Γελάνε. Και. Τα. Σκυλιά. Όλο μαζί: γελάνε και τα σκυλιά. Για να είμαστε πιο ακριβείς, πέφτουν κάτω από τα τρανταχτά γέλια, δάκρυα γεμίζουν τα μάτια τους και παρά το γεγονός πως προτίθενται, τα δόλια, να πάνε ακόμα και στη Νικολούλη για να βρουν την ανάσα τους, προς ώρας αδυνατούν να πάρουν έστω και μία.
Ακούς εκεί «Εκατονταετής πόλεμος»- ο μακροβιότερος που έγινε ποτέ μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας και που, στην πραγματικότητα, κράτησε 116 χρόνια (1337-1453, ναι με κομπιουτεράκι το υπολογίσαμε κι εμείς) και θεωρήθηκε από τους ειδήμονες ως μακρύς πόλεμος.
Είπαμε ότι γελάνε και τα πολεμοχαρή σκυλιά, έτσι;
Γιατί ok Εκατονταετή, συμπαθής υπήρξες, αλλά εδώ μιλάμε για Αθήνα-Θεσσαλονίκη και καλαμάκια/σουβλάκια. έναν «πόλεμο», δηλαδή, που (μοιάζει να) διαρκεί τέσσερις διευρυμένες αιωνιότητες, με τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές να μη δείχνουν καμία διάθεση να σταματήσουν.
Αν δεν σας έχει χτυπήσει προσφάτως κάποιος με το memory eraser του “Men in Black”, τότε γνωρίζετε γιατί «σκοτώνονται» οι μεν με τους δε: για το ποιος από τους δύο έχει δίκιο σχετικά με το… κρέας. Είναι «σουβλάκι» ή «καλαμάκι» το σωστό;
Απόρροια αυτής της κόντρας είναι ορισμένα από τα πιο ευφάνταστα γαστριμαργικά αστεία στην ιστορία των εύγευστων χωρατών («Α, δηλαδή θέλεις να μου πεις ότι τον Αθανάσιο Διάκο τον καλαμακώσανε, δεν τον σουβλίσανε- έτσι;»/ «Συγγνώμη, αλλά είναι μικρό καλάμι- εσείς πώς το λέτε, δηλαδή; Σουβλακάκι;»- ΣΑ ΤΑ ΝΑ ΔΕΣ αμφότεροι) και μερικά εκατομμύρια πρησμένοι όρχεις σε σημείο ανατομικού κακουργήματος.
Ωστόσο, οι Θεσσαλονικείς- οι οποίοι, σαν τον συντοπίτη γράφοντα, μοιάζουν να είναι λιγάκι πιο φανατικοί με το ζήτημα- φαίνεται πως έχουν ένα σημαντικό «όπλο» στα χέρια τους, το οποίο αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν όταν θέλουν να σκοτώσουν τα επιχειρήματα των απέναντι.
Αυτό έχει τη μορφή τριών βίντεο από ελληνικές ταινίες, στις οποίες οι Αθηναίοι αποκαλούν το καλαμάκι «σουβλάκι» προκαλώντας ηχητική (και όχι μόνο…) ηδονή στους κατοίκους στη συμπρωτεύουσας.
Το μενού, όπως μπορείτε να δείτε, έχει Κώστα Χατζηχρήστο στην ταινία «Ο τυχεράκιας» (1968), όπου ακούγεται το «Εδώ τα ωραία σουβλάκια, εδώ τα ωραία σουβλάκια… Όποιος τρώει δεν ξανατρώει, πάει στον Ερυθρό Σταυρό κατευθείαν»:
Στη συνέχεια, συναντάμε τον Θανάση Βέγγο στο «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι» (1980), με τον αξιολάτρευτο ηθοποιό να λέει «Απέναντί μου ψήνουν κάτι σουβλάκια…»:
Και η άτυπη τριλογία κλείνει με το φιλμ «Κίτσος Μίνι και Σουβλάκια» (1968), κατά το οποίο ο αφηγητής στην αρχή λέει «Στην σύγχρονη Αθήνα μοσχοβολάνε τα σουβλάκια. Ο Αττικός ουρανός ανοίγει την όρεξη. Έτσι, το 1/3 του εισοδήματος του μέσου Έλληνα, καταναλίσκεται σε σουβλάκια»:
Το ερώτημα που γεννάται εδώ, βέβαια, είναι ότι αν κάποτε- στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν- ήταν «δόκιμο» και στην Αθήνα το «σουβλάκι» όπως βλέπουμε στις ταινίες, τότε πότε ακριβώς… μεταλλάχθηκε σε «καλαμάκι» και γιατί; Και μήπως υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία «σουβλάκι» και «καλαμάκι» συνυπήρχαν στην πρωτεύουσα, μέχρις ότου να επικρατήσει το δεύτερο;
Πάμε στοίχημα ότι αν ζούσε σήμερα ο Σαίξπηρ θ’ αναδιαμόρφωνε ελαφρώς το έργο του και θα συμφωνούσε πως αυτό είναι ΤΟ ερώτημα.
Φυσικά, για τους Θεσσαλονικείς αυτό ελάχιστη σημασία έχει. Εκείνο που μετράει είναι πως κατάφεραν ένα καίριο «χτύπημα» στους Αθηναίους, οι οποίοι θα πρέπει ν’ αρκεστούν στο (ορθότατο, είναι η αλήθεια) «Δεν είναι όλα τα τυριά κασέρια και δεν είναι τυρί η φέτα!».
Κι αφού ρίξαμε λίγο ακόμα άσκοπο λάδι στη μαγειρική φωτιά, ας την σβήσουμε πριν εξαπλωθεί και γίνει ανεξέλεγκτη για νιοστή φορά: εμείς, αν και Θεσσαλονικείς, ισοπεδώνουμε με περίσσια χαρά τα καλαμάκια των Αθηνών. Αντιστοίχως οι Αθηναίοι εξαφανίζουν τα σουβλάκια της Θεσσαλονίκης μέχρι να πεις «Από αλοιφές τι έχετε; Voltaren;».
Εκατονταετής πόλεμος και αηδίες. Ελάτε να καπνίσουμε την πίπα της Ειρήνης.
Μετά από τέτοιο τσιμπούσι, ένα τσιγάρο τραβιέται περισσότερο κι από την Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη.
Διαφωνεί κανείς;