Δεν αντέχεται: Ο οπαδός που το παίζει πολιτισμένος όταν χάνει, για να αποφύγει την καζούρα!

Κάτσε, ρε ξεφτιλισμένε, ν’ ακούσεις τα σχολιανά σου σαν άντρας!

Υπάρχουν πολλοί εκνευριστικοί τύποι οπαδού. Διάφορες ενοχλητικές μορφές που αναγκαστικά συναναστρέφεσαι στην εξέδρα ή σε συζητήσεις για την μπάλα.

Και δεν μιλάμε μόνο για τον κλασικό σπασαρχίδη «προπονητή της εξέδρας», ούτε μονάχα για τον μπάρμπα που έρχεται στην άδεια κερκίδα και σε σηκώνει γιατί «εδώ είναι η θέση μου».

Έχουμε αναφερθεί εκτενώς στο παρελθόν στον ξενέρωτο που φεύγει πριν τελειώσει το ματς. Στον τύπο που σε κάθε χώρα υποστηρίζει και μια ομάδα.

Σ’ αυτόν που για την ίδια ακριβώς φάση τοποθετείται με αντίθετα επιχειρήματα ανάλογα με το τι συμφέρει την ομάδα του.

Υπάρχουν όμως και χειρότερα. Γιατί ενδεχομένως όλοι οι παραπάνω μαζί δεν είναι τόσο εξοργιστικοί όσο ο τύπος που όλοι σχεδόν θέλουμε να του κοκκινίσουμε τον σβέρκο:

Αυτόν που (ξέρεις ότι) είναι φανατικός, αλλά όταν η ομάδα του χάνει, το παίζει πολιτισμένος για ν’ αποφύγει την καζούρα!

Πραγματικά, μιλάμε για μουχρίτσα από τις λίγες. Έναν δήθεν πονηρό που υποτιμάει τη νοημοσύνη σου. Μια ποντικομαμή που ΝΟΜΙΖΕΙ ότι δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι τι κάνει!

Όταν λοιπόν η ομάδα του έχει νικήσει είναι λαλίστατος. Έχει πάντα όρεξη για ποδοσφαιροκουβέντα, επιχειρηματολογεί για το παιχνίδι, αναλύει μέχρι και τα αράουτ. Και φυσικά σου κάνει πλάκα αν η ομάδα σου είναι εκείνη που έχει χάσει.

Μια χαρά μέχρι εδώ, δεν έχεις πρόβλημα. Ok, δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα του κόσμου να σου κάνουν καζούρα όταν τον έχετε πιεί, αλλά στην τελική γι’ αυτό ασχολούμαστε με την μπαλίτσα:

Να διαφωνήσουμε με τους φίλους μας, να την πούμε ο ένας στον άλλο για την ομάδα του, να κάνουν χαβαλέ όταν είμαστε από πάνω και να τον δεχόμαστε όταν έρχεται η «στραβή».

Ώπα-ώπα! Όχι όλοι! Διότι σε αυτό το ενδεχόμενο (της ήττας) η νυφίτσα που αναφέρθηκε νωρίτερα γυρίζει το… μπιφτέκι από την άλλη! Την κάνει γυριστή. Και μεταχειρίζεται συγκεκριμένους τρόπους ώστε ν’ αποφύγει την καζούρα.

Ως δια μαγείας λοιπόν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι «υπάρχουν και σημαντικότερα πράγματα στη ζωή». Να σου πετάξει ένα «ποιο παιχνίδι, ρε φίλε, εδώ έχουμε σκοτούρες».

Γενικώς να εκπέμψει στο ίδιο μήκος κύματος με τη μάνα σου που απηυδούσε όταν έβλεπες συνέχεια «ποδόσφαιρα» (όλα ήταν ποδόσφαιρα, ανεξαρτήτως αθλήματος) και αναρωτιόταν «θα σου δώσει η ομάδα να φας»;

Αν πάλι δεν παίξει το χαρτί της αδιαφορίας (ή της δήθεν άγνοιας του τύπου «α, χθες παίζαμε; Δεν το είδα»), θα βάλει την άλλη κασέτα: Της αυτοκριτικής και του αυτομαστιγώματος.

Θα σου πει «έλα, ρε μαλάκα, εγώ στα ‘λεγα, δεν πάμε πουθενά φέτος μ’ αυτή την ομάδα». Άσχετα αν πριν δυο μέρες που συζητούσατε για το ντέρμπι ούρλιαζε στ’ αυτιά σου «θα σας γαμ…ε τα όνειρα»!

Το πιο σιχαμένο όμως είναι ότι θα στο παίξει πολιτισμένος. Μια γλυκύτατη πρέσβειρα του Fair Play και της ευγενούς άμιλλας.

Ξέροντας λοιπόν ότι θα τον περιμένεις στη γωνία για καζούρα, θα σπεύσει -μόλις σε δει- να σου δώσει συγχαρητήρια.

Θα σου σφίξει το χέρι (λες κι έπαιξες εσύ και σκόραρες το γκολ της νίκης). Θα αναγνωρίσει την ανωτερότητα της ομάδας σου.

Όχι όμως επειδή το πιστεύει! Όχι επειδή ξαφνικά άνθισε μέσα του η νοοτροπία ο «καλύτερος ας νικήσει»!

Αλλά επειδή θέλει να σε προλάβει να μην του τα πεις εσύ! Σου λέει «αν τα πω από μόνος μου, τι θα μου πει ο άλλος»; «Αν αυτό-γλεντηθώ, πώς θα με γλεντήσει εκείνος»;

Επιχειρεί να σε παγιδεύσει, αφαιρώντας σου το υλικό της καζούρας, το καταλαβαίνεις;;;

Ε, λοιπόν όχι! Εκεί είναι που δεν πρέπει να μασήσεις. Που δεν πρέπει ν’ αναβάλλεις την καυλάντα. Που πρέπει να τον «γλεντήσεις» χωρίς έλεος.

Και απαντώντας με την καφρίλα που αρμόζει στη fake ανωτερότητά του να ουρλιάξεις: «Όοοοοοοοοχι, καριολάκι, θα κάτσεις εδώ να τ’ ακούσεις»!