Ζούμε σε έναν κόσμο που η παραμικρή μας κίνηση αφήνει πλέον μεγάλο αποτύπωμα. Ακόμα και το πιο μικρό επιβαρύνει το ήδη πολύ βεβαρημένο φορτίο του περιβάλλοντος. Ζούμε όμως και σε εποχές που δεν είναι κρυμμένη η γνώση για το πώς θα το αλλάξουμε αυτό.
Κι η αλλαγή είναι μια συνθήκη που επέρχεται από τα μικρά και από τα μεγάλα. Το ένα δε μπορεί να φέρει καμία αλλαγή χωρίς το άλλο. Τα μικρά είναι ζήτημα του καθενός μας ατομικά. Τα μεγάλα είναι υπόθεση κρατών και μεγάλων εταιρειών τους.
Ο λιγνίτης και το τέλος της εξόρυξης και της χρήσης του από τη ΔΕΗ είναι ένα από τα μεγάλα. Από τα πολύ μεγάλα. Κι αυτό γιατί εκτός του ότι καταστρέφει τα ιχνοστοιχεία του εδάφους και το νερό στις περιοχές όπου γίνεται η εξόρυξη του, απελευθερώνει τρομακτικές ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.
Εδώ και 5 χρόνια έχει καταστεί σαφές ότι ενεργειακά η χώρα πρέπει να αναζητήσει άλλες πηγές ενέργειας και να μειώνει με σημαντικό βαθμό την εξόρυξη και την χρήση. Εδώ και 5 χρόνια δεν έχει υπάρξει η παραμικρή μείωση. Αντιθέτως, ίσως να έχει υπάρξει και αύξηση.
Ο λόγος; Από το 2012 η Ευρωπαϊκή Ένωση άλλαξε τους κανονισμούς για τα ποσοστά εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από εταιρείες στη βιομηχανία του ηλεκτρισμού. Μειώθηκε αρκετά ο αριθμός των λεγόμενων allowances, δηλαδή των μονάδων εκπομπής που μοιράζονται στις ηλεκτρικές εταιρείες ανά την Ε.Ε. και αυξήθηκε αρκετά το κόστος τους. Από το 2005 έχει αυξηθεί ως και 150%, ενώ από το 2015 που υπεγράφη η Συνθήκη του Παρισιού, δεν περνάει χρονιά που να μην αυξάνεται.
Συνολικά μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει πέσει αρκετά μακριά από τις υποσχέσεις της ως προς τις εκπομπές ρύπων, αλλά εν πάση περιπτώσει έχει θεσπίσει ένα πλαίσιο. Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βρετανία έχουν τη μερίδα του λέοντος σε ποσοστό που δικαιούνται να εκπέμπουν και το υπερβαίνουν κάθε χρόνο από το 2015. Η Πολωνία είναι ο μεγαλύτερος βραχνάς, αφού προβάλλει τη μεγαλύτερη αντίσταση μιας και ο λιγνίτης είναι το εθνικό της προϊόν. Σαν το δικό μας καλοκαίρι. Σε τέτοια αντιστοιχία και μέγεθος.
Η Ελλάδα ως χώρα έχει ένα πολύ χαμηλό ποσοστό στο ετήσιο δικαίωμα εκπομπής ρύπων, μα κι αυτή το ξεπερνάει. Το πρόβλημα είναι πως αυτή η υπέρβαση έρχεται από τη ΔΕΗ. Κι αυτό γιατί από το 2015 έχει πάψει να έχει δωρεάν πρόσβαση στα allowances και αναγκάζεται να τα αγοράσει. Είτε απευθείας από την Ε.Ε είτε από εταιρείες που έχουν καλυφθεί κι έχουν περίσσευμα. Οπότε είτε το διατηρούν για την επόμενη χρονιά είτε το πουλάνε. Αυτές είναι οι ρυθμίσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας σε αυτή την αγορά.
Αυτή η αγορά είναι εκτός του προβλεπόμενου σχεδίου για μια χώρα βιώσιμη περιβαλλοντικά. Η ΔΕΗ με την επιμονή της σε λιγνίτη, επιβαρύνει τη θέση της χώρας κάθε χρόνο στο χρηματιστήριο ρύπων. Σε συνδυασμό με ένα ειδικό τέλος για τον λιγνίτη που δυστυχώς ίσχυε μέχρι πέρσι μόνο και καταργήθηκε, έφτασε να κοστίζει η λιγνιτική μεγαβατώρα 96 ευρώ για να παραχθεί, σύμφωνα με στοιχεία που αναλύει σε ένα καταπληκτικό του θέμα το Inside Story.
Με πιο απλά λόγια, η ΔΕΗ όχι μόνο μολύνει ανυπέρβλητα το περιβάλλον με τις υπάρχουσες συνθήκες, αλλά αδειάζει γρηγορότερα και την τσέπη μας. Κάτι που είχε γίνει γνωστό ως είδηση πέρσι, μα πέρασε κάπως στα ψιλά.
Η αλλαγή των συνθηκών αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για την υπάρχουσα κυβέρνηση με τον αρμόδιο υπουργό, τον κύριο Χατζηδάκη, να αφήνει να εννοηθεί πως οι λιγνιτικές μονάδες θα κλείσουν.
Σε αυτό το σημείο είναι που αναδεικνύεται το πρόβλημα, το δίλημμα και η ανάγκη να μην εμφανιστεί πολιτικός που θα νοιαστεί για το πολιτικό κόστος. Κι αυτό γιατί αναμφίβολα ο φραγμός στις λιγνιτικές μονάδες θα οδηγήσει σε ανεργία αρκετούς ανθρώπους. Έχουμε φτάσει όμως σε ένα σημείο όπου πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στη συνέχεια της ύπαρξης και στο να μη μείνουν αρκετοί άνθρωποι άνεργοι.
Κι είναι πάρα πολλοί, αφού η ΔΕΗ όχι μόνο απασχολεί αρκετό κόσμο άμεσα στην επαρχία. Προσφέρει και έμμεσες θέσεις εργασίας μέσα από τις συνεργασίες με τοπικές εταιρείες για τη συντήρηση των λιγνιτικών μονάδων, ιδίως κατασκευαστικές.
Επομένως, δεν χρειάζεται μόνο να κλείσουν οι λιγνιτικές μονάδες. Απαιτείται να υλοποιηθεί ένα πλάνο που θα φροντίσει ώστε οι άνθρωποι που έμαθαν 30-40 χρόνια τώρα σε αυτόν τον τρόπο, να εκπαιδευτούν και να μάθουν σε άλλο τρόπο. Να μη μείνουν δηλαδή άνεργοι, αλλά να αλλάξουν αντικείμενο δουλειάς.
Όποιος δεν μπορεί να το αντιληφθεί αυτό, είτε δεν έχει ιδέα την κρισιμότητα της εποχής μας είτε είναι μύωπας και επικίνδυνος.