59 το αργότερο θα ήσασταν πίσω (σε μια εποχή που οι όροι “κινητό” και “τηλέφωνο” δεν έμπαιναν ποτέ στην ίδια πρόταση μπορούσες να υποσχεθείς τα πάντα) και μετά πηγαίνατε στον πιο ιερό χώρο για έναν έφηβο.
Ναι, ακριβώς: το ανοιχτό γηπεδάκι μπάσκετ της γειτονιάς.
Μπαίνατε στον τσιμεντένιο αγωνιστικό χώρο από μία σχισμή στο περιφερειακό συρματόπλεγμα, ταπεινώνατε με καινοφανώς σκληρό τρόπο όποια κορίτσια βλέπατε μπροστά σας (“χαζό είσαι και φαίνεσαι κι έναν χοντρό παντρεύεσαι”) επειδή είχαν τολμήσει να βρεθούν στο άντρο σας και μετά χαιρετούσατε την παρέα- τους παίκτες, δηλαδή, που σε κάθε 3 on 3 μπορούσε να συναντήσει κανείς.
Ποιοι ήταν αυτοί;
Ω, μα ελάτε τώρα.
Αλήθεια δε θυμάστε;
Αλήθεια;
Ο Τζόρνταν με τη θεία απ’ το Σικάγο
Ήταν το μόνο πράγμα- μαζί με το Σινικό Τείχος- που φαινόταν ακόμα κι από το διάστημα: ο φίλος με τους συγγενείς στο Σικάγο που πήγαιναν σε κάθε παιχνίδι των Μπουλς στο «United Center» και γι’ αυτό φορούσε μονίμως μια μπλούζα των Ταύρων με το 23 στην πλάτη και το «Jordan» από πάνω.
Σας έλεγε πως τη φανέλα του την είχε στείλει η θεία του και ήταν αυθεντική, αν και το γεγονός πως έγραφε «Buls» αντί για «Bulls» και Shecago σας έκανε ν’ αναρωτιέστε αν η λαϊκή της περιοχής σας λογιζόταν εντός των συνόρων του Ιλινόις.
Πέραν της μπλούζας φορούσε πάντα ένα περικάρπιο στον αριστερό αγκώνα- όπως Εκείνος-, ένα περίεργο λαστέξ στην αριστερή γάμπα, μασούσε πάντοτε τσίχλα και έβγαζε τη γλώσσα σε κάθε του προσπάθεια (αρχικά για μούρη και όσο περνούσε η ώρα επειδή ήταν αγύμναστος και τα «έφτυνε»).
Το παρουσιαστικό του παρέπεμπε ευθέως στο μαγικό κόσμο του ΝΒΑ, όμως το παιχνίδι του μόνο μαγικό δεν ήταν: κάθε φορά που ευστοχούσε είτε σε σουτ είτε σε λέι- απ, πέθαινε ο Χαϊλάντερ.
(Θυμάστε πως ο Χαϊλάντερ είναι αθάνατος, έτσι δεν είναι;)
Ο υπερπαίχτης των Εθνικών ομάδων με τις δικαιολογίες
Είχε τουπέ αντίστοιχο του Μεγάλου Ναπολέοντα της προ-Βατερλό εποχής. Έμπαινε στο γηπεδάκι και πριν καν αρχίσει το πρώτο ματς στα 21, είχε εντυπωσιάσει τους πάντες: «Παίζω στο παιδικό του Άρη, που με πήρε με μεταγραφή- 3.5 εκατομμύρια δραχμές και δέκα στολές- από τη ΧΑΝΘ. Το περασμένο καλοκαίρι ήμουν στην προεπιλογή της Εθνικής παίδων για το πανευρωπαϊκό στην Ιταλία, αλλά έσπασα και τα δυο μου πόδια, έβγαλα τον αγκώνα μου και δέχτηκα μια σφαίρα στα πλευρά όταν είχαμε ρεπό και πήγαμε όλη η ομάδα για κυνήγι.
Έτσι ο coach δε με πήρε στην τελική δωδεκάδα. Όλοι το έλεγαν πως αν έπαιζα στο τουρνουά δε θα τερματίζαμε 69οι, αλλά θα μπαίναμε στα μετάλλια και μάλλον θα παίρναμε το χρυσό…»
Όταν ξεκινούσατε, όμως, αυτός που μάρκαρε ο διεθνής άσος τού είχε βάλει στα πρώτα 5 λεπτά ήδη 9 πόντους, ενώ ο ίδιος ο μικρός Γκάλης είχε 1/12 προσπάθειες- παρά το αινιγματικό του μειδίαμα μετά από κάθε φάση.
Βλέποντάς σας να τον κοιτάτε ερωτηματικά σας έλεγε πως έχει πρόβλημα με τον καρπό σήμερα και γι’ αυτό δεν μπαίνουν τα σουτ του, ενώ ακόμα δεν έχει ξεπεράσει το τζετλάγκ από το ταξίδι στην Αυστραλία χθες για να παίξει σε αγώνα επίδειξης της μικτής Θεσσαλονίκης με την αντίστοιχη μικτή των καγκουρό.
Μετά από 5-6 χαμένα μονά έπαιρνε την χρυσή του Spalding (μ’ αυτή που έπαιζαν τότε στο ΝΒΑ) κι έφευγε λέγοντάς σας πως έχει προπόνηση στον Άρη.
Κρίνοντας από την εξωγήινη συμπεριφορά του, εικάζατε πως εννοούσε τον πλανήτη.
Ο κύριος φάουλ
Τις πρώτες φορές που παίζατε με τον συγκεκριμένο τύπο, νομίζατε πως είχε κάποιου είδους λεκτικό τικ: «φάουλ»- «φάουλ»- «φάουλ». Όσο περνούσε ο καιρός, συνειδητοποιούσατε πως ήταν απλά ο πιο ενοχλητικός (συμ)παίκτης των ανοιχτών γηπέδων ever.
Ακόμα κι όταν κάνατε «Μπει-δε-μπει» για το ποιος θα πάρει την μπάλα και πρότεινε αυτός, έπεφτε κάτω και σφάδαζε φωνάζοντας «Φάουλ».
Κάθε σωματική επαφή ήταν, αυτομάτως, φάουλ, κάθε φορά που κάποιος τον πλησίαζε ήταν φάουλ, όποτε ένας τον κοιτούσε και γινόταν η αιτία ν’ αστοχήσει ήταν φάουλ, ενώ ακόμα κι αν τον έπαιζε άμυνα ο Τζέιμς Χάρντεν πάλι ήταν φάουλ.
Ήταν ο μόνος στα χρονικά του μπάσκετ μαζί με τον Τσακ Νόρις που ζήτησε- και πήρε- φάουλ παίζοντας ρολόι…
Ο «Έλα μικρέ, σπάσε»
Ευλογία και κατάρα μαζί, αναλόγως αν θα παίζατε μαζί του 3 on 3 ή αν θα είχε έρθει με τη δική του παρέα. Συνήθως ήταν πιο ανεπτυγμένος από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του (ας πούμε 1.95 στην τρίτη δημοτικού και 112 κιλά), ο λαιμός του θύμιζε αυτόν του Ρούνεϊ και σε κάθε του βήμα ο στόχος του να συγκαεί ερχόταν ολοένα και πιο κοντά.
Ο γνωστός τραμπούκος των ανοιχτών γηπέδων με το που έμπαινε στις μπασκέτες φώναζε σ’ αυτούς που ήδη έπαιζαν «Έλα μικρέ, σπάσε». Αν έσπαγαν αδιαμαρτύρητα οι άλλοι, ο μικρός τραμπουκιστής απλά τους έδινε καμιά κλωτσιά για να βγουν από το γήπεδο πιο γρήγορα.
Αν αρνούνταν, συνήθως έπαιρνε την μπάλα τους και την κλωτσούσε στην στρατόσφαιρα και μετά τους κυνηγούσε όπως ο Μάικ Τάισον τους αντιπάλους του στο ρινγκ.
Εννοείται πως όταν παίζατε ήταν μια κινούμενη μάζα παραγωγής επιθετικών φάουλ, βημάτων και άστοχων σουτ, αλλά όλοι τον φωνάζατε «Hakeem the Dream» από τον Ολάζουον- έστω κι αν δε θύμιζε σε τίποτα όνειρο.
Ήταν σκέτος εφιάλτης.
Ο «μοναχός»
Αν πήγαινες στις 09:30 το πρωί, θα τον έβρισκες εκεί. Στις 12:15, πάλι. Στις 16:43, ξανά. Στις 20:37, στη θέση του. Όποια ώρα της (οποιαδήποτε) μέρας κι αν περνούσες από τις μπασκέτες, αυτός ήταν σταθερά παρών- σε τέτοιο βαθμό, που κυκλοφορούσαν φήμες πως ζει στο γηπεδάκι.
Ο μοναχός ήταν αυτός που ερχόταν πάντοτε μόνος του ακούγοντας μουσική από την κασέτα που έπαιζε το γουόκμαν του και περίμενε πότε αντί για 3 θα ήταν 2 σε κάποια ομάδα. Τότε πεταγόταν ως από μηχανής ανθρώπινος θεός και συμπλήρωνε το παζλ.
Μπορούσες να τον δεις να παίζει με τους μεγάλους (λύκειο), τους μικρούς (γυμνάσιο), τους σπόρους (δημοτικό) ή τα ΚΑΠΗ- έπαιζε πάντα και με όλους.
Καθόταν με τ’ ακουστικά του έξω από τις γραμμές μέχρι να τον φωνάξει κάποιος, είχε καρφάκια το μαλλί του και ήταν, φυσικά, πετσί και κόκκαλο, αφού με κάτι πρόχειρους υπολογισμούς πρέπει να έκαιγε ημερησίως γύρω στις 23.000 θερμίδες.
Όλοι στη γειτονιά τον ήξεραν και πριν φύγουν από το γήπεδο του έλεγαν «να τα πούμε καμιά φορά», όμως αυτό το «καμιά φορά» δε συνέβαινε καμιά φορά.
Ούτε καν μια.
Ο ποδοσφαιριστής
Με τα 5×5 ν’ αποτελούν, τότε, αποκύημα της μελλοντικής φαντασίας, οι ποδοσφαιρικοί πολλές φορές έβγαζαν το άχτι τους στα τσιμεντένια γήπεδα του μπάσκετ, όπου έπαιζαν συνήθως «μονό».
Όταν έρχονταν οι μπασκετικοί, ενίοτε ξέμενε κανείς τους και ήθελε να παίξει με τα εξάταπα που φορούσε και τις καλαμίδες. Επειδή τον ξέρατε από το σχολείο του κάνατε το χατίρι και τον παίρνατε στην ομάδα σας, όμως μετά από δυο ντουζίνες αίρμπολ, τέσσερα τάκλιν στην καρωτίδα του αντίπαλου κι έναν αλλοπρόσαλλο πανηγυρισμό στο μοναδικό του καλάθι (“Γκοοολλλλλλ, κουφάλες!”), προφασιζόσασταν πως οι μισοί είχατε να διαβάσετε γαλλικά και οι άλλοι μισοί πιάνο.
Στα συνεχιζόμενα παρακαλετά του (“ελάτε ρε, ακόμα ένα…”) του βγάζατε κόκκινη κάρτα και αποχωρούσατε για να μελετήσετε τα πρελούδια και τις φούγκες ενός μεγάλου συνθέτη.
Μπ(λι)αχ.
Ο «τρίποντος»
Απαιτούσε να τον φωνάζετε «Πέτζα» λόγω Στογιάκοβιτς. Η ρακέτα ήταν γι’ αυτόν διακεκαυμένη ζώνη και δεν πατούσε ποτέ μέσα στο (ξεθωριασμένο στ’ ανοιχτά γήπεδα) «ζωγραφιστό»- ούτε καν με προεδρικό διάταγμα.
Ακόμα κι όταν οι συμπαίκτες του έκαναν κλέψιμο και δε χρειαζόταν «ν’ αλλάξουν» για να βάλουν καλάθι, αυτός έφτανε με πίσω βήματα έξω από τα 6.25 (τη γραμμή του τότε τριπόντου), προκειμένου να «πυροβολήσει».
Το ποσοστό του στα σουτ από μακρινή απόσταση θύμιζε το αντίστοιχο της Ένωσης Κεντρώων στις τελευταίες εκλογές (κάτι λιγότερο από 4%, δηλαδή), όμως κατά έναν μαγικό τρόπο αν η ομάδα του βρισκόταν πίσω στο σκορ με 20-19 και είχε την μπάλα, αυτός έβαζε το νικητήριο καλάθι από τα 7 μέτρα και μετά άρχιζε να τσιρίζει κάτι για «κρύο αίμα».
Ο θερμοκέφαλος.
Ο «Δεν πάω πουθενά χωρίς την γκόμενά» μου
Τα είχαν φτιάξει πριν από 15 περίπου μέρες και, μάλιστα, είχαν προχωρήσει αρκετά τη σχέση τους: της είχε δώσει ένα φιλί στο μάγουλο κι αυτή του είχε πει πως για πάρτη του θα φύγει από το σπίτι των γονιών της, θ’ ανοίξει κομμωτήριο προκειμένου να κάνει του κεφαλιού της και μετά θα μείνουν μαζί.
Μοιραία, λοιπόν, όπου πήγαινε αυτός, πήγαινε και αυτή- με τις μπασκέτες να μην αποτελούν εξαίρεση. Όταν παίζατε όλοι οι 13χρονοι μαζί, η κοπέλα του καθόταν πίσω από τα σύρματα και τον καμάρωνε, ενώ αυτός δεν έβαζε γλώσσα μέσα και προσπαθούσε να φανεί πιο cool κι από τον Mr. Freeze στο «Batman and Robin».
Σε κάθε του καλάθι γυρνούσε προς το μέρος της και της το αφιέρωνε, σας έλεγε όλους «σπόρους»- τη στιγμή που κι αυτός ήταν ένας, αλλά νόμιζε ότι είχε ποτιστεί-, φώναζε, ούτως ώστε να τον ακούει η δικιά του, λες και κάποιος είχε ενσωματώσει στα πνευμόνια του τηλεβόα και στο τέλος αντί χαιρετισμού σας απηύθυνε ένα «Τα λέμε, κορίτσια».
Ο άντρας.
Ο μπαμπάκιας
Τον έφερνε πάντοτε ο πατέρας του- πάντοτε. Συνήθως φορούσε ασορτί μπλούζα με σορτσάκι, τα AIR παπούτσια του Πίπεν και η μπάλα του ήταν του κουτιού.
Ο πατέρας του καθόταν καθ’ όλη τη διάρκεια των μονών εκεί και- εφόσον ήταν Έλληνας, άρα γεννημένος προπονητής- δε δίσταζε να παρεμβαίνει και να λέει διάφορες ακαταλαβίστικες αρλούμπες που είχε ακούσει σε περιγραφές στην τηλεόραση, αλλά δεν έβγαζαν κανένα απολύτως νόημα (“Όταν παίζετε pick’n’roll στην weak side και θέλετε ν’ αποφύγετε το cut screen για το hedge out, τη στιγμή που στην power side ο defender είναι έτοιμος για change και motion, τότε προσπαθήστε να δείτε την alley-oop στην back door για το happy end. ΟΚ;”).
Το δύσμοιρο παιδί του μπαμπά διέθετε όσο ταλέντο είχε ο Βασίλης Λυπηρίδης, όμως τον «ανεχόσασταν» γιατί στο τέλος ο πατέρας του σας έπαιρνε πατούσες, max algida, Τρινιτά, ροζ πάνθηρα, Rocket κι άλλα αγαπημένα παγωτά.
Εν ολίγοις, σας άφηνε παγωτό.
Κάποια στιγμή, μετά από 10-11 ώρες συνεχούς παιχνιδιού, συνειδητοποιούσατε πως η ώρα είχε περάσει κατά πολύ τις 6. Έτσι, επειδή δε θέλατε ο κώλος του Γιώργου να φέξει από τις σφαλιάρες που θα του έδινε η μάνα του, πηγαίνατε κακήν κακώς στα σπίτια σας.
Λίγο πριν αποχωριστείτε λέγατε «αύριο στις 10» και αυτό ήταν- ούτε inbox στο Facebook, ούτε DM στο twitter ή το Instagram, ούτε Facetime ή Skype προκειμένου μετά από 60 ώρες συνομιλίας να δώσετε ραντεβού.
Και, ως δια μαγείας, αύριο στις 10 ήταν όλοι εκεί: στις μπασκέτες.
Μπορεί να πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια από τότε, αλλά το θυμάστε ξεκάθαρα. Σαν…
Σαν να ήταν χθες.
Ε, τι λέτε;
Αύριο στις 10 είναι καλά;