Αποκλεισμένος 10 μέρες απ' τα κύματα: Στον πιο επικίνδυνο Φάρο της Ελλάδας τα λάθη δεν συγχωρούνται

Στην αρχή τα πάντα μοιάζουν (σχεδόν) ιδανικά. Σιγά- σιγά, όμως, η κατάσταση γίνεται ολοένα και χειρότερη...

«Η βάρδια είναι πολλές φορές πέντε 24ωρα το ένα πίσω από το άλλο. Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος, να έχεις πάρει μαζί σου φαγητά, βιβλία, ταινίες και νερό. Μόνο έτσι περνάει ο χρόνος εκεί πέρα.

Το αυτοκίνητο δεν φτάνει σ’ εκείνο το σημείο. Όταν δουλεύεις πρέπει να πας με τα πόδια μέχρι πάνω και να ελπίζεις ότι όλα θα πάνε καλά. Πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος ν’ αποκλειστείς- σε μένα έχει τύχει ν’ αποκλειστώ ακόμα και για 10 ολόκληρες μέρες…»

Αν κάποιος σας παρέθετε το παραπάνω χωρίο και σας ζητούσε να μαντέψετε σε τι αναφέρεται ο άνθρωπος που ξεστομίζει τις συγκεκριμένες ατάκες, ενδεχομένως θα σκεφτόσασταν κάτι εξαιρετικά extreme- κάτι που, ίσως, θα είχε σχέση με τον στρατό και την εκπαίδευση ενός ΟΥΚά, ας πούμε τη… διαβόητη «διαβολοβδομάδα».

Ωστόσο, είναι απλά τα λόγια ενός φαροφύλακα στην Μονεμβασιά, ο οποίος παραθέτει μ’ εκπληκτικές λεπτομέρειες όλα όσα περνάει σε καθημερινή βάση ο άνθρωπος που κάνει την συγκεκριμένη δουλειά.

Στο άκρο του Μίνωα, το οποίο βρίσκεται στην κορυφή του κάστρου, δεσπόζει ο περιώνυμος Φάρος. Για να φτάσει κανείς- και, εν προκειμένω, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας- εκεί, πρέπει να παρκάρει το αυτοκίνητό του στην είσοδο της Μονεμβασιάς, έπειτα να πάρει στα χέρια τις προμήθειές του για το επόμενο πενθήμερο της υπηρεσίας του, ν’ ανέβει το ανηφορικό μονοπάτι που σχηματίζουν τα στενά και στο τέλος, εξαντλημένος, να βρεθεί στο επιθυμητό σημείο.

Μπορεί στο ευρύ κοινό η δουλειά του φαροφύλακα να μοιάζει- λόγω πλήρους άγνοιας με το αντικείμενο- με βόλτα στο πάρκο, όμως η αλήθεια απέχει πόρρω: «Μου έχει τύχει να αποκλειστώ και πέντε ημέρες, χωρίς να μπορώ να βγω καθόλου από τον φάρο. Η θάλασσα τον σκέπαζε όλο και δεν μπορούσα ούτε την πόρτα να ανοίξω», είχε δηλώσει ο Νίκος Τσάκωνας μιλώντας στην HuffPost Greece τον περασμένο Φλεβάρη.

«Και γενικά, οπότε βγάζει βοριά, δεν μπορείς να περπατήσεις στο μονοπάτι γιατί η θάλασσα ανεβαίνει πάνω. Εδώ το χειμώνα είναι δύσκολα. Εάν όμως είσαι προετοιμασμένος, είναι εντάξει. Θα πρέπει να έχεις νερά, φαγητά, βιβλία, ταινίες. Μόνο έτσι περνάει ο χρόνος», κατέληξε.

Μάλιστα, στη συνέχεια παρέθεσε ορισμένες ιστορίες αναφορικά με τα όσα συνέβησαν στους συναδέλφους του, οι οποίοι, ειδικά τα παλαιότερα χρόνια που η κατάσταση ήταν ακόμα πιο εφιαλτική, ισχυρίζονταν πως «έβλεπαν» διάφορα:

«Παλιότερα ο φαροφύλακας τη νύχτα δεν μπορούσε καν να κοιμηθεί. Οι φάροι ήταν κουρδιστοί και έπρεπε να κουρδίζονται κάθε μισή ώρα. Και οι συνθήκες διαβίωσης δεν ήταν όπως σήμερα. Τότε δεν υπήρχε ούτε νερό, ούτε ηλεκτρικό, ούτε τηλέφωνα, ούτε ίντερνετ.

Οι άνθρωποι μπορεί να πήγαιναν σε μια βραχονησίδα για 10 ημέρες βάρδια και να καθόντουσαν τρεις μήνες μόνοι τους, γιατί τους είχε κόψει ο καιρός. Να ψάχνεις για φαγητό και νερό στο νησί. Να κάνει παιχνίδια το μυαλό. Έχω ακούσει άπειρες ιστορίες. Νόμιζαν ότι έβλεπαν φαντάσματα, ναυάγια, ή άλλα πράγματα μέσα στη θάλασσα. Ακόμα και οι ίδιοι το καταλάβαιναν όμως ότι μετά από τόσες μέρες σε δύσκολες συνθήκες, το μυαλό κατασκευάζει πράγματα», ήταν τα λόγια του.

Μάλιστα, ο Φάρος της Μονεμβασιάς λειτουργεί με μπαταρίες κατά τη διάρκεια της νύχτας, κάτι που σημαίνει πως η πρώτη του δουλειά όταν πάει εκεί- αφότου υψώσει την σημαία- είναι να τις φορτίσει και να βεβαιωθεί πως δεν υπάρχει κάποια βλάβη, προκειμένου να κυλήσει η βάρδιά του χωρίς προβλήματα.

Όταν συμβεί αυτό, περιμένει το βράδυ, όπου το σκοτάδι θα καλύψει τα πάντα- τα πάντα, δηλαδή, εκτός από εκείνο το τηλαυγές φως το οποίο «καθοδηγεί» τα πλοία ακόμα και στις  πιο δύσκολες συνθήκες.

Και τότε, με τη μοναξιά να βγαίνει από τη γωνία και ν’ αγκαλιάζει τα πάντα, ο φαροφύλακας πρέπει να «κρατήσει» το μυαλό του και να μη λυγίσει. Όχι για λίγες ώρες ή για μια μέρα. Για 2-3-5- για όσο χρειαστεί.

Αλήθεια, εξακολουθεί να πιστεύει κανείς πως η συγκεκριμένη δουλειά είναι εύκολη;