Η γενικότερη κατάσταση στη χώρα μας θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελεί το δίδυμο καλλιτεχνικό αδερφάκι της «Μελαγχολίας» του Έντβαρτ Μουνκ, μιας και το ποτήρι έχει αρχίσει εδώ και καιρό να δείχνει μισοάδειο.
Η Ελλάδα μπορεί να τα πήγε περίφημα (με τα σκληρά, μα αναγκαία, μέτρα) στην αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας το Μάρτιο, όμως από τον Ιούνιο και μετά θυμίζει άτομο που επέλεξε να κάνει ελεύθερη πτώση, ξεχνώντας στο ελικόπτερο όλα τα μέτρα προστασίας από την επώδυνη σύγκρουση με το έδαφος.
Τα κρούσματα ανεβαίνουν συνεχώς και την τελευταία εβδομάδα-με εξαίρεση τη Δευτέρα (17/8) που ήταν 150- βρισκόμαστε σταθερά πάνω από τα 200. Μάλιστα, σήμερα Τρίτη σημειώθηκε και αρνητικό ρεκόρ με 269, κάτι που προβληματίζει εντόνως τους ειδήμονες.
Η «καλπάζουσα», και συνάμα αποκρουστική, πορεία της πανδημίας του κορωνοϊού παγκοσμίως είχε, όπως μπορεί εύκολα να καταλάβει ο καθένας μας, τρομακτικές επιπτώσεις στην οικονομία όλων των χωρών.
Ωστόσο, η δική μας επλήγη ιδιαιτέρως, μιας και ο τουρισμός αποτελεί τη «βαριά» βιομηχανία μας και χιλιάδες επαγγελματίες περιμένουν πώς και πώς την περίοδο του καλοκαιριού για να «βγάλουν την χρονιά».
Η πληρότητα των ξενοδοχείων ακόμα και στα διαφημισμένα μας νησιά θύμιζε ποσοστό του Σακίλ Ο’ Νιλ στις ελεύθερες βολές, οι ακυρώσεις διαδέχονταν η μία την άλλη και παρά τις διαβεβαιώσεις των κυβερνώντων προς πάσα κατεύθυνση πως η Ελλάδα αποτελεί έναν ασφαλή προορισμό που φλερτάρει με τον όρο “Covid free”, η πλειονότητα των ξένων τουριστών μάς γύρισε την πλάτη.
Αυτό, ωστόσο, έφερε στην επιφάνεια τον εσωτερικό τουρισμό και μέσα σε όλη αυτή την αδιάσπαστη, θαρρείς, «μαυρίλα», υπήρξε ένα μικρό νησάκι που έκανε τη διαφορά και αποτέλεσε τον νο1 προορισμό των Ελλήνων (ιδίως αυτών της Βορείου Ελλάδος).
Ο λόγος για την Αμμουλιανή. Το μοναδικό κατοικημένο νησί της Χαλκιδικής (για όσους δεν γνωρίζουν βρίσκεται στον κόλπο του Αγίου Όρους, απέναντι ακριβώς από την Τρυπητή και απέχει περίπου 120 χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκη) μπορεί να άνοιξε τις παραδεισένιες πύλες του αρκετά αργότερα απ’ ό,τι συνήθως (αρχές Ιουλίου αντί για αρχές Μαΐου), όμως η πληρότητα κυμάνθηκε σε εντυπωσιακά, τηρουμένων των αναλογιών, επίπεδα.
Σύμφωνα με τα όσα είπε ο Νικήτας Μαρτιγάκης, ο πρόεδρος του Αναπτυξιακού Συλλόγου Αμμουλιανής, σ’ αυτήν την περιορισμένη χρονικά τουριστική σεζόν η πληρότητα κυμάνθηκε στο 60% τις καθημερινές, ενώ τα Σαββατοκύριακα (κυρίως αυτά του Αυγούστου) άγγιξε το 100%- ένας μικρός άθλος αν σκεφτεί κανείς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δούλευαν οι επαγγελματίες του χώρου.
«Είμαστε τυχεροί διότι δεν έχουμε κρούσματα. Δουλεύουμε κυρίως με Έλληνες και Έλληνες του εξωτερικού, ενώ έχουν έρθει και λίγοι Βαλκάνιοι μαζί με μερικούς τουρίστες από άλλες χώρες της Ευρώπης», αναφέρει ο κ. Μαρτιγάκης. «Τα έχουμε πάει καλά, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουμε απώλειες. Είναι σαν να επιστρέψαμε σε σεζόν προ δεκαπενταετίας αλλά σε σχέση με άλλους προορισμούς νομίζω ότι δουλεύουμε ικανοποιητικά», πρόσθεσε.
Δεδομένου του γεγονότος πως παρά το μικρό της μέγεθος η Αμμουλιανή διαθέτει 2500 κλίνες, μαζί με ένα αρκετά μεγάλο κάμπινγκ (μπορεί να φιλοξενήσει λίγο πάνω από 1500 άτομα), γίνεται εύκολα αντιληπτό πως όχι απλά δεν τα πήγε άσχημα, αλλά τρύπησε το ταβάνι της λογικής και έριξε, τρόπον τινά, τον κορωνοϊό στο καναβάτσο.
Η Αμμουλιανή, λοιπόν, έδειξε το δρόμο και δικαίως αποτέλεσε must προορισμό για φέτος, αναπτερώνοντας τα τσακισμένα μας φτερά.
Αίφνης, η «Μελαγχολία» μοιάζει με πολυκαιρισμένο πίνακα ανάξιο σχολιασμού κι εκείνο το ποτήρι…
Σα να είναι μισογεμάτο, πλέον, ή είναι ιδέα μας;