Περπατάνε μαζί, πατέρας και γιος. Προσεκτικά, γιατί πλέον έχει και ποδηλατόδρομο, τον οποίον πρέπει να σέβεσαι, ειδάλλως διατρέχεις τον κίνδυνο οι επίδοξοι Λανς Άρμστρονγκ να σου κάνουν τη ζωή ποδήλατο. Πέρα, μακριά, αχνοφαίνεται ο Λευκός Πύργος.
Ο πιτσιρικάς, μόλις 10 χρονών, έχει μια περίεργη, γλωσσικής «υφής», απορία. Γι’ αυτό στρέφεται προς τον πατέρα του και ρωτάει:
-«Μπαμπά, τι είναι τοπικιστής;».
Ο πατέρας του μειδιά, ύστερα του χαϊδεύει τα μαλλιά και αφού τον ρωτήσει τι είδους απορία είναι αυτή, λέει:
-«Τοπικιστής αγόρι μου…». Έπειτα αφήνει ημιτελή την πρότασή του, κάνει μια παύση και μετά αποφασίσει να ξετυλίξει το κουβάρι της προαιώνιας, γαλανόλευκης κόντρας.
-«Τι θα ’λεγες να σου πω πρώτα για ποιους λόγους η Θεσσαλονίκη είναι καλύτερη από την Αθήνα;», ρωτάει το γιο του και βλέποντας το ενθουσιώδες βλέμμα του μικρού ξεκινά:
-«Που λες, η πόλη μας είναι καλύτερη από αυτή τη δήθεν πρωτεύουσα γιατί…»
Έχουμε καλύτερα πιτόγυρα
Έχεις φάει ποτέ πιτόγυρο (ή «τυλιχτό», όπως τα λένε- γελάνε και οι αλάδωτες πίτες) στην Αθήνα; Για να σου γεμίσει το μάτι χρειάζεται να το δεις με μεγεθυντικό φακό, καθώς μετά βίας ξεπερνά τα 7 εκατοστά μήκος και τα 5 πλάτος. Εγώ, για να σου δώσω να καταλάβεις, για να χορτάσω τα 75 ολόκληρα κιλά μου χρειάζομαι 4 κι αυτό με την προϋπόθεση πως έχω φάει το μεσημέρι μπάμιες.
Για να μη μιλήσω για το γαστριμαργικό έγκλημα του ότι δε βάζουν μέσα κέτσαπ και μουστάρδα (την οποία πρέπει να ζητήσεις εξτρά και να είσαι προετοιμασμένος ψυχολογικά πως θα σε κοιτάξουν σα να είσαι η Άννα Βίσση σε συναυλία των πιο σκληροπυρηνικών φαν της Δέσποινας Βανδή) ή ότι τα πάντα συνοδεύονται από τζατζίκι, με μοναδική εναλλακτική την σως.
Εδώ σε μας, το ένα σάντουιτς με γύρο αρκεί για να χορτάσει ακόμα και τον Οβελίξ, μετά από 5ήμερη απεργία πείνας- διαμαρτύρεται πως όλες τις καλές ατάκες της παίρνει ο Αστερίξ-, ενώ μπορούμε να βάλουμε μέσα ουγγαρέζα, τζατζίκι, σως μουστάρδας, γιαουρτιού, πάπρικα, τυροκαυτερή.
Για να μη μιλήσουμε για τα κρέατα: μπριζολάκι, σουβλάκι χοιρινό/ κοτόπουλο, γύρο χοιρινό/κοτόπουλο, παντσέτα, λουκάνικο χωριάτικο/ λουκάνικο απλό, μπιφτέκι (γεμιστό και μη), κοτομπέικον, σνίτσελ και χίλια δυο άλλα.
Ρε, πλάκα με κάνετε; Τι συγκρίνουμε τώρα;
Έχουμε ανώτερες γλωσσικές γραφικότητες
Απλά διαβάστε: «Βγήκα προχθές με το γιαβρί μου, όμως πάθαμε φούιτ κι έτσι για να μη χάσουμε τα κρέατα στη φουφού πήραμε ταξί- ναι σε λέω, ταξί! Και τον λέω τον ταρίφα “Γκαρντάσι, πάνε με γρήγορα Εύοσμο, έχουν βάλει τα κάρβουνα και τρελλλαίνομαι». Και με λέει “Μην σκας αδερφέ, θα προλάβουμε. Έχω βάλει το ντεμέκ τούρμπο αφού…».
Τι έχει ν’ αντιπαρατάξει η Αθήνα; Ακριβώς, μόνο… αγάδες: «Ε και μίλαγα με την άλλη και συζήταγα και της έλεγα “Εγώ σε αγάπαγα και δε σε πήδαγα απλά”. Κι αυτή μετά τα στάνταρ 150 “Έλα μου” μίλαγε και μάσαγε το φαγητό της κι εγώ κράταγα τα νεύρα μου και μετά δε συζήταγα άλλο, παρά μονάχα τράβαγα τα πάνδεινα».
Όπως σοφά έλεγε και ο Οιδίποδας μετά το οικειοθελές του ξεμάτιασμα «Δεν τους βλέπω καν».
Είμαστε πιο εγκάρδιοι
Είναι, εν μέρει, κατανοητό κι ας έχει η εξήγηση τις ρίζες της σε κάτι που εμάς εδώ πάνω δε μας αρέσει καθόλου: η Θεσσαλονίκη είναι ένα μεγεθυσμένο χωριό.
Αυτό μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να χτυπά άσχημα στους- αθεράπευτα ερωτευμένους με την πόλη- κατοίκους της, όμως το «χωριό» έχει και τα θετικά του: γνωριζόμαστε σχεδόν όλοι μεταξύ μας, είμαστε πιο φιλικοί προς τους τρίτους, πιο έξω καρδιά, πιο φιλόξενοι.
Όχι, άρρωστε συμπρωτευουσιάνε- στην Αθήνα δεν κατοικούν βελτιωμένες εκδόσεις του Χάνιμπαλ Λέκτερ με ψυχολογικά προβλήματα α λα Νόρμαν Μπέιτς από την «Ψυχώ»: κι εκεί μια χαρά άνθρωποι είναι, απλά λόγω της αχανούς (για τα ελληνικά δεδομένα) έκτασης της πόλης και της- καλοδεχούμενης, αν δε φοράς εθνικιστικές παρωπίδες- πανσπερμίας τα πράγματα είναι ελαφρώς πιο απρόσωπα.
Δεν είναι καθόλου μα καθόλου άσχημα, αλλά…
Αλλά όταν σκέφτεσαι το χωριό σου και τους κατοίκους του, δεν αισθάνεσαι πάντα μια ξεχωριστή ζεστασιά στην καρδιά;
Έχουμε την πιο όμορφη πλατεία του κόσμου
Δεν αντιλέγω, παιδί μου, δεν είμαστε επ’ ουδενί η πιο όμορφη πόλη της υφηλίου- η ασχήμια σε πολλά σημεία χτυπάει μονάχα στους ρυθμούς ενός χρώματος· του κόκκινου.
Όμως, ακόμα κι έτσι, αν κατέβεις στο κέντρο περίπου τη ώρα του απογευματινού σούρουπου κι αρχίσεις να περπατάς στην Αριστοτέλους από το ύψος της Τσιμισκή και κάτω- εκεί, στο ιδιόμορφο ημικύκλιο που σχηματίζει το Electra Palace με το Ολύμπιον-, βγαίνοντας μετά στην παραλιακή, θα ξεχάσεις δια παντός πως υπάρχει, φερ’ ειπείν, ο Δενδροπόταμος.
Αφού έφτασες ως εδώ, μη σταματάς, συνέχισε να περπατάς. Η Νέα Παραλία σε περιμένει, το ίδιο και ο Θερμαϊκός.
Μη χάσεις την ευκαιρία να κάνεις ξανά και ξανά αυτή τη διαδρομή.
Ίσως κάποτε, όταν μεγαλώσεις, να μην έχεις την ευκαιρία να την κάνεις όσο συχνά θα ήθελες.
Έχουμε έναν Θεό, έναν Ημίθεο κι έναν Δικέφαλο Αετό
Εντάξει και οι Αθηναίοι δεν πάνε πίσω: έχουν τον Ολυμπιακό τους, τον Παναθηναϊκό τους, την ΑΕΚ τους, ακόμα και τον Πανιώνιο. Αν δε μας τυφλώνουν τα οπαδικά μας γυαλιά, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως μιλάμε για, διαχρονικά, μεγαλύτερες ομάδες από τις δικές μας.
Ε, και; Ποτέ δε θα καταλάβουν πώς είναι να κολλάς στον περιφερειακό από τη δευτέρα δημοτικού μέχρι να βγεις στη σύνταξη προσπαθώντας να φτάσεις στην Τούμπα, βλέποντας τον διπλανό σου ν’ ανεμίζει το κασκόλ του ΠΑΟΚ από τη θέση του οδηγού.
Ή να τρέχεις στο Καυτανζόγλειο για να βοηθήσεις τον Γηραιό ν’ αφήσει στην άκρη το πανάρχαιο αγωνιστικό του «κουφάρι» και να αισθανθεί και πάλι νέος. Ένα «Η-Η-Ηρακλής!» αρκεί για να γίνει το πρώτο βήμα και μετά, σιγά- σιγά, να μεταμορφωθεί σε άλμα.
Πώς είναι να περπατάς στο ύψος της Έκθεσης και να αισθάνεσαι την έξαψη να μεγαλώνει πλησιάζοντας στο Αλεξάνδρειο. Να μπαίνεις μέσα με την μπλούζα του Γκάλη, να φωνάζει κάποιος «ΧΕ-ΡΙΑ!» κι έπειτα να τραγουδάς «Άρη θυμήσου, πριν λίγα χρόνια…»
Δεν συγκρινόμαστε- ας το παραδεχτούμε- αγωνιστικά μ’ αυτούς, όμως εμείς αγαπάμε διαφορετικά τις ομάδες μας.
Δε μας γαλουχεί η επιτυχία και οι τίτλοι- αυτά είναι για τους Αθηναίους.
Σ’ εμάς μετράει το συναίσθημα.
Πάντα και παντού.
Το συναίσθημα.
Έχει, πλέον, βραδιάσει για τα καλά. Το λιμάνι στο βάθος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σκοτεινή κουκκίδα. Ο πατέρας έχει τελειώσει μόλις τον (άκρως υποκειμενικό) μονόλογό του, όμως ο γιος του δίπλα δε δείχνει απολύτως ικανοποιημένος. Κάτι τον τρώει. Έτσι, ρωτά και πάλι:
-«Μπαμπά, δε μου απάντησες όμως: τι είναι τοπικιστής;»
Ο πατέρας γυρίζει, ρίχνει μια τελευταία, κλεφτή ματιά προς τον Λευκό Πύργο και λέει:
-«Τοπικιστής, αγόρι μου, είναι αυτός που πιστεύει πως η πόλη του είναι καλύτερη από τη Θεσσαλονίκη μας».