Υπάρχει κάτι χειρότερο απ’ το να λέγεσαι Μπαρτσελόνα και να αποτυγχάνεις και στους τρεις μεγάλους μεταγραφικούς στόχους που κυνηγούσες έως την τελευταία στιγμή.
Είναι το να λέγεσαι Μπαρτσελόνα και να κυκλοφορείς απεγνωσμένη στην αγορά, δίνοντας απίθανα ποσά – αιχμάλωτη σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Για τον Φελίπε Κουτίνιο και τον Πάμπλο Ντιμπάλα οι προσφορές έφτασαν στο αδιανόητο προ Νεϊμάρ νούμερο των 160 εκατ. ευρώ (με τον Ντι Μαρία είχαν τη σύνεση να μείνουν σε αξιοπρεπή νούμερα).
Είναι πασιφανές ότι το επικοινωνιακό κριτήριο υπερίσχυσε του αγωνιστικού, σε μια αλόγιστη αναζήτηση, απόηχο της λογικής «ό,τι μας κάτσει». Για την Μπάρτσα πρωτεύον ήταν να ξοδέψει. Δευτερεύον το ποιον από τους τρεις είχε ανάγκη να πάρει. Με το αν αξίζει δε να δώσει τόσα χρήματα για τον Αργεντινό ή τον Βραζιλιάνο ουδόλως ασχολήθηκε.
Ούτε η Παρί Σεν Ζερμέν δεν θα ξόδευε 160 εκατ. για τον Κουτίνιο! (για την παροιμιώδους πείσματος άρνηση της Λιβερπουλ πρέπει να γίνει ξεχωριστό θέμα). Και ναι, μπορεί οι Παριζιάνοι να χάλασαν φέτος την πιάτσα με τα 222 εκατ. ευρώ του Νεϊμάρ, αλλά ειδικά για την Μπαρτσελόνα θα έπρεπε να παραμένει αδιανόητη η δαπάνη τόσων χρημάτων για ένα και μόνο παίκτη.
Ο σύλλογος που ανέδειξε όσο κανένας άλλος το έργο στα τμήματα του φυτωρίου και ταυτίστηκε με τα ιδεώδη μιας διαφορετικής (από την «εμπορευματοποιημένη») ποδοσφαιρικής κουλτούρας θα έπρεπε να αποφεύγει δια απαγορεύσεως απ’ το καταστατικό τέτοιες μουτζούρες στο ιστορικό της.
Η Μπάρτσα έπαιξε στους τελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ το 2009 και το 2011 με εφτά παίκτες από τη Μασία στη βασική ενδεκάδα. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα θα μπορούσε να παρατάξει αμιγώς καθαρόαιμη σύνθεση, αφού άλλοι τέσσερις «ντοπιοαναθρεμμένοι» ήταν στον πάγκο. Σήμερα μοιάζει περισσότερο… Ρεάλ, παρά Μπάρτσα. Και εκείνη που θυμίζει περισσότερο Μπάρτσα είναι η Ρεάλ!
Ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας, οι θιασώτες του «mes que un club». Το κατ’ εξοχήν club που δημιουργούσε υπεραξία ως το πιο ξακουστό football factory επί Γης τώρα προσπαθεί να την αγοράσει. Και είναι η μεγάλη αντίπαλος του αυτή που έχει «δανειστεί» τις αρχές του, επενδύοντας σε πιτσιρικάδες με γνώμονα το αύριο.
Η Ρεάλ έχει μείνει επιδεικτικά αδιάφορη στο φετινό «τρελό» χορό των εκατομμυρίων, αναδεικνύοντας τους δικούς της σταρ (Μάρκο Ασένσιο, Λούκας Βάσκεθ) και δαπανώντας μόνο 46,5 εκατ. ευρώ για τον 19χρονο Τέο Ερνάντεθ και τον 20χρονο Ντάνι Θεμπάγιος.
Την ίδια ώρα οι «μπλαουγκράνα» έχουν γυρίσει πλάτη στο ίδιο το DNA τους.
Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι ότι το φυτώριο δεν παράγει πια Μέσι, Τσάβι ή Ινιέστα, αλλά προφανώς αυτό δεν είναι άσχετο με το (στρεβλό) προσανατολισμό που έχει χαράξει τα τελευταία χρόνια.
Που ξανακούστηκε να παίρνει αναπληρωματικό γκολκίπερ με 13 εκατ. ευρώ (Σίλεσεν), να «διώχνει» τον Πέδρο για να αγοράσει αργότερα με 34 εκατ. ευρώ τον Αρντά Τουράν και να πληρώνει 15 εκατ. περισσότερα για τον Αντρέ Γκόμες απ’ όσα εισέπραξε για την πώληση του «δικού» της (και εκτυφλωτικά πιο ποιοτικού) Τιάγκο Αλκάνταρα. Ας μην σχολιάσουμε καν τα 20 εκατ. ευρώ του 31χρονου τότε και ανεπαρκέστατου Ζερεμί Ματιέ και τον επαναπατρισμό του Ντεουλοφέου με το διπλό ποσό (12 εκατ.) απ’ όσο τον είχε παραχωρήσει στην Εβερτον.
Η σύγκριση με το τότε είναι αποκαρδιωτική. Το 2008 είχε τη διορατικότητα να πάρει πίσω με μόλις 5 εκατ. ευρώ τον Ζεράρ Πικέ. Φέτος, έδωσε συνέχεια στον παραλογισμό, δαπανώντας 40 εκατ. ευρώ για 29χρονο παίκτη, με προέλευση το πρωτάθλημα της Κίνας.
Προσωπικά, ως «οπαδός» της Μπάρτσα, χάρηκα που οι μεταγραφές της σταμάτησαν (έστω και από σπόντα) σε αυτή του Ντεμπελέ. Διότι αυτό σημαίνει ότι αυξάνονται οι πιθανότητες να επιστρέψει στις ρίζες της, τόσο σε στρατηγικό, όσο και σε αγωνιστικό επίπεδο. Να ξεφύγει από τον κοντόθωρο στόχο της προσέλκυσης πανάκριβων σταρ, προτάσσοντας το ομαδικό πνεύμα και τη φιλοσοφία που την ανέδειξε τα προηγούμενα χρόνια σε Νο 1 ελκυστικό σύλλογο παγκοσμίως.
Ο Ερνέστο Βαλβέρδε έχει μόνο μία επιλογή: να ενεργοποιήσει δυνάμεις μέσα από τον οργανισμό του club, βαδίζοντας, στο μέτρο του δυνατού, στα χνάρια του Πεπ Γκουαρδιόλα. Δημιουργώντας ξανά μια ομάδα που θα πρεσάρει ανελέητα (και πάνω απ’ συντονισμένα) τον αντίπαλο – αυτό περισσότερο και απ’ το περίφημο τίκι-τάκα ήταν το υπ’ αριθμόν 1 όπλο της μεγάλης Μπάρτσα του Πεπ.
Τα πνευμόνια δεν του λείπουν, ο ταχύτατος Ντεμπελέ ταιριάζει γάντι σε μια τέτοια στόχευση, ενώ οι γηγενείς Σέρτζι Ρομπέρτο, Ντένις Σουάρεθ και Ντεουλοφέου μπορούν να την υποστηρίξουν και αξίζει να δοκιμαστούν, παίρνοντας χρόνο συμμετοχής.
Όσο αποτελεσματικό και να ήταν το MSN (που την τελευταία διετία εκ των πραγμάτων δεν ήταν), άλλο τόσο αταίριαστο έμοιαζε να «ορίζεται» επί σειρά ετών κοτζάμ Μπάρτσα από τα αρχικά των ονομάτων τριών παικτών της. Η φυγή του Νεϊμάρ μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά αν επανεκτιμηθεί ξανά ως υπέρτατη αξία η ομαδικότητα, σε βάρος της ατομικότητας.
Είναι αμφίβολο αν ο Ερνέστο Βαλβέρδε – ιδίως με αυτή τη διοίκηση πάνω απ’ το κεφάλι του – μπορεί να το κάνει. Βλέποντας όμως ότι το έχει πετύχει ο οχτρός, με προπονητή μάλιστα το αξιότερο τέκνο του αποτυχημένου πειράματος των «Galacticos», οφείλει από σήμερα κιόλας να ιχνηλατήσει πάνω σε αυτό το μονοπάτι.