Οι φαβέλες της Αττικής: Οι άγραφοι νόμοι της κοινωνίας των Ρομά

Πλάι στον κυρίαρχο πολιτισμό (μας) και τις αξιοπρεπώς χτισμένες συνοικίες μας, συγκροτούνται οι κοινωνίες των Ρομά: ξένες μέσα στον κόσμο κάποιων άλλων, καταδικασμένες στο περιθώριο λόγω της διαφορετικότητάς τους.

Η ελληνική κοινωνία είναι ένας τόπος γεμάτος στερεότυπα: όποιος είναι ελάχιστα σοβαρός ως προς το πως αντιλαμβάνεται την πραγματικότητά της είναι αδιανόητο να διαφωνεί με την εν λόγω διαπίστωση. Τα κουτάκια που έχουμε στο κεφάλι μας αναφορικά με κοινωνικές κατηγορίες που αποτελούν μειονότητες μοιάζουν πέρα για πέρα ανυπέρβλητα αλλά κυρίως, όπως συμβαίνει άλλωστε με κάθε στερεότυπο, πέρα για πέρα άδικα.

Οι Ρομά είναι μια κατηγορία ανθρώπων που στο συλλογικό υποσυνείδητο της κοινωνίας βρίθει από διαφόρων ειδών στερεότυπα. Ας μην κρυβόμαστε: ο μέσος άνθρωπος, αν κριθεί να απαντήσει συνοπτικά για το πως μπορούν να περιγραφούν οι Ρομά, θα τους ορίσει ως «απολίτιστους» και «εγκληματίες». Καμία φορά μάλιστα, στα μυαλά των περισσότερων, το πρώτο συνεπάγεται αυτόματα και το δεύτερο.

Φυσικά, σε αντιπαραβολή με κάθε μύθο, η αλήθεια είναι εξαιρετικά πιο σύνθετη. Πίσω από την -οριακά χολιγουντιανής αισθητικής- εικόνα περί σκληρών τσιγγάνων με καλάσνικοφ, υπάρχει μια άλλη εικόνα που κυριαρχεί στην κοινωνία των Ρομά και αυτή δεν χαρακτηρίζεται από την εγκληματικότητα (που άλλωστε συναντιέται σε κάθε επιμέρους κοινωνικό κύκλο) αλλά από την εξαθλίωση.

Στην Αττική υπάρχουν πάρα πολλοί καταυλισμοί Ρομά που πανεύκολα μπορούν να χαρακτηριστούν ως φαβέλες της Αθήνας. Πλάι στον κυρίαρχο πολιτισμό (μας) και τις αξιοπρεπώς χτισμένες συνοικίες μας, συγκροτούνται οι κοινωνίες των Ρομά: ξένες μέσα στον κόσμο κάποιων άλλων, καταδικασμένες στο περιθώριο λόγω της διαφορετικότητάς τους.

Στην Νέα Ζωή του Ασπρόπυργου θα συναντήσει κανείς τον πιο χαρακτηριστικό καταυλισμό εξ’ αυτών. Οι περιγραφές παραπέμπουν σε τρόπο ζωής που αντιστοιχεί σε μια άλλη, τριτοκοσμική χώρα. Οι λιγοστές έρευνες και τα ελάχιστα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ που κατά καιρούς έχουν τοποθετήσει στο επίκεντρό τους τη ζωή σε αυτή την φαβέλα, όχι απλά δεν έχουν αντιμετωπιστεί με εχθρότητα από τους Ρομά κατοίκους της αλλά την έχουν εμπλουτίσει και με μαρτυρίες. Οι άνθρωποι που μένουν άλλωστε εκεί «διψάνε» να ακουστούν στον έξω κόσμο και ως εκ τούτου δίνουν στοιχεία για τις συνθήκες διαβίωσής τους.

Σύμφωνα με τις συγκεκριμένες μαρτυρίες, οι ενήλικοι άντρες που υπολογίζεται πως μένουν σε αυτό το μέρος αγγίζουν τους 300. Κατά μέσο όρο, δουλειά έχουν μόνο οι 10 εξ’ αυτών: μιλάμε τρομακτικά, δυσθεώρητα εσωτερικά ποσοστά ανεργίας με άλλα λόγια. Αυτή η ανεργία δεν προκύπτει λόγω τεμπελιάς αλλά λόγω ρατσισμού: οι Ρομά κάτοικοι των περιοχών επιβεβαιώνουν ότι κάθε μέρα ξεποδαριάζονται να γυρνάνε τις γύρω περιοχές ζητώντας εργασία -άλλωστε οι καταυλισμοί είναι στημένοι δίπλα από μέρη με πολλά εργοστάσια και μικρομάγαζα- αλλά, ακόμα και αν υπάρχει διαθέσιμη εργασία, σπανίως θα τους προσφερθεί. Είναι το χρώμα του δέρματός τους άλλωστε, που κάνει αυτόματα σκεπτικό τον μέσο εργοδότη όσον αφορά τη συναναστροφή μαζί τους.

Καθημερινό φαινόμενο δε, είναι η ταλαιπωρία των αστυνομικών καψωνιών. Ένας Ρομά δεν χρειάζεται να κάνει κάτι άλλωστε για να στοχοποιηθεί από την αστυνομία. Αρκεί να γίνει αντιληπτός από ένα περιπολικό και αυτόματα θα ταλαιπωρηθεί με προσαγωγές στο τμήμα και με εξαντλητικά κουραστικούς ελέγχους.

Στη Νέα Ζωή του Ασπρόπυργου, ο κοντινότερος σκουπιδότοπος από τον καταυλισμό των Ρομά απέχει δύο χιλιόμετρα και κάθε μέρα είναι μπόλικα τα παιδιά και οι γυναίκες που τον προσεγγίζουν με τα πόδια στην προσπάθειά τους να βρουν κάποιο υλικό ή κάποιο πεταμένο σκεύασμα που μπορεί να χρησιμεύσει για πώληση. Τόσο στον σχεδόν ολοκληρωτικά ξύλινο (και άρα εύφλεκτο) καταυλισμό όσο και στον συγκεκριμένο σκουπιδότοπο, τα δυστυχήματα είναι μια παγιωμένη πραγματικότητα.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ωραιοποιείται η πραγματικότητα αλλά αντίστοιχα, κανένας λόγος δεν υπάρχει να κρύβεται κάτω από το χαλάκι. Η αυξημένη παραβατικότητα των Ρομά είναι μια πραγματικότητα. Αλλά δεν είναι φυσικό φαινόμενο όπως η βροχή ή η λιακάδα, δεν προκύπτει από μόνη της, μια άλλη πραγματικότητα διαμορφώνει τη συνθήκη. Οι άγραφοι κανόνες στις κοινωνίες των Ρομά είναι εν πολλοίς μια κατάσταση που τους έχει επιβληθεί από την αδιαφορία απέναντί τους. Και αυτό, όσο άβολο και αν είναι, δεν πρέπει να ξεχνιέται ποτέ.