Πωλήσεις στα ύψη: Οι 2 ελληνικές επιχειρήσεις που ξεπέρασαν τις πολυεθνικές λόγω κορωνοϊού

Παρουσίασαν τρομακτική αύξηση «χάρη» στον Covid-19...

Είναι, a priori, μια έννοια φορτισμένη με αρνητικό πρόσημο. Και δικαίως: τι άλλο θα μπορούσε να είναι μια πανδημία, η οποία ταλαιπωρεί σύσσωμο τον πλανήτη για μισό και πλέον χρόνο (και, δυστυχώς, με προοπτική να μείνει στα μέρη μας γι’ αρκετό καιρό ακόμα…), είχε οδηγήσει σε lockdown περισσότερα από 4.000.000.000 κόσμου, ενώ έχει στοιχίσει την ζωή- μέχρι αυτή την στιγμή- σε σχεδόν 600.000 ανθρώπους;

Ο κορωνοϊός είναι ακόμα εδώ και συνεχίζει τις ηχηρές πατημασιές του στο ερεβώδες μονοπάτι της παγκόσμιας μόλυνσης, αλλάζοντας άρδην την καθημερινότητα σχεδόν των πάντων και συνθλίβοντας τις πρότερες συνήθειές μας.

Ωστόσο, μέσα στην αδιαμφισβήτητη κρίση που έχει δημιουργήσει η άυλη παρουσία του (εκατομμύρια άτομα έχουν χάσει τις δουλειές τους, επιχειρηματίες υπέστησαν μη αναστρέψιμη ζημιά, μαγαζιά έκλεισαν και ούτω καθεξής), υπάρχει πάντα, για μερικούς, και η φωτεινή πλευρά του φεγγαριού: ορισμένες επιχειρήσεις είδαν τις πωλήσεις τους να εκτοξεύονται στην στρατόσφαιρα- και το θετικό, στα του οίκου μας, είναι πως στα κερδισμένα ήταν και μερικά ελληνικά «μαγαζιά» που απασχολούν πληθώρα εργαζομένων.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων είναι ο «Σαραντής» (Καλλυντικά ευρείας διανομής) καθώς επίσης και ο «Παπουτσάνης» (Η πρώτη εταιρία παραγωγής σαπουνιού στην Ελλάδα)- δύο φίρμες που εν μέσω πανδημίας κατάφεραν να ξεπεράσουν τις πολυεθνικές, που κατείχαν εδώ και πάρα πολύ καιρό τα πρωτεία.

Τι συνετέλεσε, ωστόσο, στο να έρθει αυτή η σημαντική (κι ελπιδοφόρα, για τα εντός των συνόρων ζητήματα) αλλαγή; Πρώτο και κυριότερο, το γεγονός πως και οι δύο πέραν των κλασικών προϊόντων που προσέφεραν στο καταναλωτικό κοινό (είδη προσωπικής υγιεινής και οικιακής χρήσης) διεύρυναν τους… ορίζοντές τους, «μπαίνοντας» και στην παραγωγή των αντισηπτικών. Η συγκεκριμένη κίνηση αποδείχτηκε ματ, μιας και τα αντισηπτικά έγιναν ανάρπαστα από τα μέσα Μαρτίου και μετά.

Πέραν, όμως, του προφανούς, σημαντικότατο ρόλο έπαιξε και το, αίφνης τονωμένο, αίσθημα εθνικής στήριξης των εγχώριων παραγωγών. Πράγματι, ο Έλληνας στράφηκε σε σημαντικό βαθμό προς τα «δικά μας» προϊόντα, με το γεγονός πως η χώρα μας τα πήγε πολύ καλά αρχικά στην αντιμετώπιση του ιού (και, ως εκ τούτου, δεν ελλόχευε μεγάλος κίνδυνος επιμόλυνσης των αγαθών) να συμβάλει σημαντικά σε αυτή την αγοραστική στροφή.

Παράλληλα, οι αλλεπάλληλες καραντίνες σε ολόκληρη την υφήλιο δημιούργησαν πρόβλημα στην εφοδιαστική αλυσίδα, με τις εισαγωγές (ειδικά την πρώτη περίοδο του «σκληρού εγκλεισμού») να κατακρημνίζονται, κάτι που έφερε στην επιφάνεια, φυσικά, τα ελληνικά προϊόντα.

Είναι χαρακτηριστικό πως, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Nielsen, οι συνολικές εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 9,7% σε τρέχουσες τιμές για την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου του 2020, ενώ το Μάιο η πτώση… εκτοξεύτηκε, αγγίζοντας στο εκκωφαντικό -39%.

Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το ότι, σε μια αναντίρρητα δύσκολη εποχή για την συντριπτική πλειονότητα του κόσμου, οι τιμές των ελληνικών αγαθών εν συγκρίσει με των ξένων ήταν σταθερά χαμηλότερες, διευκολύνοντας σημαντικά τις, πληγείσες οικονομικά, ελληνικές οικογένειες.

Είναι σαφές, λοιπόν, πως εν μέρει «έτυχε» κι εν μέρει «πέτυχε»: οι ελληνικές εταιρίες ύψωσαν ανάστημα στην πιο σκοτεινή περίοδο των τελευταίων πάρα πολλών ετών, εκτοπίζοντας τις κραταιές πολυεθνικές.

Δεν το λες και μικρό κατόρθωμα, έτσι δεν είναι;