Ξεπεσμός {αρσενικό, δόκιμο κυρίως στον ενικό}: η κοινωνική ή προσωπική παρακμή, η μετάβαση από μια ανθηρή, ακμαία, δημιουργική κατάσταση σε μια υποδεέστερη (οικονομική, κοινωνική, επαγγελματική, ηθική ή ψυχική).
Αλλοτρόπως, η (πολιτική) δημοσιογραφία στην Ελλάδα του 2023- ιδίως κατά την προεκλογική περίοδο-, που ξυπνάει στον αναγνώστη/τηλεθεατή/ακροατή τον Πίτερ Γκρίφιν από το Family Guy που κρύβει μέσα του και συχνά διαβάζοντας/βλέποντας/ακούγοντας το οτιδήποτε καταλήγει κάπως έτσι:
Το ξέρουμε, το ξέρουμε: η εισαγωγή του κειμένου βγάζει λιγότερο νόημα κι από ταινία του Ντέιβιντ Λιντς, όταν ο σπουδαίος auteur βρίσκεται σε παρατεταμένο δημιουργικό ίστρο. Ή μήπως…
Ή μήπως όχι; Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ο Αλέξης Τσίπρας από την συντριπτική πλειονότητα των αντικειμενικών (υπό την έννοια της πλήρους υποταγής στην υποκειμενικότητα) Media είναι κατά τι καλύτερος από το πώς αντιμετώπισαν τον Παναγιώτη Φασούλα οι ΠΑΟΚτσήδες όταν αυτός αποφάσισε να πάει στον Ολυμπιακό.
Τα ΜΜΕ έχουν αποφανθεί πως ο πρώην πρωθυπουργός είναι σίγουρα αθώος σε ό,τι έχει να κάνει με το προπατορικό αμάρτημα και τη δολοφονία του Κενέντι, όμως ελέγχεται για όλες τις υπόλοιπες υποθέσεις.
Στην προσπάθεια ν’ αποδειχθεί πως υπήρξε ένας γλίσχρος αρχηγός κράτους στα 4.5 χρόνια διακυβέρνησής του, καταπατώνται ακόμα και οι όποιες αρχές υποτυπώδους πολιτικού πολιτισμού- κάτι που, εξυπακούεται, γίνεται κατά κόρον και από τους «απέναντι» με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η ειδοποιός διαφορά, βέβαια, είναι πως για κάθε ένα Μέσο που βάζει στο στόχαστρο τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, υπάρχει μια στρατιά (καθώς περί στρατιωτών πρόκειται κι όχι δημοσιογράφων…) από εκείνα που τον αποθεώνουν ακόμα και για τον τρόπο που αναπνέει (πράγματι, η χρήση των ρουθουνιών του είναι παροιμιώδης), φροντίζοντας να ψέξουν τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ για ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Την γνώμη μας γι’ αμφότερους την έχουμε εκφράσει και στο παρελθόν: ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ξεκάθαρα ένας ικανότατος πολιτικός, του οποίου η γλωσσομάθεια του επιτρέπει να «στέκεται» πολύ καλύτερα εκτός των τειχών της Ελλάδος απ’ ό,τι ο μεγάλος του αντίπαλος και παρά το γεγονός πως στην τετραετία που βρέθηκε στο τιμόνι της χώρας μόνο ακρίδες δεν έπεσαν από τον ουρανό, διαχειρίστηκε αρκούντως ικανοποιητικά τις μυριάδες κρίσεις που βρήκε στο διάβα του (τη εξαιρέσει της ανείπωτης τραγωδίας των Τεμπών και του σκανδάλου των παρακολουθήσεων).
Από αυτό το σημείο, ωστόσο, έως το να παρουσιάζεται ως κράμα Λίνκολν-Μαντέλα-Τσώρτσιλ, υπάρχει διαφορά. Αν κανείς βγάλει τις «οπαδικές» του παρωπίδες (πράγμα ολοένα και πιο δύσκολο στην εποχή του καινοφανούς φανατισμού στο κάθε τι), θα το δει πεντακάθαρα. Για να τις αφαιρέσει, από την άλλη, πρέπει και να το θέλει…
Πίσω στον Αλέξη Τσίπρα, όμως: αν φέρει κάποιος εχέφρων άνθρωπος στο νου το «πρώτη φορά Αριστερά» του Γενάρη του 2015, δε γίνεται να μην επιστρέψει μια στυφή μεταλλική γεύση στο στόμα του.
Το γεγονός πως σύσσωμος ο ΣΥΡΙΖΑ, και ο πρόεδρός του, έπασχαν από έλλειψη πολιτικού ρεαλισμού όταν ανήλθαν στην εξουσία, αποδείχτηκε εξαιρετικά επώδυνο για την ελληνική οικονομία.
Προσοχή: όταν ο Τσίπρας διαλαλούσε πως εμείς θα βαράμε το νταούλι και οι αγορές θα χορεύουν λες και είναι ο Τζον Τραβόλτα στον «Πυρετό το Σαββατόβραδο», το πίστευε. Θεωρούσε πως υπό τον φόβο της φυγής από το ευρώ οι ευρωπαίοι εταίροι θα επιδοθούν- πώς να το θέσουμε κομψοεπώς…- σε παρατεταμένη πεολειχία στην Ελλάδα, μέχρις ότου να έρθει το πολυπόθητο διάλειμμα για τσιγάρο.
Όταν η πραγματικότητα, μετά τα πρώτα ραντεβού στο εξωτερικό, του επιτέθηκε σαν μια λυσσώδης αγέλη λύκων κι άρχισε να τον δαγκώνει παντού κάνοντάς μας να νοσταλγούμε το e-mail Χαρδούβελη, διαπίστωσε με τον πλέον επώδυνο τρόπο ότι το να χορεύεις ο ίδιος στους ρυθμούς ενός νταουλιού που βαράνε οι άλλοι δεν είναι και το πιο απλό πράγμα στον κόσμο.
Ο Τσίπρας λίαν συντόμως μετατράπηκε σε έναν «δυσώνυμο» πρωθυπουργός για τους εταίρους, την στιγμή που ο Γιάνης Βαρουφάκης έγινε αφίσα σε όλη σχεδόν την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τους ηγέτες να της πετάνε βελάκια μέχρι να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη.
Συνελόντι ειπείν: το να παρομοιάσει κανείς το πρώτο 8μηνο-9μηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τον Τιτανικό (όχι εκείνον με τα Όσκαρ, εκείνον με το παγόβουνο) δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα.
Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 2015 έγιναν εκ νέου εκλογές και ο κ. Τσίπρας τις κέρδισε ξανά. Εν πολλοίς γιατί παρέμενε- παρά τα όσα είχαν μεσολαβήσει- ένα φρέσκο πρόσωπο που διατηρούσε την φλόγα της ελπίδας αναμμένη και δευτερευόντως γιατί είχε αρχίσει να ξεφορτώνεται τα ακραία στοιχεία που «ευδοκιμούσαν» εντός των κόλπων του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, είχε αρχίσει να λοξοκοιτάζει ξεδιάντροπα προς το κέντρο αντί για την αριστερά, παρά τον ανίερο, μα αναγκαστικό για την κυβέρνησή του, γάμο με την δεξιά του σχεδόν χειρίστου είδους (τους ΑΝ.ΕΛ.-και λέμε «σχεδόν» γιατί μην ξεχνάτε πως τότε εντός βουλής υπήρχε και η Χρυσή Αυγή).
Από εκείνο το σημείο και μετά ο, σαφέστατα πιο συνειδητοποιημένος, πρωθυπουργός, άρχισε να βελτιώνει, λίγο-λίγο, τους βαθμούς του, καταγράφοντας μέχρι το τέλος της θητείας του (καλοκαίρι 2019) μια σειρά από θετικές κινήσεις:
- Η συμφωνία των Πρεσπών που, αν λάβουμε υπόψη μας τις διαμορφωθείσες συνθήκες στο μακεδονικό ζήτημα τα τελευταία 30 χρόνια, ήταν μια σαφέστατη νίκη για τη χώρα μας
- Το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια που έβαλε τέλος σε έναν αέναο παραλογισμό και λύτρωσε, επιτέλους, σχεδόν 70.000 συμπολίτες μας
- Η δυνατότητα απασχόλησης ανέργων στο πλαίσιο Προγραμμάτων Κοινωφελούς Χαρακτήρα και η διανομή κοινωνικού μερίσματος
- Το σύμφωνο συμβίωσης (και) στα ομόφυλα ζευγάρια, που αποτέλεσε ένα ισχυρό ράπισμα στον ερεβώδη κοινωνικό Μεσαίωνα που σφιχταγκάλιαζε τα πάντα ακόμα και στον γαλανόλευκο 21ο αιώνα
- Το «μαξιλαράκι» των 37 δισεκατομμυρίων ευρώ στα δημόσια ταμεία, όταν η συνήθης τακτική ήταν να μένουν πίσω μόνο λεχώνες αράχνες που γεννούσαν ένα υπέροχο τίποτα
- Η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλλου
- Η αποφυγή δημιουργίας τερατωδών σκανδάλων, πράγμα που δε θα έπρεπε ν’ αναφέρεται καν μιας και αποτελεί «προαπαιτούμενο», αλλά επειδή, σαν τον Γύπα του Tik-Tok, έχουν δει πολλά τα μάτια μας σ’ αυτό το ρημάδι που λέγεται πολιτική, το σημειώνουμε
Τα παραπάνω δεν καταγράφονται για να τεκμαίρουν την άποψη που φέρουν οι ακραιφνείς «φαν» του πως ο Αλέξης Τσίπρας είναι μισόγυμνος και κρατάει ρόπαλο, καθώς γ@μάει και δέρνει. Ούτε τον βάζουν στην ίδια συζήτηση με τον Ανδρέα Παπανδρέου (κυρίως τον Ανδρέα της πρώτης τετραετίας, όταν και έδινε την αίσθηση από το 1981 έως και το 1985 πως δεν έχει κάνει ούτε μισό λάθος- το μετά είναι μια άλλη, μακροσκελέστατη συζήτηση…), που, ξεκάθαρα πια, αποτελεί το είδωλο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ.
Αποτελούν, ωστόσο, ένα λεκτικό ανάχωμα στον συνεχιζόμενο παραλογισμό της παρουσίασης του πρώην πρωθυπουργού ως τον Τζόκερ του Dark Knight, που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να δει τον κόσμο να καίγεται.
Ο Τσίπρας, μην ξεχνάμε, πήρε ένα κόμμα που βρισκόταν στις παρυφές του 4% και δεκαπλασίασε κοντά το ποσοστό του σε μια σκάρτη εξαετία (από το 2009 στο 2015)- δείγμα σαφούς πολιτικής ικανότητας, ακόμη κι αν σ’ αυτή την εκκωφαντική άνοδο συνετέλεσε η κατακρήμνιση του ΠΑΣΟΚ.
Εν κατακλείδι: αξίζει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μια δεύτερη ευκαιρία ή το 2015 θα τον στοιχειώνει εσαεί και πρέπει να καεί στο πολιτικό πυρ το εξώτερο το τάχιστο δυνατόν;
Οι (απειράριθμοι) υποστηρικτές του θα πουν αναφανδόν «ναι» και μάλλον θα βγάλουν καμία πολεμική κραυγή για να τονωθεί το συντροφικό ηθικό.
Οι (απειράριθμοι) επικριτές του θα πουν αυτοστιγμεί «όχι» και ίσως, για λόγους θεατρικότητας, να φτύσουν και τον κόρφο τους.
Ο γράφων, για να είναι ειλικρινής, αμφιρρέπει μεταξύ του «ναι» και του «όχι», προσπαθώντας ν’ αποφύγει τις κραυγές και τα σάλια στο στήθος του.
Όλ’ αυτά, βέβαια, ελάχιστη σημασία έχουν: στις σημερινές εκλογές η λογική επιτάσσει πως η Νέα Δημοκρατία θα είναι το πρώτο κόμμα και θα οδηγηθεί στις δεύτερες έχοντας σαφές πλεονέκτημα.
Από την άλλη, φυσικά, “Nihil est incertius volgo”: τίποτα δεν είναι πιο αβέβαιο από τον όχλο.
Μετά βεβαιότητος, ωστόσο, μπορούμε να σας πούμε πως ο Αλέξης Τσίπρας κάποια στιγμή στο (εγγύς ή απώτερο) μέλλον θα καθίσει εκ νέου στην πρωθυπουργική καρέκλα.
Για τον ίδιο, και την πολιτική του υστεροφημία, το παιχνίδι παίζεται.
Παίζεται ακόμα.