Από ένα αποτύπωμα: Η ομάδα «cold cases» της ΕΛ.ΑΣ. που έλυσε το «τέλειο έγκλημα» 19 χρόνια μετά

Προσπαθούν να αποδείξουν ότι δεν υπάρχει «τέλειο έγκλημα»

Εδώ και μερικά χρόνια στις τάξεις της Ελληνικής Αστυνομίας λειτουργεί μια ειδική ομάδα που έχει μια ξεχωριστή –και πολύ δύσκολη- αποστολή. Να εξιχνιάσει «ξεχασμένες» υποθέσεις και να φέρει τους εγκληματίες ενώπιον της δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τα πόσα χρόνια έχουν περάσει.

Αυτή είναι και η τεράστια αντικειμενική δυσκολία την οποία έχουν να αντιμετωπίσουν αφού σε πολλές περιπτώσεις τους χωρίζουν δέκα (και συχνά περισσότερα) χρόνια από την στιγμή που διαπράχθηκε κάποιο αδίκημα. Ουσιαστικά είναι ένας αγώνας δρόμου προκειμένου να προλάβουν το ενδεχόμενο παραγραφής, ενώ παράλληλα καλούνται να δουλέψουν σε μια εντελώς διαφορετική βάση σε σχέση με τους συναδέλφους τους που είχαν αναλάβει τις αρχικές έρευνες. Η χρονική απόσταση σίγουρα δεν αποτελεί σύμμαχο στις προσπάθειές τους, αλλά όπως υποστήριξε παλαιότερα μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό Open και ο επικεφαλής του τμήματος Ανθρωποκτονιών, Κωνσταντίνος Χασιώτης: «Πολλοί θέλουν να μάθουν, αλλά εγώ θα σας πω ότι δεν υπάρχει το τέλειο έγκλημα»…

Με αυτό το σκεπτικό κινούνται και οι άνδρες που στελεχώνουν την υπηρεσία. Πρόκειται για στελέχη με τεράστια εμπειρία και επιχειρησιακή ικανότητα, «μπαρουτοκαπνισμένα», που έχουν καταθέσει επί σειρά ετών σε πολύ δύσκολες υποθέσεις. Η ομάδα των «cold cases», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, προχωρά σε αναψηλάφηση των υποθέσεων, με την ελπίδα ότι θα προκύψει ένα νέο στοιχείο που θα τους οδηγήσει στο να ανοίξουν (αρχικά) τον φάκελο, ακόμη κι όταν το έγκλημα έχει ξεχαστεί από όλους. Ή, καλύτερα, σχεδόν όλους, αφού οι συγκεκριμένοι ερευνητές έχουν πάντα τα μάτια και τα αυτιά τους ανοιχτά, έτοιμα να εκμεταλλευτούν οποιαδήποτε πληροφορία έρθει στο φως και με στόχο να την συνδυάσουν με κάποια από αυτές τις υποθέσεις.

Ουσιαστικά πάντως η κάθε περίπτωση γίνεται «φύλλο και φτερό» και στην πραγματικότητα δουλεύεται από την αρχή. Οι άνδρες της ομάδας «cold cases» εξετάζουν από το μηδέν όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, χωρίς να παίρνουν τίποτα ως δεδομένο. «Πάλι με μαρτυρίες με καταθέσεις με έρευνα και για αυτό καταλήγουμε τις περισσότερες φορές σε ένα καλό αποτέλεσμα. Η ύπαρξη αυτής της ομάδας της cold cases συνδέεται και με μία υπόσχεση που δίνουμε στους συμπολίτες μας: ότι όσα χρόνια και αν περάσουν πάντα θα αναζητούμε την αλήθεια», εξηγεί ο επικεφαλής του τμήματος, Θεόδωρος Θεοδώρου.

Έτσι, ασχέτως με το πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που τελέστηκε κάποιο ειδεχθές έγκλημα, οι θύτες δεν μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι και να θεωρούν ότι κατάφεραν να ξεφύγουν από την «τσιμπίδα» του νόμου. Και ηχηρή απόδειξη για του λόγου το αληθές αποτελεί η εξιχνίαση (για παράδειγμα) μιας υπόθεσης μετά από 19 ολόκληρα χρόνια, λίγους μήνες πριν επέλθει η οριστική παραγραφή του αδικήματος. Επρόκειτο για μια διπλή δολοφονία γαμπρού και πεθερού η οποία είχε γίνει το πολύ μακρινό 1997 στην περιοχή του Μενιδίου. Ο δράστης παρέμεινε ασύλληπτος για περίπου δύο δεκαετίες και πιθανότατα πίστευε ότι δεν θα δικαζόταν ποτέ, όμως τελικά δεν συνέβη έτσι και με… μπάζερ μπίτερ, οι αστυνομικοί νίκησαν τον χρόνο χάρη σε ένα ξεχασμένο από όλους αποτύπωμα και τον οδήγησαν στο δικαστήριο και από εκεί απευθείας στην φυλακή.

Ακόμη μία πολύ μεγάλη επιτυχία που πιστώνεται στην ειδική ομάδα των «cold cases» σημειώθηκε τον Οκτώβριο του 2020. Οι λεπτομέρειες εκείνης της υπόθεσης που εκκρεμούσε από το 2007 είχαν σοκάρει το πανελλήνιο. Τότε δύο γυναίκες, μητέρα και κόρη που διέμεναν στα Πετράλωνα, δηλώθηκαν αγνοούμενες, χωρίς να υπάρξει κανένα σημείο ζωής ή στοιχείο που να δήλωνε κακόβουλη ενέργεια. Σχεδόν 13 χρόνια μετά, οι Αρχές έφτασαν στους δράστες που όπως αποδείχθηκε, τις σκότωσαν και στη συνέχεια διαμέλισαν τα πτώματά τους τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ. Οι δύο δολοφόνοι, όμως, συνελήφθησαν και τελικά λογοδότησαν, όπως έχει συμβεί με έξι ανάλογες υποθέσεις οι οποίες ήρθαν να αποδείξουν ότι όσο οι άντρες της ομάδας των «cold cases» εργάζονται με τον ίδιο ζήλο, κανένας εγκληματίας δεν μπορεί να αισθάνεται άνετος.