Τα πολύ καλά λόγια που ειπώθηκαν και γράφηκαν για την περίπτωση του Θανάση Αντετοκούνμπο είχαν το αποτέλεσμα που συνήθως έχουν τέτοια πράγματα στην Ελλάδα. Μια αναιμική παρουσία δηλαδή (μετά από δύο εξαιρετικά ματς), γεγονός που βεβαίως σε ένα πράγμα μπορεί να αποδοθεί: Στη γλωσσοφαγιά, βέβαια. ΟΚ, ας μην επιτρέψουμε σε δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις να δηλητηριάσουν ακόμη μερικά μυαλά κι ας αφήσουμε το υπερφυσικό στην άκρη όταν κουβεντιάζουμε για μπάσκετ. Έχοντας φυσικά κατά νου πως ορισμένες καταστάσεις είναι δύσκολο να εξηγηθούν με άλλο τρόπο. Όπως, για παράδειγμα, εκείνη η μυθικών διαστάσεων σιγουριά που συνόδευε σχεδόν κάθε μεγάλο σουτ που πήρε στην καριέρα του ο Αντώνης Φώτσης. Μια βεβαιότητα που υποδήλωνε τυφλή εμπιστοσύνη στις ικανότητές του και δεν κλονιζόταν ούτε στις περιπτώσεις που ο «Μπάτμαν» έβρισκε σίδερο αντί για διχτάκι.
Γιατί και τέτοιες βραδιές είχε κατά τη διάρκεια της καριέρας του και ο Φώτσης. Όπως όλοι οι αθλητές, άλλωστε. Στο τέλος της… ημέρας, σε περιπτώσεις σαν τη δική του, το… ταμείο δεν προκύπτει από έναν μπακαλίστικο υπολογισμό των σουτ που μπήκαν ή εκείνων που χάθηκαν. Όχι. Ίσως και εξαιτίας αυτών, αλλά όχι αποκλειστικά, ο Φώτσης έμεινε στις μνήμες όχι για όσα αποτυπώνει η στατιστική, αλλά κυρίως για εκείνα που έκρυβε μέσα στο μυαλό και στην ψυχή του και παράλληλα την ικανότητά του να τα βγάζει στο παρκέ, συνήθως, την κρίσιμη στιγμή.
Άσε τα νούμερα στην άκρη
Η αδυναμία των αριθμών να εξηγήσουν την καθοριστική σημασία ενός παίκτη σε μια βραδιά δεν είναι φαινόμενο πρωτόγνωρο. Ούτε εξαντλείται στο πρόσωπο του πρώην διεθνούς φόργουορντ. Θα μπορούσε να πει κανείς πως εδώ μπορεί κάποιος να διαπιστώσει μια μικρή έστω ομοιότητα με αυτό που συμβαίνει με τον Θανάση Αντετοκούνμπο. Κόντρα στη Γαλλία 12 πόντοι, 6 ριμπάουντ, 2 μπλοκ και ισάριθμα κλεψίματα αποδείχτηκαν αρκετά για να του δώσουν τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη μιας ήττας. Είναι σίγουρο πάντως πως το ίδιο με μαθηματική ακρίβεια θα συμβεί και σε βραδιές θριάμβου. Είτε με τη φανέλα της Εθνικής είτε με εκείνη του Παναθηναϊκού ή όποιου άλλου συλλόγου υπηρετήσει στο μέλλον.
Φώτσης δεν είναι ούτε πρόκειται να γίνει
Τουλάχιστον όχι, εάν αυτή η σύγκριση περιοριστεί στα καθαρά αγωνιστικά χαρακτηριστικά των δύο παικτών. Το «κοστούμι» του Μπάτμαν ο Θανάσης δεν θα μπορέσει να το φορέσει αφού δεν διαθέτει εκείνο το ένστικτο του Killer που καθιέρωσαν τον πρώην παίκτη του τριφυλλιού ως έναν «από μηχανής θεό σε αναμονή», που μπορούσε να μπει από το πουθενά στο παρκέ, χωρίς να έχει παίξει δευτερόλεπτο και δίχως καμία συναίσθηση ή βάρος που δημιουργεί η πίεση, να σηκώνεται από το… σπίτι του και να… κολλάει το τρίποντο που θα ξεκολλήσει την ομάδα και τους φίλους της από τα καθίσματα για να πανηγυρίσουν.
Σαν να μην υπήρξε «χθες»
Ο… αδελφός του Γιάννη δεν θα αποκτήσει ποτέ το μακρινό σουτ του προκατόχου του στους πράσινους και μάλλον δεν θα επιδείξει αυτό το «πέρα βρέχει» προφίλ που για χρόνια συνόδευε τον Αντώνη. Ωστόσο, διαθέτει ένα χάρισμα που φέρνει λίγο στην ιδιοσυγκρασία του πρώην υπαρχηγού. Παίζει και αυτός σαν να μην έχει υπάρξει «χθες». Σαν να μην έχει την παραμικρή επίπτωση πάνω του ό,τι κι αν έχει συμβεί μέχρι τη στιγμή που ο προπονητής της ομάδας του ζητήσει να μπει και να παίξει το δικό του ρόλο. Το δικό του όπλο δεν είναι η σε βαθμό… αφασίας ψυχραιμία του Φώτση. Είναι, όμως, η αστείρευτη όρεξή του το στοιχείο που μπορεί να κάνει τη διαφορά. Υπό αυτή την έννοια, ο Θανάσης (που δεν είναι ο clutch player που υπήρξε ο Φώτσης) μπορεί να αποδειχτεί εξίσου καθοριστικός. Μοιάζει να κουβαλά μια γοητευτική χαρά για το ίδιο το παιχνίδι. Μπορεί ν’ αγγίξει ακόμη και τα όρια της αφέλειας, όταν σε ματς όπως εκείνο με την Γαλλία που φαντάζει τελειωμένο, μπουκάρει ένας τέτοιος «παλαβός» κι αρχίζει τα δικά του.
Ένα παιδί που έπεσε στη μαρμίτα της καλής διάθεσης, της αυτοθυσίας και της ανάγκης να βάζει τον εαυτό του κάτω από την ομάδα, ενώ παράλληλα αντιλαμβάνεται την επιτυχία ως έργο συλλογικό. Κάθε φορά που μπαίνει να παίξει, το κάνει σαν να είναι έτοιμος να αλλάξει το ρυθμό και τη φυσιογνωμία του αγώνα. Κι αυτό είναι κάτι που δεν έρχεται μόνο από τα μεγάλα (εκτός λογικής πολλές φορές) σουτ. Το ίδιο αποτέλεσμα, ανάλογη ευφορία, πάθος και αισιοδοξία φέρνει κι ένα κόψιμο από το πουθενά που αποσοβεί ένα σίγουρο καλάθι. Ή ένα ριμπάουντ που ακολουθείται από coast to coast. Ή ακόμη και ένα τέλεια εκτελεσμένο pick ‘n roll το οποίο θα καταλήξει σε κάρφωμα.
Αυτό το «κάτι» που έχει
Ο Θανάσης (καθαρά μπασκετικά μιλώντας) έχει ταλέντο που υπολείπεται άλλων παικτών της δικής του… σειράς, γεγονός που καταγράφεται στα αρνητικά του. Σημαντικές αδυναμίες, με κάποιες από αυτές να μπορούν να διορθωθούν (όπως για παράδειγμα ένα πιο αξιόπιστο σουτ από μέση απόσταση) κι άλλες που πιθανότατα θα τον ακολουθούν μέχρι το τέλος της καριέρας του. Κάποια πράγματα, συνήθως εκείνα που κουβαλάμε από μικροί, δεν αλλάζουν εύκολα. Ευτυχώς, όμως, αυτή η συνθήκη δεν κάνει διακρίσεις σε θετικά και αρνητικά και έχει την τάση να λειτουργεί ανάλογα και με τα πηγαία χαρακτηριστικά που δημιουργούν ξεχωριστούς χαρακτήρες. Σαν εκείνον που έχτισε ο Αντετοκούνμπο, ο αδελφός του Γιάννη, και αποτυπώνεται μονίμως στο χαμόγελό του. Το χαμόγελο που μαρτυρά τη διάθεση και την προαίρεση με την οποία αντιμετωπίζει το μπάσκετ κι ακόμη αυτή την ίδια τη ζωή. Μια στάση που ήδη τον έχει φτάσει μακριά και ίσως μια μέρα τον φέρει σε θέση που να μιλάμε για τον διάδοχο του Φώτση. Για έναν τύπο, δηλαδή, που δεν άφηνε ποτέ τίποτα άσχημο ή δυσάρεστο να του χαλάσει τη… φάση για όσο διάστημα τον έριχνε ο κόουτς στο παρκέ.