Κι όμως: Ο Μίσσας δε φέρει καμία ευθύνη για την «αποτυχία» της Εθνικής

Μήπως, τελικά, έχουμε αδικήσει κατάφωρα τον ομοσπονδιακό μας τεχνικό;

Είναι, θαρρείς, προσυμφωνημένο: με το που τον δείξει η κάμερα να στέκεται όρθιος μπροστά από τον πάγκο της Εθνικής, μ’ ένα στόμα- μια εξαγριωμένη φωνή αρχίζουν τα «Ξύπνα ρε ταβερνιάρη!», «Παραιτήσου χθες- και προχθές, αν γίνεται!», «Κοίτα τον μυρωδιά!», «Κοίτα τον δυσωδία» και ούτω καθεξής.

Ο Κώστας Μίσσας συγκεντρώνει το αβυσσαλέο μένος της πλειονότητας των Ελλήνων φιλάθλων, οι οποίοι τον κατηγορούν για την (δεν την λες κι ακριβώς «θελκτική») εικόνα της ομάδας μας στα τρία πρώτα παιχνίδια του φετινού Ευρωμπάσκετ.

Φταίει, όμως, αυτός;

«Τυπικά» ναι, στην ουσία του πράγματος, όμως, όχι: ο Μίσσας πληρώνει την ασυγχώρητη ολιγωρία της ΕΟΚ στην επιλογή του προπονητή, η οποία κορυφώθηκε με την δήλωση για παρατεταμένα κλάματα του Βασιλακόπουλου «Η Εθνική έχει παίκτες, τι να τον κάνει τον προπονητή;», ως απάντηση όταν κάποιοι του σφύριξαν πως υπάρχει ένα καταραμένο “Νone”- αντί για… “Someone”- δίπλα στο όνομα του προπονητή μας λίγο καιρό πριν την έναρξη της προετοιμασίας.

Είναι κοινό μυστικό πως εδώ και καιρό υπήρχε στο μυαλό των περισσότερων η επιστροφή του πιο ταιριαστού ανθρώπου για τη θέση- του Παναγιώτη Γιαννάκη. Μάλιστα, υπήρξαν και κάποιες δειλές «σπόντες» περί επιστροφής του «Δράκου» στο μπασκετικό του σπίτι, όμως ο Βασιλακόπουλος θεώρησε πως προσπαθούν να του τον επιβάλλουν και δε δέχθηκε κουβέντα επί του ζητήματος. Ειρήσθω εν παρόδω, ο πρόεδρος εσχάτως δεν… πολυσυμπαθεί τον Γιαννάκη, για λόγους που η ανάλυσή τους δεν είναι της παρούσης.

Κάπως έτσι, μετά και την αποτυχία της ανάληψης της εθνικής από τον Ιτούδη (λόγω «απαγορευτικού» από την ΤΣΣΚΑ), αλλά και την περίεργου ναυαγίου με τον Δημήτρη Πρίφτη, η ΕΟΚ ξέμεινε από διαθέσιμους προπονητές, μιας και ο Γιώργος Μπαρτζώκας δεν ενθουσιάστηκε ακριβώς σε βαθμό παράκρουσης με την προοπτική της «Επίσημης Αγαπημένης».

Γι’ αυτό, στράφηκε στον πιστό στρατιώτη της ομοσπονδίας, τον Κώστα Μίσσα, και πηδώντας άπειρες θέσεις στην ιεραρχία τον προβίβασε σε στρατηγό.

Κι εδώ έγκειται το μεγάλο πρόβλημα: ο Μίσσας δεν είναι στρατηγός. Μπορεί να έκανε σπουδαία δουλειά με την Εθνική κάτω των 20 ετών ή σ’ αυτή των γυναικών, όμως σε επίπεδο ανδρών η τελευταία του παρουσία χάνεται στο βάθος του προπονητικού χρόνου. Ήταν το μακρινό 2006 όταν και βρισκόταν στον πάγκο της Χαλκίδας- ομάδας της Α2.

Δυστυχώς, το κοουτσάρισμα (κυρίως στους άνδρες) δεν είναι σαν το ποδήλατο, που άπαξ και το μάθεις μετά μπορείς να γίνεις ο Λανς Άρμστρονγκ- έστω και χωρίς τις ντόπες- ακόμα και στα βαθιά γεράματα. Η προπονητική, ειδικά σ’ αυτά τα τουρνουά των 2 εβδομάδων, απαιτεί «ρυθμό» κι αυτό είναι κάτι που εμφανέστατα λείπει από τον ομοσπονδιακό μας coach.

Δεν είναι λίγες οι φορές σ’ αυτά τα τρία παιχνίδια που έχει «ξεχάσει» στο παρκέ για 15 σερί λεπτά τον Σλούκα, τον Καλάθη, τον Πρίντεζη, τον Θανάση κ.α., με αποτέλεσμα να «σκάσουν» και να μην μπορούν ν’ αποδώσουν ούτε στην επίθεση ούτε στην άμυνα.

Επίσης, αρνείται πεισματικά σ’ ορισμένες περιπτώσεις να βάλει φρένο στα μεγάλα σερί των Γάλλων ή των Σλοβένων, μιας και το τάιμ- άουτ μοιάζει με απαγορευμένο καρπό. Ο τρόπος που «γύρισε» το ματς με η παρέα του Ντόνσιτς και του Ντράγκιτς το υπέρ μας σκορ προχθές είναι κάτι παραπάνω από χαρακτηριστικός.

Ακόμη, μπορεί να τα πήγε περίφημα με τους έφηβους στο παρελθόν, όμως οι άντρες είναι τελείως διαφορετική υπόθεση. Η εικόνα πορτοκαλί παιδικής χαράς με αρκετά κρούσματα απειθαρχίας βγάζει όλα τα μάτια που βρίσκει στο διάβα της και δε θυμίζει σε τίποτα το παρελθόν. Επί παραδείγματι: υπήρχε ποτέ περίπτωση ο Γιαννάκης ν’ ανεχθεί το ποστάρισμα του Αγραβάνη που γκρίνιαζε για τον χρόνο συμμετοχής του; Ποτέ. Κι όχι μόνο ποτέ, αλλά «των ποτών».

Όμως, για μισό λεπτό: τα κάνει, πια, όλα τόσο στραβά όπως κατηγορείται από το ευρύ κοινό ο Μίσσας; Είναι πράγματι τόσο… μυρωδιάς;

Όχι, όχι και- μισό λεπτό- όχι: παρά την αποχή του από τους πάγκους και το γεγονός πως υπήρξε ξεκάθαρα λύση ανάγκης, ο προπονητής μας δεν κάνει τα πάντα λάθος.

Μπορεί να μην είναι coach πρωτοβουλίας (περισσότερο «ακολουθεί» τον αντίπαλο, παρά ανακατεύει ο ίδιος την τράπουλα), όμως έχει κάποιες αξιόλογες ιδέες. Μπορεί, λόγω κορμιών στο “5”, ν’ αντιμετωπίζουμε πασιφανές πρόβλημα στο pick & roll, όμως παρά την ψυχρολουσία της απουσίας του Γιάννη, η άμυνά μας- όπως φάνηκε με τους Σλοβένους- έχει κάνει βήματα μπροστά.

Στην επίθεση, μάλιστα, σκάρωσε ένα σπουδαίο κόλπο στον- πολύ πιο έμπειρο από τέτοιες διοργανώσεις- Βενσάν Κολέ τη δεύτερη αγωνιστική: small ball με Θανάση- Πρίντεζη στους ψηλούς και το -22 έφτασε μια ανάσα από το -3. Αν δεν ήταν, μάλιστα, ο υπέροχος Ντιό ν’ αναλάβει ρόλο μαέστρου στη γαλλική ρακέτα, τότε ίσως και να είχαμε ολοκληρώσει το θαύμα.

Το πρόσημο μπορεί να είναι, μέχρι στιγμής, αρνητικό, όμως ο Μίσσας δεν έχει «φάει» και τόσο outcoaching (δεν έχει ηττηθεί κατά κράτος, δηλαδή) από τους αντίπαλους προπονητές, όσο υποδηλώνει η επίθεση που δέχεται.

Θα μπορούσαμε να έχουμε πάει καλύτερα; Ναι. Έχει κανένα νόημα να γκρινιάζουμε και να σιχτιρίζουμε τον μοναδικό άνθρωπο που βγήκε μπροστά όταν η Εθνική ξέμεινε από κεφαλή; Όχι, διάολε, όχι. Γι’ αυτό…

Γι’ αυτό αρχής γενομένης από το ματς με την Φινλανδία σήμερα, βλέπουμε εκ νέου το ποτήρι μισογεμάτο. Οι πιθανότητες για κάτι καλό στο τουρνουά δεν είναι με το μέρος μας, όμως αν αφήσουμε στην άκρη τις οπαδικές μας παρωπίδες, θα δούμε ότι τα παιδιά και ο προπονητής προσπαθούν για το καλύτερο.

Ας ματαιώσουμε, λοιπόν, τον λιθοβολισμό του Μίσσα κι ας συνεχίσουμε ν’ αγαπάμε την Εθνική μας. Άλλωστε, είναι η πρώτη μας καψούρα. Και τέτοιου είδους αγάπες μπορεί να περνάνε από την κόλαση, όμως στο τέλος του δρόμου στέκει ο παράδεισος.

Πάμε, Ελλάδαρα.

Και όπου μας βγει…