Οικογενειακές Ιστορίες: Όταν η τηλεόραση νομιμοποιεί το μπούλινγκ στα σχολεία
Βρείτε μας στο
Editorial

Οικογενειακές Ιστορίες: Όταν η τηλεόραση νομιμοποιεί το μπούλινγκ στα σχολεία

Ο ρατσισμός στην διαφορετικότητα δεν ξεπερνιέται μέσα από προτροπές περί αλλαγής της...

Οι «Οικογενειακές Ιστορίες» είναι μια από τις χειρότερες σειρές που έβγαλε ποτέ η ελληνική τηλεόραση. Είναι μια σειρά τόσο χάλια που καταλήγει να είναι απολαυστική, τη βλέπεις και αναρωτιέσαι αν είναι επίτηδες τόσο κακογραμμένη για να προκαλεί γέλιο. Οι αυτοτελείς ιστορίες που διηγείται σε κάθε επεισόδιο της μοιάζουν να είναι βγαλμένες από τις πιο ένδοξες παραδόσεις του κατηχητικού.

Σου δίνουν την εντύπωση πως το σενάριο το έχουν γράψει παπάδες, που έχουν την ψευδαίσθηση πως η κοινωνική ματιά τους είναι μοντέρνα και που επιδίωξή τους είναι να κατευθύνουν και να συνετίσουν τον σύγχρονο άνθρωπο (που ως γνωστόν έχει απομακρυνθεί από την εκκλησία και τις αξίες της…) χρησιμοποιώντας νέες μεθόδους.

Μετά από κάποια χρόνια απουσίας, οι «Οικογενειακές Ιστορίες» επέστρεψαν στην τηλεόραση πρόσφατα και ένα από τα πρώτα επεισόδια της νέας τους σεζόν προκάλεσε πάταγο σε όλο το ίντερνετ. Δικαίως: είναι ασύλληπτα κακό και ως εκ τούτου πολύ αστείο.

Στο επεισόδιο αυτό πρωταγωνιστές είναι κάτι παιδιά που πάνε Γ’ Λυκείου και είναι «φαν της γκοθ κουλτούρας και της μυθολογίας των βαμπίρ, προτιμήσεις που αντανακλώνται τόσο στην εμφάνιση όσο και στον τρόπο διασκέδασής τους», όπως μας εξηγεί η ζεστή φωνή του voice over που συνοδεύει όλα τα επεισόδια. Τα παιδιά που πρωταγωνιστούν είναι ντυμένα με το τυπικό γκοθικ στιλ, δέχονται μπούλινγκ στο σχολείο από τα «κανονικά» παιδιά και τους ζαλίζουν οι δικοί τους ότι πρέπει επιτέλους να σοβαρευτούν και να σταματήσουν να ντύνονται έτσι.

Οικογενειακές Ιστορίες: Όταν η τηλεόραση νομιμοποιεί το μπούλινγκ στα σχολεία

Κάποια στιγμή τα τρία παιδιά τρώνε αποβολή από το σχολείο λόγω του τρόπου που ντύνονται και οι γονείς τους αποφασίζουν να αναλάβουν δράση και να τους απαγορεύσουν να κάνουν παρέα μεταξύ τους για να μην αλληλοπαρασύρονται.

Και στη συνέχεια, ξεκινάει ο απόλυτος παραλογισμός: το ένα μέλος της παρέας διαμαρτύρεται πως είναι άδικο να τρώνε αποβολή εξαιτίας του ντυσίματός τους και ότι δεν νοείται οι γονείς τους να στρέφονται εναντίον τους αντί να τα βάλουν με την αδικία του σχολείου (μια χαρά τα λέει το κορίτσι με άλλα λόγια). Και αυτή η αντίδραση αντιμετωπίζεται σαν δείγμα ασύλληπτης ανωριμότητας από τον περίγυρό της.

Το επεισόδιο ούτε λίγο, ούτε πολύ παρουσιάζει το εν λόγω κορίτσι ως έναν προβληματικό χαρακτήρα που έχει χάσει τον δρόμο του. Οι δυο φίλοι της αρχίζουν και ντύνονται «κανονικά» γιατί «δεν βγαίνει τίποτα με το να πηγαίνουν κόντρα στους γονείς τους» και πιάνουν τελικά παρέες με τα παιδιά που παλιά τους έκαναν μπούλινγκ διότι εν τέλει «είναι πολύ εντάξει» και «τους ζήτησαν και συγγνώμη».

Και όταν η πρωταγωνίστρια του επεισοδίου φωνάζει αγανακτισμένη πως αυτό είναι μια παθητική συμπεριφορά και ότι δεν νοείται να κάνουν παρέα με αυτούς που τους τραμπούκιζαν για την εμφάνισή τους, τα δυο παιδιά -πάλαι ποτέ φίλοι της- την αντιμετωπίζουν με ένα μείγμα λύπησης και προβληματισμού, την προτρέπουν να αφήσει τα πείσματα και να αλλάξει και αυτή για να δει τι ωραία που είναι να μην είναι περιθωριακή ενώ την ίδια στιγμή ο πατέρας της την παρακαλάει να ακολουθήσει το παράδειγμά τους και να σοβαρευτεί επιτέλους και η ίδια.

Όλο αυτό θα μπορούσε να είναι η τέλεια παρωδία του παραλογισμού των κοινωνικών συμβάσεων αλλά δεν είναι έτσι: είναι μια προσπάθεια φυσικοποίησής τους, ένα κήρυγμα υπό μορφή επεισοδίου που τάσσεται ανοιχτά ενάντια στην «ανωριμότητα» της διαφορετικότητας και υπέρ της υποτιθέμενης σύνεσης της κανονικότητας.

Φυσικά, το αναμενόμενο χάπι εντ που προκύπτει έπειτα από μια αλληλουχία τραγελαφικών καταστάσεων που επιχειρούν να μας πείσουν πως η ανυπακοή στους γονείς θα σε κάνει να αντιμετωπίσεις μέχρι και βαμπίρ (στο περίπου…), πραγματώνεται μέσω του συμβιβασμού της νεαρής πρωταγωνίστριας στα όσα επιτάσσει το κοινωνικό της περιβάλλον αφού πρώτα «έπαθε και έμαθε».

Πραγματικά, ποιο επίκαιρο επεισόδιο από αυτό το σκουπίδι, δεν θα μπορούσε να προκύψει από τις «Οικογενειακές Ιστορίες»: λίγες μέρες μόνο μετά την προβολή του έγινε γνωστή η αυτοκτονία ενός 14χρονου αγοριού στην Αργυρούπολη επειδή δεχόταν μπούλινγκ από κάποιους συμμαθητές του και δεν είχε τη δύναμη να το σταματήσει.

Τον θέλουν οπαδοί όλων των ομάδων: Ο καταλληλότερος για να αναλάβει την Εθνική...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Τον θέλουν οπαδοί όλων των ομάδων: Ο καταλληλότερος για να αναλάβει την Εθνική…

Με αφορμή το τραγικό περιστατικό της αυτοκτονίας του 14χρονου, τις τελευταίες μέρες, ξεκινήσαμε να διαβάζουμε από εδώ και από εκεί για τις επιπτώσεις του μπούλινγκ στα σχολεία και το πόσο κακοποιητική είναι η κοινωνία μας με το διαφορετικό και ότι αυτό πρέπει να αλλάξει. Αναμφίβολα, έτσι είναι. Καμία τέτοια παραδοχή όμως δεν συνεπάγεται αυτόματα και αποδοχή στο διαφορετικό.

Και στην πραγματικότητα, εδώ είναι που περιπλέκονται τα πράγματα: ένα περιβάλλον που με αγάπη σε προτρέπει να είσαι «κανονικός» μπορεί να διαχωρίζεται ως προς τις διαθέσεις του από το βίαιο και σκατόψυχο περιβάλλον του μπούλινγκ αλλά, στο τέλος της ημέρας, τελικά νομιμοποιεί το τελευταίο. Διότι εν τέλει, δεν επιχειρεί να άρει τους διαχωρισμούς που δημιουργούν τις καταπιέσεις αλλά απλά να τους διαχειριστεί εξευγενισμένα.

Αυτό είναι που πρέπει να γίνει κατανοητό: η πίεση για προσαρμογή παραμένει επώδυνη, μπορεί να μην εμπεριέχει την τυπική σωματική βία στις μεθοδολογίες της αλλά αποτελεί βία επίσης. Είναι μια βία ιδιαίτερη, περίπλοκη, μια βία που εκκινεί από την συμπόνια και όχι από το μίσος αλλά παραμένει οδυνηρή ακριβώς εξαιτίας αυτού του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού της και όχι σε αντιδιαστολή με αυτό.

Δεν πρέπει να το ξεχνάμε: το διακύβευμα όσον αφορά τη διαφορετικότητα δεν είναι ο ομαλός μετασχηματισμός της με βάση τα μέτρα και τα σταθμά όσων ορίζονται ως «κανονικά» αλλά η ίδια η άρση του διπόλου «κανονικός»-«μη κανονικός». Και τηλεοπτικά σκουπίδια όπως οι «Οικογενειακές Ιστορίες» είναι εδώ για να μας θυμίζουν το πόσο λάθος είναι ο τρόπος που η κοινωνία επιχειρεί να διαχειριστεί τέτοιου τύπου ζητήματα.

Χρειαζόμαστε μια άλλη κοινωνία. Όχι μια κοινωνία που «θα αποδέχεται» το «διαφορετικό», ούτε θα το αλλάζει με αγάπη αλλά μια κοινωνία που δεν θα αντιλαμβάνεται τίποτα ως διαφορετικό. Και μέχρι να φτάσουμε σε αυτή την κοινωνία, ας είναι μόνο η ανοιχτή επιθετικότητα εναντίον του που θα πρέπει να αντιμετωπίζει ένας αδύναμος άνθρωπος. Ας μην έχει να τα βάλει και με την ασφυκτική, εγκλωβιστική αγάπη όσων νοιάζονται για αυτόν. Είναι τεράστιο το επιπλέον βάρος…