Έχω ορκιστεί πολλές φορές στον εαυτό μου ότι δεν θα μιλάω ποτέ σαν γέρος.
Ακόμα και όταν πραγματικά μεγαλώσω (σε πολλά χρόνια από τώρα) θα αποφεύγω να μοιάζω στον κουραστικό μπάρμπα που λέει «εγώ θα κάτσω με τη νεολαία» και κάνει τα καμπανέλια πλανήτες στις οικογενειακές συγκεντρώσεις.
Ξέρεις κάτι όμως; Ντρέπομαι που θα το πω, σιχαίνομαι που θα δικαιώσω μια ακόμη φορά τον πατέρα μου («καλά, άμα μεγαλώσεις κι εσύ θα καταλάβεις»), αλλά συμβαίνει.
Όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο αυξάνεται η επιθυμία να μιλήσεις για το παρελθόν. Όσο ωριμάζεις (λέμε τώρα), τόσο εξιδανικεύεις τις αναμνήσεις σου.
Και όσο απομακρύνεται η παιδική σου ηλικία, τόσο αναπολείς τις εποχές που ήσουν ξέγνοιαστος και το μόνο που σε απασχολούσε ήταν πότε θα παίξεις μπάλα.
Μια από τις πιο αξέχαστες εμπειρίες, λοιπόν, στη ζωή κάθε άντρα 30+ είναι η μετάβαση από την αλάνα σε κανονικό γηπεδάκι.
Και ένα από τα πιο αγνά συναισθήματα των παιδικών του χρόνων είναι το δέος της πρώτης φοράς που έπαιξε σε «5Χ5»!
Ξέρω, ξέρω, στα μάτια των νεότερων που διαβάζουν μπορεί να φαίνεται περίεργο.
Διαπιστώνοντας ότι μιλάμε για χρόνια (στα μέσα της δεκαετίας του ’90) όπου τα γηπεδάκια «5Χ5» δεν ήταν αυτονόητα και παντού, αλλά η ανερχόμενη… μόδα της εποχής, μπορεί να έχουν σκεφτεί ήδη «τι μας λέει ο μπάρμπας…»
Παρόλα αυτά, εγώ θα… κάτσω με τη νεολαία και θα σας περιγράψω!
Αν η ευτυχία λοιπόν μπορούσε να στριμωχτεί σε ένα μόνο βλέμμα, θα ήταν στο πρόσωπο του τότε πιτσιρικά που βρέθηκε σε κάποιο καινούργιο γηπεδάκι.
Με τα γδαρσίματα στα γόνατα να μαρτυρούν τις κακουχίες από την αλάνα και το στόμα ανοιχτό από την… πολυτέλεια που αντίκριζε μπροστά του, προσπαθούσε να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρεύεται.
Ξέρεις τι είναι να ‘ρχεται συρτά η μπάλα προς το μέρος σου και να ΜΗΝ χρειάζεται να υπολογίσεις -πριν κοντρολάρεις- τα δεκάδες γκελ σε πετραδάκια και λακούβες;
Ξέρεις τι είναι από ‘κει που χρησιμοποιούσες σχολικές τσάντες ώστε να σχηματίζονται νοητά δοκάρια, να σουτάρεις σε κανονική εστία;
Δίχτυα; Να βάζεις γκολ και να βλέπεις την μπάλα να σπαρταράει στο πλεχτό και όχι να εξαφανίζεται ή να χτυπάει σε κάποιο πεζούλι; Πραγματική ονείρωξη!
Ακόμα και η αίσθηση ότι σε ένα άστοχο σουτ δεν θα χρειαζόταν να «κάνεις τον καουμπόι» (έκφραση της εποχής για το μάζεμα της μπάλας) ήταν αδιανόητα απελευθερωτική.
Τώρα μπορεί να φαίνεται αστείο, αλλά μέχρι και τα διαχωριστικά (οι περίφημες «σαλιάρες») που σου επέτρεπαν να ξεχωρίζεις τον συμπαίκτη σου χωρίς face control ή… διαίσθηση την ώρα του αγώνα ήταν μεγάλη υπόθεση.
Συγκρίνοντας λοιπόν όλα αυτά, αναπόφευκτα ένιωθες ότι έπαιζες στο «Γουέμπλεϊ». Στο «Μπερναμπέου». Στο ΟΑΚΑ, στο «Καραϊσκάκη», στη Φιλαδέλφεια. Όπου είχες σκεφτεί τον εαυτό σου ως ποδοσφαιριστή.
Γιατί πραγματικά: Εκείνη τη μέρα πλησίαζες όσο ποτέ άλλοτε στο όνειρο του να νιώσεις (έστω και λίγο) σαν επαγγελματίας μπαλαδόρος.
Κι ας κοντρόλαρες στο χαλί -όπως συνέβαινε στους περισσότερους- με το ίδιο… χάλι που το έκανες στο γαρμπίλι.
Κι ας σταματούσε -αν ήσουν τερματοφύλακας- η δικαιολογία «δεν το ‘φτανα», που ελλείψει οριζόντιου δοκαριού ήταν αρκετή σε πολλές περιπτώσεις ως τότε για να γλιτώσεις το γκολ.
Κι ας έχανες το μέγα πλεονέκτημα της αλάνας «στα τρία κόρνερ πέναλτι».
Έχοντας παίξει μπάλα μέχρι εκείνη τη μέρα ακόμα και με πατημένο κουτάκι αναψυκτικού, τίποτα δεν μπορούσε να σου χαλάσει τη φαντασίωση.
Τίποτα δεν μπορούσε να σου μετριάσει την καύλα. Κι η μόνη έγνοια σου ήταν να το φχαριστηθείς όσο το δυνατόν περισσότερο.