Πέρασαν κιόλας 4 χρόνια. Σαν ψέμα, ένας ζωντανός εφιάλτης. Το ημερολόγιο έγραφε 26 Φεβρουαρίου 2020 όταν καταγράφηκε και ανακοινώθηκε το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στην Ελλάδα. Παγωμένοι όλοι παρακολουθούσαμε τις εικόνες καταστροφής, από το Μπέργκαμο και αλλού, και δεν είχαμε ιδέα τι μας ξημερώνει με αυτόν τον νέο, μυστηριώδη ιό από την Κίνα.
Το τι έγινε από εκεί και ύστερα, το ξέρουμε όλοι πολύ καλά. Στην πραγματικότητα και όσο κι αν προτιμάμε να προσποιούμαστε πως δεν είναι έτσι, μιλάμε για μια πικρή ιστορία χωρίς τέλος. Η πανδημία δεν είναι παρελθόν. Ακόμα πεθαίνουν συμπολίτες μας εξαιτίας του κορονοϊού. Κάθε άλλο παρά λίγοι. Οι ευπαθείς είναι σε κίνδυνο και δεν τους προστατεύουμε επαρκώς.
Κι ακόμα επίσης δεν έχουμε αποκωδικοποιήσει πλήρως τι εστί Long Covid και τι πιθανές συνέπειες μπορεί να έχουν οι συνεχόμενες επαναμολύνσεις σε βάθος χρόνου για όλους μας – μήπως μας εξασθενούν λίγο λίγο το ανοσοποιητικό;
Προσπαθώντας να το αφήσουμε αυτό στην άκρη και να δούμε τη γενικότερη εικόνα, το εξίσου σημαντικό ερώτημα είναι το εξής: Τι μάθαμε από αυτή τη συλλογική περιπέτεια ως κοινωνία, ως χώρα; Μπορούμε να ισχυριστούμε πως αν τυχόν έρθει κάτι παρόμοιο ή χειρότερο στο μέλλον θα είμαστε (πιο) έτοιμοι να το αντιμετωπίσουμε;
Η απάντηση, υποθετική κι αν είναι, πολύ δύσκολα μπορεί να είναι αισιόδοξη. Δεν φαίνεται πιθανό τα μαθήματα της πανδημίας να γίνουν «πιλότος» αν και εφόσον στο μέλλον προκύψει κάτι ανάλογο – που για πολλούς δεν είναι υποθετικό σενάριο, αλλά απλώς θέμα χρόνου.
Πρώτα και κύρια, αυτή η περίοδος ενίσχυσε την καχυποψία απέναντι στην επιστήμη. Με μεγάλες ευθύνες και κάποιων γιατρών και πολιτικών που ηθελημένα ή μη προκάλεσαν σύγχυση στον κόσμο για το τι πραγματικά ισχύει.
Το ότι ακόμα υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που μιλάνε για «μπόλια» και «ξαφνικίτιδες» θα ήταν απλό να το ρίξουμε αποκλειστικά στο «είναι ψεκ» και να ξεμπερδέψουμε. Όχι. Φταίει και η επιστήμη που δεν μπόρεσε να πείσει τον κόσμο για τα εμβόλια, για τη σοβαρότητα του ιού. Πιο σωστά, κάποιοι επιστήμονες που θαμπώθηκαν από τα φώτα της δημοσιότητας και έμπλεξαν την αποστολή τους με το «σταριλίκι».
Επιπλέον, τα fake news κυριάρχησαν, καπέλωσαν τις φωνές λογικής, τους ανθρώπους που θέλησαν να επικοινωνήσουν σωστά στον κόσμο το τι συνέβαινε και τι έπρεπε να κάνει για να προφυλαχθεί. Το πρόβλημα παιδείας που υπάρχει στην κοινωνία φάνηκε περισσότερο από ποτέ.
Είναι κι άλλα, τα αρνητικά. Όλον αυτόν τον καιρό το ΕΣΥ δεν δυνάμωσε, κάθε άλλο. Παρότι ήταν αυτό η ασπίδα στο κακό, με υπεράνθρωπες προσπάθειες των ανθρώπων του. Αντίθετα όλο και περισσότεροι γιατροί και νοσηλευτές το εγκαταλείπουν, θεωρώντας μάταιο κόπο να συνεχίσουν να προσπαθούν, συνειδητοποιώντας πως αλλού θα είναι πολύ καλύτερα οικονομικά και επαγγελματικά. Παραιτούνται, μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Οι κρατικές δομές δεν απέκτησαν πρωτόκολλα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μελλοντικά για να προλάβουν ενδεχόμενο κακό. Μόνο που σε τέτοιες φάσεις κάθε λεπτό μετράει, οι ολιγωρίες δεν συγχωρούνται. Θέλει αστραπιαίες και αποφασιστικές κινήσεις.
Γενικώς πολλά διδάγματα του κορονοϊού πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Μιλάμε για έναν ιό που μεταδίδεται από αέρος και όμως κανείς, ή σχεδόν, δεν στέκεται στην αναγκαιότητα να αναπνέουμε καθαρό αέρα σε κλειστούς χώρους – γίνεται εύκολα, με φίλτρα αέρα. Στην ελληνική Βουλή, για παράδειγμα, έχουν τοποθετηθεί. Γιατί όχι και αλλού;
Βέβαια έχουμε και εμείς ευθύνες, οι απλοί πολίτες. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να καταλάβουμε πως όταν έχουμε συμπτώματα φοράμε μάσκα για να προστατεύσουμε τους γύρω μας από το να κολλήσουν. Ή ότι είναι φρόνιμο να κάτσουμε για λίγο μέσα μέχρι να αναρρώσουμε.
Είναι κατανοητό και ανθρώπινο πως κάποια στιγμή κουραστήκαμε. Ακριβώς επειδή ήταν πρωτόγνωρο είχε πολλά που ήταν παράλογα. Αρρωστήσαμε από το να μην… αρρωστήσουμε. Όμως άλλο αυτό και άλλο το «δε βαριέσαι», η ανευθυνότητα, ο «παρτακισμός».
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να πετάξουμε τις αστοχίες και να κρατήσουμε τα θετικά. Αυτά δηλαδή που είναι χρήσιμη γνώση για το πώς κινούμαστε σε τέτοιες περιπτώσεις. Πληροφόρηση και πρόληψη. Αυτά ήταν και (θα) είναι τα μεγαλύτερα όπλα μας. Η αντιμετώπιση κάθε πανδημίας είναι πρώτα και κύρια συλλογικό ζήτημα. Αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και η ατομική ευθύνη.