Τέτοιες μέρες πριν οκτώ δεκαετίες η Σοφία Βέμπο τραγουδούσε «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» δίνοντας κουράγιο στους νέους ανθρώπους που έφευγαν για το μέτωπο. Στη σημερινή εποχή, των εντελώς διαφορετικών προκλήσεων και συνθηκών η χώρα στηρίζεται σε κάποιους άλλοι νέους, όπως η Ελίνα Τζένγκο, που την αποκαλούν πατρίδα υψώνοντας με περηφάνια την σημαία της Ελλάδας της νέας εποχής.
Μιας Ελλάδας που –αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι- από την μία απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό κράτος από άποψη δομών και αντιλήψεων, αλλά από την άλλη δεν ανήκει και στο τόξο των χωρών που ακόμη λειτουργούν με ιδεολογικούς όρους του μεσαίωνα. Μιας Ελλάδας που πέρασε και συνεχίζει να περνά μια παρατεταμένη κρίση ταυτότητας εξαιτίας (σε πολύ μεγάλο βαθμό) του ακραίου πολιτικού λαϊκισμού, που εκμεταλλεύεται ημιμάθεια, άγνοια και ανασφάλειες και σπέρνει διχασμό σε κάθε ευκαιρία.
Παιδί αυτής της Ελλάδας είναι και η Ελίνα Τζένγκο. Η πρωταθλήτρια Ευρώπης στον ακοντισμό συνέχισε την παράδοση της Βερούλη, της Σακοράφα, της Μανιάνι στο άθλημα και όπως έκαναν και εκείνες ανέβηκε στο βάθρο με φόντο την γαλανόλευκη. Την σημαία, δηλαδή, της πατρίδας της, έχοντας ίσως κατά νου πως εάν αυτό δεν είχε συμβεί στο πλαίσιο μιας αθλητικής επιτυχίας, θα είχε προκαλέσει αντιδράσεις από το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας. Άλλωστε είμαστε συνηθισμένοι σε εθνικές επετείους να διαβάζουμε διάφορα για ενστάσεις σχετικά με το χρώμα ή την καταγωγή παιδιών που παρελαύνουν.
Οι ίδιοι άνθρωποι είναι που επιχείρησαν να μετατρέψουν σε trend το hashtag #notmynationalteam εξαιτίας της παρουσίας των αδελφών Αντετοκούνμπο στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα του μπάσκετ. Αν και είναι πάντα δύσκολο να αντιπαραθέσεις επιχειρήματα στην ρατσιστική ηλιθιότητα, ίσως θα άξιζε απλά να αναφέρουμε ότι πριν 20 και 30 χρόνια αυτοί οι οπαδοί δεν είχαν ιδιαίτερα προβλήματα με την ντροπή των ελληνοποιήσεων, όταν δεκάδες αθλητές «βαφτίζονταν» εν μία νυκτί Έλληνες. Με μπόλικους τέτοιους στη σύνθεσή τους σύλλογοι έφτασαν να σηκώνουν ευρωπαϊκά τρόπαια και συνάμα εξυπηρετήθηκε μέχρι και η εθνική υστερία να αναδειχθούμε σε αθλητική υπερδύναμη συλλογής Ολυμπιακών μεταλλίων. Λες και για το μέγεθός μας δεν είναι από μόνη της αδιανόητα δυσανάλογη η αθλητική έκτασή μας και χρειάζονταν δεκανίκια για να αποκτήσουμε υπόσταση…
Οι οπαδοί αυτών των ομάδων ουδέποτε στιγμάτησαν αυτές τις επιτυχίες παραδεχόμενοι την παρανομία. Δεν ντράπηκαν που οι τίτλοι ήρθαν παραβιάζοντας τους κανόνες που έλεγαν ότι έπρεπε να έχουν 2 ή 3 ξένους και τα ρόστερ τους είχαν 7-8 που τα επώνυμά τους τελείωναν σε –ιτς, -οφ ή οτιδήποτε άλλο, αλλά πολλοί από δαύτους θα διατύπωναν ενστάσεις για το πώς… επιτρέπεται ένας «ξένος» να σηκώσει την σημαία σε μια εθνική επέτειο.
Για την Τζένγκο ή τον Αντετοκούνμπο και πολλούς άλλους καθημερινούς ήρωες της διπλανής πόρτας, this is not the case. Είναι «προϊόντα» της ελληνικής κοινωνίας, όχι της ελληνικής ματαιοδοξίας «κατασκευής» επιτυχιών κατά παραγγελία. Η πρωταθλήτρια του ακοντισμού για 2 χρόνια –μετά τα 18 της- ήταν εγκλωβισμένη σε εντός των τειχών αγώνες επειδή ήταν «αόρατη» για τον υπόλοιπο κόσμο και δίχως ελληνική υπηκοότητα και διαβατήριο δεν μπορούσε να ταξιδέψει.
Μεγάλωσε εδώ, πήγε σχολείο εδώ, άρχισε τον αθλητισμό εδώ και έπεσε και αυτή θύμα της εδώ γραφειοκρατίας. Γνώρισε αυτή την χώρα με τα καλά και τα άσχημά της, όπως όλοι. Έχοντας τις δικές της προσωπικές ιδιαιτερότητες, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλους όσους ζουν σε αυτόν τον τόπο.
Για τέτοιους ανθρώπους αξίζει πραγματικά να νιώθεις υπερήφανος που μοιράζεσαι τον ίδιο χώρο και αέρα. Η διαδρομή της Τζένγκο που την έφτασε μέχρι την κορυφή ήταν απίστευτα δύσκολη και ανηφορική. Σίγουρα πιο ζόρικη από άλλες και αυτό είναι που κάνει την επιτυχία της πιο σημαντική μαζί με τον συμβολισμό που κουβαλάει στις πλάτες της. Είναι η απόδειξη ότι δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε το 2022 με όρους άλλων εποχών και με τα ιδεολογικά στεγανά ή τους αποκλεισμούς του παρελθόντος.
Σήκωσε την σημαία όχι από υποχρέωση, αλλά από επιθυμία. Ακόμη και λαχτάρα. Με τον ίδιο τρόπο που οι Αντετοκούνμπο τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο, αδιαφορώντας για τους εγκλωβισμένους στο μίσος τους για την διαφορετικότητα αμφισβητίες τους. Το μέλλον αυτής της χώρας, το μέλλον αυτής της κοινωνίας είναι άμεσα συνυφασμένο με τους πολίτες της. Ειδικά εκείνους που αντιλαμβάνονται ότι ένας κόσμος βασισμένος στην συναίνεση, την αποδοχή και την σύνθεση μόνο καλύτερος μπορεί να είναι.
Ο Σεφέρης έλεγε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν πάντα δυο κόσμοι που πολεμιούνται. Ο κόσμος του Σωκράτη και ο κόσμος του Άνυτου, του Μέλητου και του Λύκωνα. Ο τεράστιος ποιητής συνεχίζει: «Η ιδέα αυτή δε μ’ άφησε. Κάποτε βλέπω τους δυο αυτούς κόσμους να μάχουνται μέσα στο ίδιο πρόσωπο· στον Αλκιβιάδη, στον Ίωνα Δραγούμη, λόγου χάρη. Αν ο ένας έλειπε, ο ελληνισμός θα ήταν άλλο πράγμα»… Έχοντας αυτές τις σκέψεις κατά νου, είναι μάλλον εύκολο να αντιληφθείς ότι η Ελίνα -και η κάθε Ελίνα εκτός αθλητισμού- ανήκει στον κόσμο του Σωκράτη…