Ποιος ξοδεύει τι; Η στόχευση του ελληνικού τουρισμού τα επόμενα χρόνια

Το 2019 είναι από τα τελευταία καλοκαίρια της μεταβατικής περιόδου.

Αν διαβάσει κανείς τα στατιστικά που δημοσιεύει ο ΙΝΣΕΤΕ για τον τουρισμό της περσινής τουριστικής σεζόν, θα δει ότι η πληθυσμιακή αύξηση των τουριστών, δεν συμβαδίζει με μεγαλύτερη εισροή ξένου χρήματος.

Σε σχέση με το 2005, αλλά και σε σχέση με το 2015, οι ξένοι τουρίστες θα ακουμπήσουν τα ίδια λεφτά στην ελληνική αγορά μόνο για περισσότερες υπηρεσίες και αγαθά. Αν αυτά μένουν στις ποσότητες και το εύρος του 2015, τότε θα μειώσουν κι αυτοί τα ποσά που ξοδεύουν γνωρίζοντας ότι πλέον ο κόσμος έχει αλλάξει σε παγκόσμιο επίπεδο σε κάθε τομέα και προφανώς και στον τουρισμό.

Αυτά τα 520 περίπου ευρώ που ξοδεύτηκαν από κάθε τουρίστα που ήρθε στην Ελλάδα την θερινή σεζόν του 2018, φαντάζουν μικρό ποσό αν σκεφτούμε πως συνυπολογίζεται και η τιμή της διαμονής. Μια διαμονή που είναι επίσης μειωμένη κατά μία ημέρα για κάθε τουρίστα κατά μέσο όρο σε σχέση με την περασμένη δεκαετία.

Αυτά τα νούμερα ανακοινώνονται το 2018, αλλά ο ελληνικός τουρισμός τα έχει αντιληφθεί από την πρώτη στιγμή. Γιατί δεν είναι νούμερα μόνο του 2018. Και του 2017 δεν απέχουν. Κι όταν αντιλαμβάνεται κανείς κάτι και το τοποθετεί ως «επιδέχεται μεγάλων βελτιώσεων», αναζητά τη φόρμουλα που θα φέρει ένα επιθυμητό αποτέλεσμα.

Κι αυτή η φόρμουλα τραβάει το βλέμμα από την ποσότητα στην ποιότητα. Όπου ποσότητα ο συνολικός αριθμός ξένων τουριστών κι όπου ποιότητα το τι περιλαμβάνει η τσέπη, η διάθεση και οι επιθυμίες του κάθε ένα. Για τον τουρισμό σε πάρα πολλές μεγάλες τουριστικές αγορές το ζήτημα καταλήγει στο πόσες υπηρεσίες άνεσης μπορείς να παρέχεις σε μια συγκεκριμένη τιμή.

Γι΄αυτό η ελληνική τουριστική αγορά έχει από καιρό προσανατολιστεί στο κυνήγι των λίγων και καλών. Αντί των 25-30 εκατομμυρίων τουριστών με 520 ευρώ κατά κεφαλή ξόδεμα, ο στόχος είναι τα 4-5 εκατομμύρια με 5  και 6 χιλιάδες ευρώ κατάθεση στον Έλληνα που δραστηριοποιείται στον τουρισμό. Είτε αυτός είναι ξενοδόχος είτε εστιάτορας είτε οποιοδήποτε άλλο πόστο.

Η Αθήνα, η Μύκονος, η Σαντορίνη είναι από χρόνια σε αυτή τη λογική. Γι΄αυτό φέτος ξεπετάχτηκαν στην Αθήνα 4-5 ξενοδοχεία υψηλών παροχών. 3 απ΄αυτά προστέθηκαν στα υπάρχοντα των κεντρικών σημείων και 2 βρίσκονται στα νότια προάστια. Το ένα είναι το Four Seasons και το έτερο είναι και θα είναι περισσότερο του χρόνου ο Αστέρας Βουλιαγμένης.

Αν σε αυτές τις προσθήκες δούμε και τη μεγάλη εικόνα που λέει ότι το 2025 θα έχουμε τη νέα εικόνα στο παλιό αεροδρόμιο του ελληνικού που θα περιλαμβάνει ξενοδοχεία 4 αστέρων και βάλε, αλλά και εμπορικά κέντρα, βλέπουμε να διαμορφώνεται ένα σκηνικό με προφανή στόχευση.

Όλα αυτά τα στοιχεία χρειάζεται να συνδεθούν με έναν άλλο αριθμό που δημοσιεύεται στα στατιστικά του ΙΝΣΕΤΕ. Η τρίτη δύναμη ποσοτικά στους ξένους τουρίστες της Ελλάδας είναι οι Αμερικάνοι, πίσω από Γερμανούς και Βρετανούς. Σε κατά κεφαλήν ξόδεμα είναι πρώτοι. 

Οι Αμερικάνοι και οι Βρετανοί είναι οι δύο λαοί που αποτελούν την ψαριά που θέλει να κάνει η Ελλάδα τουριστικά στα επόμενα χρόνια. Κι αυτό γιατί στις Μέκκες που διαθέτουν, δηλαδή το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, το Σαν Φρανσίσκο κτλ., υπάρχει μια κοινωνική τάξη ανθρώπων που προτίθενται να δώσουν ένα συνολικό ποσό από 3 χιλιάδες και πάνω για μια διαμονή 4-5 ημερών στη χώρα.

Όχι τόσο γηγενείς Αμερικάνοι και Βρετανοί, αλλά Ινδοί και Κινέζοι που είναι δεύτερης και τρίτης γενιάς, γεννήθηκαν δηλαδή και μεγάλωσαν σε αυτές τις χώρες, χτίζουν καριέρες σε τομείς που αποφέρουν παχυλούς μισθούς και θέλουν να απολαύσουν τα προνόμια που αντέχει η τσέπη τους.

Άλλωστε, Ινδοί και Κινέζοι προέρχονται από τεράστιους πληθυσμούς και είναι πλέον πάρα πολλοί αυτοί που αναζητούν την επαγγελματική τους τύχη στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη κατά βάση και στο Παρίσι ή το Βερολίνο σε δεύτερο επίπεδο. Μαζί με τους Αμερικάνους πολλών γενεών πίσω, συνθέτουν μια τεράστια δεξαμενή. Αν μπορούσε να γίνει μια μπαχαλίστικη εκτίμηση, θα λέγαμε ότι είναι μια τουριστική δεξαμενή που αγγίζει τα 50-60 εκατομμύρια. Κι αν δεν είναι εκεί ο αριθμός, σίγουρα δεν πέφτει κάτω απ΄αυτό το όριο.

Για την προσέλκυση αυτών τα περισσότερα ελληνικά νησιά και συνολικά το επιχειρείν σε αυτά αρχίζει να φεύγει από την προσήλωση στα απλά Airbnb. Η ανάδυση οικημάτων με ιδιωτική πισίνα, με παροχές προσωπικών σεφ ή καθαριστριών, η παρουσία ενός κονσιέρζ που αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει κάθε τους ανάγκη έχοντας ένα δίκτυο συνεργατών, είναι μερικά στοιχεία που τείνουν να γίνουν must.

Μύκονος και Σαντορίνη είναι μια άλλη κατηγορία. Αυτή την κατηγορία θέλουν να κοιτάξουν ανταγωνιστικά και άλλα νησιά. Η Κεφαλονία είναι ένα τέτοιο. Τα περισσότερα γραφεία που ασχολούνται με τουριστικά, θεωρούν ότι είναι το επόμενο μεγάλο πρότζεκτ αναβάθμισης του ξένου τουρισμού στη χώρα. Με κεντρομόλο δύναμη το Φισκάρδο.

Μπορεί να μη διαθέτει την ξέφρενη νυχτερινή ζωή της Μυκόνου, αλλά γι΄αυτό και δεν θα απευθυνθεί στο ξέφρενο κοινό της Μυκόνου. Θα εστιάσει σε οικογενειάρχες με ένα εισόδημα κοντά στα 8-10 χιλιάδες ευρώ το μήνα που δεν θα διστάσει να δώσει για μια βδομάδα 5 χιλιάδες οι οποίες θα μεταφραστούν σε παροχές υψηλού επιπέδου. Η Κέα είναι επίσης ένα νησί που συγκεντρώνει χαρακτηριστικά για να γίνει νησί μιας μεσαιομεγάλης αστικής τάξης τουρισμού. Η Νάξος το ίδιο.

Πέρα από τη δομή των κατοικιών που θα προσφέρονται για βραχύχρονη μίσθωση, υπάρχει και η αναδόμηση αρκετών λιμανιών που θα απαιτηθεί και βρίσκεται στο πλάνο αρκετών περιοχών. Με την ιδιαίτερη συνθήκη που επικρατεί στο ζήτημα του καμποτάζ στα μεγάλα λιμάνια και με το ότι η Ελλάδα δεν είναι αρχικός ή τερματικός σταθμός μεγάλων κρουαζιερόπλοιων, η αθηναϊκή ριβιέρα κατά βάση θα αποτελεί έναν τόπο άφιξης άπειρων ιδιωτικών σκαφών κάθε μεγέθους.

Φυσικά όλα τα παραπάνω είναι εκτιμήσεις. Βασισμένες σε ανακοινωθέντα πλάνα μεν, εκτιμήσεις. Πολλά αλλάζουν, αλλά επειδή το έργο στο Ελληνικό είναι δρομολογημένο και από τα λίγα σημεία ταύτισης της ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ σε επίπεδο προθέσεων, μπορούμε να πούμε πως η Αθήνα θα βιώσει μια ριζική αναδιαμόρφωση της ριβιέρας της, μεγαλύτερη κι απ΄όση έχει ζήσει τα τελευταία 4-5 χρόνια με το ΚΠΙΣΝ και τα άλλα έργα.

Κι ο λόγος είναι η προσέγγιση-προσέλκυση μιας κοινωνικοοικονομικής τάξης που θέλει μερίδιο στο luxury, αφού εδραίωσε το μερίδιο της στον πλούτο.