Η Μακάμπι των αρχών της δεκαετίας του 2000 υπήρξε μια πολύ μεγάλη ομάδα: όταν κατακτάς τρεις Ευρωλίγκες σε πέντε χρόνια δεν μπορεί να ισχύει κάτι άλλο. Ομοίως και ο Παναθηναϊκός του Διαμαντίδη και του Ομπράντοβιτς: τρία ευρωπαϊκά σε μία πενταετία (2006-2011) και ένας χαρακτήρας νικητή σπάνια συναντάς στον αθλητισμό.
Δεν θα μπορούσε φυσικά παρά να γίνει ειδική μνεία και στον Ολυμπιακό του Σπανούλη, την ομάδα που κάθε χρόνο είναι αουτσάιντερ και κάθε χρόνο βρίσκεται στα ψηλότερα πατώματα του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ενώ μόνο το επίθετο «σπουδαία» μπορεί να περιγράψει την ΤΣΣΚΑ Μόσχας του Παπαλουκά και του Μεσίνα, που έπαιξε τρεις σερί τελικούς (2006-2008) και ηττήθηκε μόνο το 2007 από τον Παναθηναϊκό στην Αθήνα.
Στην χρυσή βίβλο του ευρωπαϊκού μπάσκετ, όλες αυτές οι ομάδες θα καταλαμβάνουν μπόλικο χώρο. Όμως τα σημεία του βιβλίου που στα περιεχόμενα θα περιγράφονται ως «οι καλύτεροι των καλύτερων», είναι πιασμένα από μια άλλη ομάδα. Την μεγαλύτερη ομάδα που γέννησε ποτέ το ευρωπαϊκό μπάσκετ, εκείνη που ενσωμάτωσε στο εσωτερικό της όλο το ταλέντο της γιουγκοσλαβικής φουρνιάς της δεκαετίας του ‘80.
Την ομάδα που με το εξωπραγματικό της μπάσκετ άλλαξε το άθλημα το ίδιο, την πιο χαρακτηριστική εκπρόσωπο της γιουγκοσλαβικής σχολής.
Όσον αφορά το όνομά της δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα σταθερή βέβαια. Όταν ιδρύθηκε λεγόταν ΚΚ Χάιντουκ, στη συνέχεια το άλλαξε σε ΚΚ Σπλιτ για να καταλήξει τελικά να λέγεται Γιουγκοπλάστικα. Με αυτό το όνομα έγραψε ιστορία και λίγο πριν την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας έγινε η Ποπ ’84.
Η Ποπ ’84 ήταν μεγάλη μάρκα ρούχων της δεκαετίας του ’80 και όταν έκανε τη συμφωνία με τη Γιουγκοπλάστικα να αλλάξει η τελευταία το όνομά της για διαφημιστικούς λόγους, η θρυλική ομάδα του Σπλιτ είχε πάρει ήδη δυο συνεχόμενα ευρωπαϊκά. Πήρε άλλο ένα ως Ποπ ’84 και πλέον, αν ψάξει κανείς στο google αυτή την ονομασία, περισσότερα αποτελέσματα θα παραπέμπουν στην μπασκετική ομάδα παρά στην πάλαι ποτέ διάσημη μάρκα ρούχων.
Για την ιστορία, εκείνη η τεράστια ομάδα σήμερα λέγεται Κροάσια Σπλιτ και καμία άλλη δεν πέτυχε αυτό που είχε κάνει εκείνη την δεκαετία του ’80. Αν εξαιρεθεί φυσικά η ΑΣΚ Ρίγα, η λετονική ομάδα που είχε πάρει τρία συνεχόμενα ευρωπαϊκά από το 1958-1960, σε… προϊστορικές εποχές δηλαδή για το άθλημα. Στη σύγχρονη ιστορία του μπάσκετ μόνο η Γιουγκοπλάστικα (και μετέπειτα Ποπ ’84) κατάφερε κάτι αντίστοιχο.
Τρεις συνεχόμενες ευρωπαϊκές κορυφές, από το 1989 μέχρι και το 1991, για μια ομάδα το ρόστερ της οποίας αποτελούταν από ονόματα-τοτέμ για το μπάσκετ: Ντίνο Ράτζα, Τόνι Κούκοτς, Γιαν Τάμπακ, Βέλιμιρ Περάσοβιτς, μια μυθική ομάδα που είχε για βασική της συνήθεια να κάνει την Ευρώπη να μένει με ανοιχτό στόμα.
Ήταν τη σεζόν 1987-1988, όταν η Γιουγκοπλάστικα συγκρούστηκε στον τελικό του πρωταθλήματος της Γιουγκοσλαβίας με μια άλλη θρυλική ομάδα, την Παρτιζάν των Βλάντε Ντίβατς, Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς, Ζάρκο Πάσπαλ, Ίβο Νάκιτς, Μίροσλαβ Πετσάρσκι και Γκόραν Γκρμπόβιτς. Η κατάκτηση του πρωταθλήματος απέναντι σε ένα τέτοιο μεγαθήριο ισοδύναμούσε με την πτώση του βασιλιά και την ανάδειξη μιας νέας βασιλείας: όταν μιλάμε για μπάσκετ και ομάδες τέτοιου επιπέδου μόνο τόσο βαρύγδουπες εκφράσεις μπορούν να περιγράψουν την κατάσταση.
Η κατάκτηση του πρωταθλήματος του 1988 ήταν απλά η αρχή για την Γιουγκοπλάστικα. Ένα χρόνο αργότερα, τα τρομερά μωρά του Μάλκοβιτς έδειξαν και σε όλη την Ευρώπη τι αξίζουν. Τι κι αν στο φάιναλ φορ του Μονάχου η Μακάμπι και η Μπαρτσελόνα έμοιαζαν τα δυο μεγάλα φαβορί; Η ομαδάρα από το Σπλιτ διέλυσε για πλάκα την Μπαρτσελόνα στον ημιτελικό και επικράτησε της Μακάμπι (που στον ημιτελικό είχε αποκλείσει τον Άρη) στον τελικό με 75-69.
https://www.youtube.com/watch?time_continue=2&v=p5LD1ASe0ss
Οι Κούκοτς και Ράτζα έκαναν φοβερό φάιναλ φορ. Ειδικά ο τελευταίος έδειξε πόσο μεγάλος παίκτης είναι κοντράροντας και τελικά νικώντας, τα καλύτερα πεντάρια της Ευρώπης εκείνη τη στιγμή: τον θηριώδη Όντι Νόρις της Μπαρτσελόνα στον ημιτελικό και στη συνέχεια τους Μέρσερ, Μαγκί και Μπάρλοου της Μακάμπι που όσο και αν προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον φοβερό και τρομερό Ντίνο, εκείνο το βράδυ έμοιαζε αδύνατο!
Ένα χρόνο αργότερα, το 1990, ήταν η σειρά της Σαραγόσα να θαυμάσει την ομάδα-φαινόμενο του Μάλκοβιτς. Το δεύτερο σερί ευρωπαϊκό θα ήταν το 1/3 του τριπλ κράουν εκείνης της χρονιάς και το φάιναλ φορ στην ισπανική πόλη η μεγαλύτερη παράσταση των «φοβερών μωρών» του Σπλιτ, που πάντως σιγά-σιγά είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν.
Αν την προηγούμενη χρονιά, ο μεγάλος πρωταγωνιστής ήταν ο Ράτζα, τώρα ήταν η σειρά του Κούκοτς. Αφού διέλυσε τη Λιμόζ στον ημιτελικό με τους 16 πόντους του ακολουθώντας επάξια τους 24 πόντους του Περάσοβιτς και του 20 του Ιβάνοβιτς, μετουσιώθηκε στον επιθετικό εφιάλτη της Μπαρτσελόνα, που είχε την ελπίδα να πανηγυρίσει τον τίτλο επί ισπανικού εδάφους. Με 20 πόντους σε 27 λεπτά και μερικά «δολοφονικά» τρίποντα στο τέλος, το τελικό 72-67 είχε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του.
https://www.youtube.com/watch?v=PgEkpgfIPfU
Το κύκνειο άσμα αυτής της σπουδαίας ομάδας ήρθε το 1991 στο Παρίσι. Τρίτο συνεχόμενο ευρωπαϊκό, δεύτερο συνεχόμενο τριπλ κράουν και μάλιστα σε μια σεζόν που άπαντες την θεωρούσαν αποδυναμωμένη. Η Ποπ ’84 (πλέον) δεν απολάμβανε πια τις υπηρεσίες του Ράτζα που είχε πάει στη Ρόμα για τρελά λεφτά, οι Ιβάνοβιτς, Σόμπιν είχαν αποχαιρετίσει επίσης και ο Μάλκοβιτς είχε πάει στη Μπαρτσελόνα για να οδηγήσει εκείνη στην κατάκτηση του ευρωπαϊκού.