Κύριοι, βλέπετε και σε αυτές τις εικόνες-ντροπή θέμα ατομικής ευθύνης;

Ρητορικής υφής το ερώτημα…

Στην αρχή, η συντριπτική πλειονότητα το έριξε στην πλάκα: «Πω, 15 κρούσματα τη μέρα, ε; Πάω ν’ αγοράσω καινούργιο λουρί στο σκύλο μου και να κουρευτώ». Το επικίνδυνο τροπάρι συνεχίστηκε και λίγο αργότερα: «Τι είναι 25 κρούσματα, μωρέ;».

Στα 35 αρχίζουν να μπαίνουν κάποιοι ψύλλοι στ’ αυτιά, αλλά πάσχουν από έλλειψη επιμονής και τους διώχνει εύκολα ο Έλληνας: «Μας κοροϊδεύουν, τίποτα δεν είναι αλήθεια». Μετά, όμως, τα κρούσματα γίνονται 45. 50. Ξεπερνάνε τα 60. Φλερτάρουν με τα 80 τις 24 ώρες.

Και τότε- μετά από 4 μέρες με συνεχή άνοδο-, συμβαίνει: το καμπανάκι αρχίζει να παίρνει μέγεθος ολόκληρου καμπαναριού και ο σιωπηλός συναγερμός μετατρέπεται σε κόκκινο, παράγοντας εκκωφαντικούς ήχους προς πάσα κατεύθυνση.

Ναι, αίφνης γίνεται κατανοητό (μ’ εξαίρεση τους αθεράπευτα ψεκασμένους που συνεχίζουν να πιστεύουν πως όλ’ αυτά δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα τερτίπι του Μπιλ Γκέιτς που θέλει να εγκαταστήσει παντού 5G κεραίες και να μας τσιπάρει όλους) πως ο Covid-19 όχι απλά δεν έχει τραπεί σε φυγή μετά τα αλλεπάλληλα «Άντε γεια!», που σαν άλλοι μαινόμενοι Τσουκαλάδες ξεστομίζουμε προς το μέρος του, αλλά συνεχίζει τη βασανιστική του εξάπλωση σε όλο τον πλανήτη.

Η χώρα μας, που σε πρώτη φάση τα πήγε κάτι παραπάνω από καλά στην αντιμετώπιση της πανδημίας, αρχίζει να υποκύπτει ολοένα και περισσότερο στα θέλγητρα της κατιούσας, που μας καλεί στην στοργική αγκάλη του κοινωνικού βυθού.

Εδώ και περίπου μια εβδομάδα, λοιπόν, οι ειδικοί κρούουν ολοένα και περισσότερο τον κώδωνα του κινδύνου, οι λοιμωξιολόγοι τονίζουν ξανά και ξανά το προφανές περί social distancing, νέα μέτρα λαμβάνονται προκειμένου ν’ αποφευχθεί το «κακό».

Παράλληλα, όμως, επιχειρείται από την κυβέρνηση μια συντεταγμένη (κι εν πολλοίς πετυχημένη στο πρόσφατο παρελθόν) προσπάθεια μετακύλισης της ευθύνης προς την πλευρά των «ανεύθυνων πολιτών», που γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις συστάσεις, καθώς εμείς οι κυβερνώντες «Νίπτουμε τας χείρας μας»- όχι και τόσο σχολαστικά, όμως.

Ξαφνικά, παντού ξεφυτρώνουν λέξεις και εκφράσεις-κλειδιά όπως «ατομική ευθύνη», «χαλάρωσαν οι Έλληνες και δεν τηρούν τα μέτρα», «πρέπει οι πολίτες να συμμορφωθούν» και πολλές άλλες.

Το ότι ο Έλληνας έχει χαλαρώσει μετά την περίοδο της «σκληρής» καραντίνας (και ιδίως μετά την σταδιακή- και ολική- άρση των μέτρων) και δεν προσέχει όσο στο πρόσφατο παρελθόν, είναι δεδομένο. Επίσης, το ότι υπάρχει πληθώρα ατόμων εκεί έξω που σηκώθηκε από καναπέδες, κρεβάτια, καρέκλες και άρχισε να κάνει λόγο περί «κοροϊδοϊού», είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης. Αν θέλουμε να είμαστε απολύτως δίκαιοι, οι πολίτες φταίνε για την περαιτέρω εξάπλωση του ιού- αν και η συμπεριφορά τους μετά από μια περίοδο με καινοφανή ψυχολογική πίεση είναι εν μέρει κατανοητή.

Όμως, για μισό λεπτό: ποιος έδωσε εντολή για ν’ ανοίξουν τα σύνορα (κίνηση που δικαιολογείται ως ένα βαθμό, μιας και η πληγείσα οικονομία έπνεε τα λοίσθια), ανεβάζοντας κατακόρυφα τα- ανύπαρκτα, μέχρι πρότινος- εισαγόμενα κρούσματα;

Ποιοι λειτούργησαν σαν αντιπαράδειγμα όταν σε έκτακτη σύσκεψη για τον κορωνοϊό (!) κάθονταν στον Μαξίμου δίπλα ο ένας στον άλλον, με τον κ. Τσιόδρα να είναι ο μόνος που φοράει μάσκα; Πώς περιμένεις, λοιπόν, ο πολίτης να φοράει παντού τη δική του, όταν βλέπει την παρακάτω εικόνα;

Ποιος έδωσε πρόωρα την εντολή για κατάργηση της υποχρεωτικής μάσκας στα σούπερ μάρκετ, τις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και τους υπόλοιπους κλειστούς χώρους, όπου ο συγχρωτισμός κάνει πάρτι; Το να επαναφέρεις άρον-άρον ένα μέτρο που δε θα έπρεπε ποτέ να έχει καταργηθεί, δε σημαίνει πως έλυσες το ζέον πρόβλημα. Αντιθέτως, σημαίνει πως πήρες χαμπάρι ότι τα έκανες μαντάρα και τώρα παλεύεις να σώσεις ό,τι σώζεται.

Ποιος πήγε να παρακολουθήσει την παράσταση του υπερταλαντούχου κ. Ζαχαράτου μέσα στον κόσμο, χωρίς να φοράει μάσκα και έχοντας ως μόνη προστασία ένα… εικόνισμα της Παναγίας;

Ποιος είναι εκείνος που αρνείται πεισματικά να πάρει σαφή θέση για την εκκλησία και καταφεύγει σε ψιθυριστά μισόλογα για τον κόσμο που συνωστίζεται σ’ αυτές, υπό το φόβο της «αντίδρασης των πιστών»;

Ποιανού λάθος ήταν η μείωση των δρομολογίων μέσα στο καλοκαίρι στα ΜΜΜ, με τον κόσμο, για παράδειγμα, να περιμένει εν μέσω πανδημίας στον ΗΣΑΠ 15 λεπτά για να περάσει ο ηλεκτρικός; Το να βάζεις τον κόσμο να υπολογίζει, πάλι εκ των υστέρων, αν είναι κατά 65% γεμάτο το βαγόνι που έρχεται για ν’ αποφασίσει αν θα μπει ή όχι είναι απόφαση που προκαλεί θυμηδία και άριστο υλικό για σκετσάκι στο ΑΜΑΝ, με τον Καλυβάτση σε ρόλο ελεγκτή και τον Κανάκη να κάνει τον Κακομοίρη Κακομοίρογλου.

Τίνος υπαιτιότητα είναι η ελλιπής λειτουργεία των on line συστημάτων των τραπεζών, κάτι που αναγκάζει τους πολίτες να πηγαίνουν ακόμα και για τα πιο απλά πράγματα στα υποκαταστήματα, όπου γίνεται το διασημότερο κάγκελο στα χρονικά και που αν πεις «μάσκα» σε κάποιον εργαζόμενο εκεί, μάλλον θα καταλάβει ομορφιάς;

Ποιος άφησε «ελεύθερα» τα beach bars (λες και θα γινόταν σ’ αυτά καθιστική διαμαρτυρία στην άμμο με αποστάσεις μεταξύ των διαμαρτυρομένων και όχι το υποκοριστικό της Καλλιόπης με πρωταγωνιστές ανθρώπινες σαρδέλες), τους γάμους και τις κηδείες χωρίς περιορισμούς;

Το να κουνάς το δάχτυλο στους ανεύθυνους Έλληνες (προς αποφυγή παρεξηγήσεων, η ανευθυνότητά μας δεν αμφισβητείται) για την άνοδο των κρουσμάτων και να τους «βομβαρδίζεις» για το πόσο σημαντικό είναι να επιδείξουν ατομική ευθύνη, υπό το φόβο ενός νέου, απευκταίου lockdown, είναι ο εύκολος δρόμος.

Για να μπορείς να το κάνεις αυτό, όμως, σημαίνει πως πρώτα εσύ, ως κυβέρνηση, έχεις κάνει τα πάντα- ή, για να είμαστε πιο ρεαλιστές, τα περισσότερα– σωστά, μετά την αδιαμφισβήτητα πετυχημένη αντιμετώπιση του πρώτου κύματος του κορωνοϊού.

Το «Τα πάντα εξαρτώνται από τους πολίτες», που τείνει να γίνει το νέο μότο, ενέχει σημαντικές ποσότητες ατόφιου ψέματος. Όχι, δεν εξαρτώνται τα πάντα από τους πολίτες- αρκετά, ναι, αλλά όχι τα πάντα.

Άλλωστε, οι Έλληνες διαχρονικά ήταν λάτρεις της μίμησης: αν οι κυβερνώντες γράφουν στα πα…πούτσια τους τους κανόνες και, φερ’ ειπείν, συνωστίζονται σ’ ένα χώρο 25 τμ χωρίς καμία προφύλαξη λες και έχουμε ρέιβ πάρτι με 16χρονα το 2001, τότε δεν μπορείς να περιμένεις ως δια μαγείας ο πολίτης να είναι τύπος και υπογραμμός. Το αντίθετο: θα πάει κι αυτός να δει τη χ παράσταση με μηδενική απόσταση από τον διπλανό του και χωρίς να φοράει μάσκα (εκτός κι αν το έργο είναι η Μάσκα του Ζορό, όπου για λόγους καλτίλας μπορεί να κάνει μια εξαίρεση).

Και τα κρούσματα, ειδικά το καλοκαίρι που έχουμε τουρίστες από χώρες που έχουν πληγεί σφόδρα από τον ιό, θ’ ανεβαίνουν. Και το άγχος της εξάπλωσης της πανδημίας θα μεγαλώνει. Και η τρομολαγνεία θα επιστρέψει δριμύτερη σε πρώτο, αποκρουστικό πλάνο.

Κι αν αυτό μοιάζει με ψόγο για την κυβέρνηση, δεν είναι… ακριβώς: είναι μια απλή διαπίστωση εξόφθαλμων- και ανθρώπινων, δεκτό- λαθών, που, όμως, δεν πρέπει να γίνονται.

Για να βγούμε από το σκοτάδι στο φως, δεν αρκεί ν’ ανάψουν στο 100% τον λαμπτήρα της ατομικής ευθύνης μόνο οι πολίτες. Το ίδιο πρέπει να κάνουν και «οι πάνω».

Στο τέλος, είναι βέβαιο, ο κορωνοϊός θα πάρει το θνησιμαίο κουφάρι του και θ’ αναχωρήσει για άλλες, όχι επίγειες, πολιτείες. Στο χέρι όλων μας είναι να καθορίσουμε το πότε θα γίνει αυτό.

Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, στα χέρια μας.

Αυτά που πλένουμε ξανά και ξανά και ξανά, ούτως ώστε να χαιρετάμε τους φίλους μας σε απόσταση δύο μέτρων με παλάμες που παραπέμπουν σε καθαρή συνείδηση.