Ένα 24ωρο μετά το τέλος της απονομής των Όσκαρ, της 95ης Τελετής και αρκεί κάποιος να ξαναδεί την τελετή για να προσέξι κάτι που χρήζει συζήτησης και περαιτέρω ανάδειξης και αφορά τον Κε Χούι Κουάν και την ταινία Everything Everywhere All At Once.
Πρόκειται για την ταινία που έκανε το ιστορικό 7/11, κατέκτησε δηλαδή 7 από τα 11 Όσκαρ που διεκδικούσε. Κι αν σκεφτεί κανείς πως στην κατηγορία του Β΄Γυναικείου είχε δύο υποψηφιότητες, κατέκτησε 7 από τα 10 Όσκαρ. 70% ποσοστό επιτυχίας.
Όλοι οι νικητές, οι 3 ηθοποιοί, οι σκηνοθέτες και στη συνέχεια συνολικά οι μετέχοντες στην παραγωγή, είχαν το δικό τους motivational speech να βγάλουν κατά την παραλαβή του Όσκαρ.
Η Μισέλ Γέο αναφέρθηκε σε όλα εκείνα τα άτομα που θεωρούν ότι μπορεί η ηλικία τους να μην δικαιολογεί πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η Τζέιμι Λι Κέρτις απένειμε τα εύσημα σε όλους όσοι είχαν ρόλο στο Everything Everywhere All At Once και είπε πως «εδώ πάνω δεν είμαι μόνη μου, αλλά είμαι εκατοντάδες». Εννοούσε προφανώς όσους επηρεάσαν την πορεία της με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Οι δύο δημιουργοί, Ντάνιελ Κουάν και Ντάνιελ Σάινερτ, μαζί με τον ηθοποιό Κε Χούι Κουάν, αυτόν τον γλυκούλη που έχει τρελάνει το διαδίκτυο από χθες, μίλησαν πριν απ΄όλα και όλους, για τη μαμά τους. Οι πρώτοι δύο ευχαρίστησαν τις μητέρες τους και ο Κουάν, με δάκρυα στα μάτια, απευθύνθηκε στην 84χρονη μητέρα του που έβλεπε την απονομή των Όσκαρ από την τηλεόραση.
«Μαμά, κέρδισα Όσκαρ», είπε και ήταν η αιτία για να τον αποθεώνουν. Δεν εστίασαν όμως, σχεδόν κανείς, σε αυτό που αξίζει περισσότερο απ΄όλα να αναδειθχεί.
Τρεις άντρες βγήκαν πάνω στη σκηνή και ευχαρίστησαν γυναίκες, τις μητέρες τους, για την επιτυχία τους. Κάτι παρόμοιο είχε κάνει ο Τζ. Κ. Σίμονς το 2015 για το Whiplash.
Δεν θυμόμαστε να έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο τελευταία με γυναίκες νικήτριες. Και γι αυτό αποκτά μεγαλύτερη αξία.
Άλλωστε, την ιερή και υπέρτατη έννοια της μητρότητας, οι γυναίκες την ζουν εκ των έσω. Για τους άντρες είναι terra incognita και γι΄αυτό πολλοί σπεύδουν να αποκαλέσουν μαμόθρεφτο ή μαμάκια, όποιον εκδηλώνει την αγάπη του για τη μητέρα του δημόσια.
Ο Κε Χούι Κουάν και οι Ντάνιελς απενεχοποίησαν αυτούς τους όρους που εκφέρονται με προσβλητικό τρόπο. Τους μετέτρεψαν σε κάτι κουλ, σε σχεδόν κομπλιμέντο.
Ζούμε σε εποχές που το κύριο αφήγημα είναι να αποδώσουμε στον άντρα μια σκληράδα, μια ακαμψία, ενώ στην πραγματικότητα, έχει, όπως κάθε ον, την ανάγκη να τον αγαπήσουν, να τον πάρουν μια αγκαλιά, να θυμηθεί την αγκαλιά της μαμάς του όταν ήταν παιδί και την ασφάλεια που του προσέφερε.
Αυτοί οι τρεις άντρες κατέρριψαν τον αναίτιο μασκιουλινισμό, αποδόμησαν τη ματσίλα κι αυτό δεν το γράφουμε με όρους political correctness ή κάτι τέτοιο. Ούτε θα μιλήσουμε και πάλι για τοξικές αρρενωπότητες και τα συναφή.
Λέμε όμως, πως 3 άντρες δεν ένιωσαν ντροπή να απευθυνθούν στις μητέρες τους λες και είναι ακόμα πιτσιρίκια. Κι αυτό δεν έγινε αιτία χλεύης, αλλά χειροκροτήθηκε.
Μας έκανε να θυμηθούμε – γιατί είχε αρχίσει να επικρατεί ένα αφήγημα που μας έκανε να το ξεχνάμε – πως κι εμείς οι έρημοι οι άντρες, όσο άχυρο κι αν έχουμε στο κεφάλι μας, στο τέλος της ημέρας αποζητάμε να μας αγαπήσουν και ανατρέχουμε σε όλη τη ζωή μας στην αγκαλιά της μάνας.
Αυτή η τριάδα μπορεί να χρησιμεύσει ως επιχείρημα προς πάσα κατεύθυνση ότι οι περιστάσεις της ζωής σε κάνουν σκληρό ή πιο ευαίσθητο κι αυτό δεν έχει σχέση με το φύλο.
Εκείνο που έχει σχέση με το φύλο, είναι και το ψυχικό άχθος που φέρουν οι άντρες να ανταποκριθούν στα χοντρόπετσα στάνταρ των πατεράδων και μανάδων τους. Και σε αυτή τη διαδρομή, καταπιέζεται η ανάγκη τους να κλάψουν, να αναζητήσουν αγκαλιά.
Ο Κουάν είναι μικρόσωπος, Βιετναμέζος, με παιδική χροιά στη φωνή. Κι όμως, με την εμφάνιση του έμοιαζε να έχει το πάτημα του βάρος ίσο με δεινοσαύρου, όπως και των The Daniels. Αυτό δεν μειώνει το impact που έχει ένας άντρας, ο Κουάν, ο οποίος δεν ντρέπεται να ευχαριστήσει τη μητέρα του δημόσια.
Οι δηθενιές της αντρίλας και του ματσό δέχτηκαν ιχυρό πλήγμα και είθε να μην τις ξαναδούμε από δω και πέρα, αλλά να αλλάξει το κοινωνικό αφήγημα στην πράξη και ο άντρας να μπορεί να νιώσε σαν παιδί, να κλάψει, να προσεγγίσει ένα κορίτσι, να εξακολουθεί να περνάει χρόνο με τους γονείς του.