Το βήμα της οικονομίας στις χώρες που «κέρδισαν» τη λιτότητα

Ισλανδία, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία άφησαν πίσω τους ΔΝΤ και μνημόνια πολύ πριν από εμάς. Πόσο έχουν προοδεύσει και αυτονομηθεί;

Κάθε φορά που αρχίζει μια συζήτηση περί οικονομίας, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι «άρα θα μιλήσουμε για λεφτά κι όχι για ανθρώπους». Δεν ξέρω κατά πόσο βάσιμος είναι αυτός ο συνειρμός ή αν χάσκει κάπου, αλλά η τελευταία 8ετία στην Ελλάδα μας έμαθε ότι μπορεί μια οικονομία να είναι καλά και μια κοινωνία να μην είναι. Μπορεί η χώρα να είναι καλά, αλλά οι πολίτες της όχι.

Μην έχοντας περάσει ένας μήνας από τότε που ο πρωθυπουργός ανήγγειλε από την Ιθάκη ότι η Ελλάδα βγαίνει από τα μνημόνια, το πιο φυσιολογικό που αναρωτιόμαστε όλοι μας είναι το τι υπάρχει μετά. Έχουμε έναν ψιλοϊδρυματισμό. Δε νιώθουμε και πολύ σίγουροι για το αν πρέπει να σταθούμε στα πόδια μας. Αν όσα συμβαίνουν συνίστανται σε αυτό δηλαδή.

Σε κάτι τέτοιες συνθήκες καλό είναι να σκεφτόμαστε ότι δεν είμαστε ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι. Ότι πριν από εμάς υπήρξαν κι άλλοι που κατάφεραν να κολυμπήσουν με ίδια μέσα και δείχνουν να τα καταφέρνουν. Ή τουλάχιστον να βαδίζουν σε μονοπάτια που δεν θα βάδιζαν υπό την εποπτεία του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών θεσμών.

Ισλανδία, Ιρλανδία, Πορτογαλία και η ιδιάζουσα περίπτωση της Ισπανίας. 4 χώρες, οι 3 μέλη των PIGS, κάθε μία όμως μια διαφορετική περίπτωση. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει πάντοτε να το τοποθετούμε στους στοχασμούς μας. Θα βρεθούν σημεία τομής με τους Πορτογάλους ή με τους Ισπανούς, αλλά όχι επαρκή ώστε να μπορούμε να συγχέουμε περιπτώσεις.

Η ταχύτατη επανάκαμψη της Ισλανδίας και η Ιρλανδία που άντεξε

Ισλανδία

Η πρώτη χρονικά χώρα που μπήκε σε αυτόν τον κυκεώνα των μέτρων λιτότητας και του φόβου μπροστά στο άγνωστο. Ήταν σχεδόν αμέσως με την κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας που η Ισλανδία βίωσε τα προβλήματα.

Στην αυγή του 2008 η κυβέρνηση της χώρας βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα: σώζουμε την οικονομία ή προστατεύουμε τους πολίτες; Η απάντηση σε αυτό ήταν κάπου στη μέση. Βλέποντας τις 3 μεγάλες τράπεζες της χώρας να καταρρέουν, η κυβέρνηση δεν σκέφτηκε ότι πρέπει πάση θυσία να σωθούν. Σκέφτηκε το «too big to save». Τις εθνικοποίησε, μοίρασε ομόλογα σε ξένες επιχειρήσεις και έδωσε «αμνηστία» σε όσους πολίτες είχαν χαμηλό εισόδημα και οφειλές στο τραπεζικό σύστημα.

Την ίδια στιγμή αύξησε τη φορολογία σε διάφορους τομείς, στοχεύοντας πρωτίστως στα υψηλά εισοδήματα. Το νόμισμα άρχισε να υποτιμάται, έφτασε σε ένα επίπεδο 60% κάτω, αλλά ήταν το σωστό βήμα για να μπορέσει να ελεγχθεί ο πληθωρισμός. Τα capital controls το 2009 έκαναν κι αυτά τη δουλειά τους. Μέσα σε λιγότερο από 3 χρόνια η Ισλανδία ανέκαμψε, βγήκε από το ΔΝΤ και στάθηκε ξανά στα πόδια της.

Ούσα μάλιστα η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που τιμώρησε δικαστικά τραπεζικούς. Συνολικά 26 άτομα φυλακίστηκαν για διάφορες κατηγορίες. Από το 2011 μέχρι σήμερα υπάρχει ένας απαράβατος κανόνας στην οικονομική προσέγγιση των κυβερνήσεων. Το λεγόμενο Gini coefficient.

Πρόκειται για ένα μέτρο που στοχεύει στην άμβλυνση της ανισότητας ως προς το εισόδημα. Πρακτικά σημαίνει ότι έχει τεθεί ένα όριο πάνω από το οποίο τα λεφτά πηγαίνουν στο κράτος και ανακατευθύνονται προς τα κοινωνικά στρώματα που αγγίζουν το κατώτερο όριο εισοδήματος.

Το 2018 και η επόμενη διετία ως το 2020 αναμένονται να είναι πεσμένες σε οικονομικό επίπεδο για τη χώρα, η οποία έπιασε το 2017 το ζενίθ της δεκαετίας, με τον τουρισμό να είναι ο νούμερο ένα χρηματοδότης.

Ένας αριθμός που πρέπει να συγκρατήσει κανείς στην περίπτωση της Ισλανδίας είναι το 300.000. Ο πληθυσμός της. Αν ο πληθυσμός της ήταν 3.000.000, δεν ξέρει κανείς πόσο εύκολο θα ήταν να υπερβεί η κυβέρνηση του 2008 τις τράπεζες και να τις αφήσει να κατρακυλήσουν.

Ιρλανδία

Μια από τις 2 χώρες που μοιραστήκαμε πολλά κοινά σε επίπεδο οικονομίας από το 2010 ως και το 2014 περίπου. Σύμφωνα με τον τότε πρωθυπουργό Μάικλ Νούναν, αυτό που συνέβη το 2010 ήταν ό,τι χειρότερο έζησε η χώρα μετά τον λιμό της πατάτας τον 19ο αιώνα.

Απίστευτες περικοπές στον δημόσιο τομέα, δανεισμός ύψους 67.5 δισεκατομμυρίων ευρώ από την Ευρωζώνη και εν γένει μια ραγδαία αύξηση στα ποσοστά ανεργίας (πάνω από 15% το 2012). Η 17η Μαρτίου του 2008 είναι μια από τις πιο μαύρες μέρες της σύγχρονης μνήμης. Η Anglo Irish Bank είδε τη μετοχή της να πέφτει στα τάρταρα, περίπου 15 μονάδες κάτω. Από το 1998 μέχρι το 2007 το ΑΕΠ ήταν στο 5.7%. Από το 2008 ως το 2012 έπεφτε κατά 2 μονάδες περίπου.

Χρειάστηκε να γίνουν τρία απλά βήματα για να χαλιναγωγηθεί ο επερχόμενος όλεθρος και να στρίψει το καράβι πριν διαλυθεί στα βράχια. Ασφάλισε τις καταθέσεις και έδωσε δάνεια στις τράπεζες. Προσάρμοσε τους μισθούς της εργατικής τάξης, του πυρήνα των πολιτών της δηλαδή, με τέτοιο τρόπο ώστε να τονωθούν οι μισθοί σε περιφερειακό επίπεδο. Ισορρόπησε την αποδυνάμωση του ιδιωτικού τομέα με αποδυνάμωση του δημόσιου. Γεφύρωσε το χάσμα τους.

Μέσα σε μια 5ετία και με τη βοήθεια των θεσμών σαφώς, η Ιρλανδία άρχιζε να ανακάμπτει. Κυρίως επειδή εφάρμοσε όσα υποσχέθηκε στους δανειστές. Από τον Ιανουάριο του 2013 και μετά η ανεργία μειώνεται κατά 2.3% κάθε χρόνο. Τον Απρίλιο του 2017 το ποσοστό ήταν στο 6.5%. Το 2018 είναι το έτος της μεγάλης ανάκαμψης για τη χώρα, αφού σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, κάτι που αναμένεται να συμβεί και το επόμενο έτος.

Αυτό βέβαια δεν έχει εξαλείψει εντελώς τα προβλήματα. Εξακολουθούν να υπάρχουν αριθμοί όπως το 8% του πληθυσμού που ζει στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ ένα 7% των υποθηκών έχει ξεπεράσει το τρίμηνο μη εξόφλησης. Παράλληλα, ένα 52% των πολιτών δηλώνει ανικανοποίητο από την κυβερνητική πολιτική.

Μέσα σε όλα αυτά υπάρχουν δύο παράγοντες που θα μπορούσαμε να πούμε αστάθμητους. Ο πρώτος είναι αυτός ο ψηφιακός φόρος που σκοπεύει να βάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε επιχειρήσεις όπως η Apple, η Google και το Facebook, κάτι που θα προκαλέσει πλήγμα σε μια οικονομία που είναι θελκτική λόγω του 12.5% φορολογίας που έχει.

Ο δεύτερος είναι το Brexit. Η επικείμενη έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωζώνη προβλέπει 4 πιθανά σενάρια για την οικονομία της Ιρλανδίας ως το 2030. Σε όλα προμηνύεται πτώση του ΑΕΠ, με δύο απ΄αυτές όμως να είναι τρομακτικά μεγάλες.

Η αντι-λιτότητα της Πορτογαλίας και η φουλ λιτότητα της Ισπανίας

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Οι Ίβηρες της δυτικής όχθης είδαν ένα από τα πιο σκληρά πρόσωπα της οικονομικής κρίσης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το ποσοστό ανεργίας άγγιξε το 20%. Για μια χώρα 9 και κάτι εκατομμυρίων είναι ένα τρομακτικό νούμερο. Αυτό συνέβη το 2012. Το 2018 η Πορτογαλία έχει την μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη που βίωσε στον 21ο αιώνα. Πώς το κατάφερε;

Μετά τα πρώτα Ναι στο ΔΝΤ και τα μέτρα λιτότητας, το 2014 η κυβέρνηση αποφάσισε να πει Όχι. Αποφάσισε να ακολουθήσει ένα άλλο μονοπάτι. Αυτό της αντι-λιτότητας. Έχοντας και τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που αγόραζε πορτογαλικά ομόλογα, η Πορτογαλία στήριξε όσο καμία άλλη χώρα την ιδιωτική επένδυση. Με τα δημοκρατικά κόμματα της χώρας να ενώνονται και να αφήνουν στην άκρη την αντιπολίτευση, η χώρα αντίκρυσε μεγάλες επενδύσεις σε πολλούς τομείς.

Αυτές οι επενδύσεις έφεραν χρήμα, έφεραν θέσεις εργασίας, αύξησαν τις εξαγωγές της Πορτογαλίας και πολύ σύντομα σημειώθηκε ανάπτυξη. Η Google, η Bosch, η Mercedes-Benz είναι τρία παγκόσμια brands που άνοιξαν γραφεία σε αυτή την τριετία στη Λισαβόνα και τόνωσαν την εθνική οικονομία.

Η Λισαβόνα έγινε επίκεντρο τεχνολογικής άνθισης με πάρα πολλές start up εταιρείες να ξεπροβάλλουν και να κατευθύνουν σε ανεκμετάλλευτους τομείς την οικονομία. Όπως το λάδι, τα πορτοκάλια, τις παπουτσοβιομηχανίες, τις χαρτοβιομηχανίες και τη βιομηχανία φελλού. Η εταιρεία Mecachrome είναι ένα μεγάλο case study κι ένας από τους πυλώνες εκτόξευσης της οικονομίας.

Μια άλλη είναι η Elaia. Όταν το 2007 η Sovena άνοιξε την Elaia, μια start up γύρω από το λάδι, όλοι πίστευαν ότι είναι αυτοκτονία αυτή η κίνηση. 11 χρόνια μετά η Elaia είναι βασικός παράγοντας των εξαγωγών, με ένα ποσοστό μεταξύ του 30 και του 40%, παράγει το 14% του λαδιού της Πορτογαλίας.

Το παράδειγμα της Πορτογαλίας είναι ίσως το πιο σταθερό οικονομικά στην Ευρώπη. Παρά το ότι δεν έχει εξαλειφθεί εντελώς ο κίνδυνος, με τις τράπεζες να αντιμετωπίζουν θέματα και τον κατώτατο μισθό να είναι στα 580 ευρώ, όλα δείχνουν ότι αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική με την ίδια συνέπεια, τότε το 2025 θα μιλάμε για μια Πορτογαλία που θα είναι σαν να μην πέρασε ποτέ κρίση.

ΙΣΠΑΝΙΑ

Σε επίπεδο διάρκειας κι έντασης, η Ισπανία βίωσε κάτι αντίστοιχο με την Ελλάδα. Μόνο που εδώ μιλάμε και για έναν πληθυσμό 40-50 εκατομμυρίων. Αυτό σαφώς διαφοροποιεί την αντοχή στους κραδασμούς, αλλά και το μέγεθος των κραδασμών. Μιλάμε όμως και για μια χώρα με έντονη διάσπαση, με Καταλανούς και Βάσκους να αναζητούν την αυτονομία τους από τη Μαδρίτη.

Από το 2008 μέχρι και πριν δύο χρόνια η Ισπανία ήταν σε οριακό σημείο. Έφτασε το 2017 για να επανέλθει σε κατάσταση προ κρίσης. Το 26% στην ανεργία και το 40% στους νέους κάτω των 35, είναι τα νούμερα που τα λένε όλα γι΄αυτή την 8ετία. Όπως και η ευκολία με την οποία η κυβέρνηση Ραχόι προχώρησε σε εξώσεις ανά την επικράτεια, αφήνοντας άστεγους πολλούς ανθρώπους. Ο δρόμος για τον παράδεισο ήταν στρωμένος με γαϊδουράγκαθα, για να παραφράσω το the road to hell is paved with good intentions.

Σε επίπεδο πολιτικής, η Ισπανία έκανε πάνω κάτω ό,τι και η Ελλάδα. Αντί να απελευθερώσει χρήμα στην αγορά, αντί να κυνηγήσει τις επενδύσεις ιδιωτικού τομέα και να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες, προχώρησε σε έναν περιορισμό. Σταμάτησε να παράγει δουλειές στην ουσία. Και ανάγκασε και τον ιδιωτικό τομέα να σταματήσει να παράγει. Χειρότερα. Τον προσκάλεσε σε ένα γλέντι απολύσεων.

Το παράδειγμα της Ισπανίας δεν είναι απ΄αυτά που μπορεί κανείς να περηφανευτεί. Γιατί δεν είναι το κατόρθωμα του σήμερα που πρέπει να δεις. Αλλά το πόσο άργησε να συμβεί αυτό. Και άργησε να συμβεί λόγω εμφανώς λάθους πολιτικής. Απλώς η Ισπανία σώθηκε από τη βαριά βιομηχανία της.

Το 2010 η SEAT παρήγαγε 300.000 αυτοκίνητα και μολαταύτα είχε μεγάλη χασούρα. Μετά από μια τριετία διερεύνησης, το 2013 η SEAT άρχισε να επενδύει, ρίχνοντας κάθε χρόνο στην αγορά περί τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το 2017 να έχει κέρδη 170 εκατομμύρια για παραγωγή 450.000 οχημάτων.

Άλλος ένας τομέας που στήριξε τα πόδια της ισπανικής οικονομίας ήταν τα οινοποιεία. Πάρα πολλοί μικροπαραγωγοί ξεκίνησαν να αναζητούν τρόπους εξαγωγών με χαμηλότερο κόστος. Κι όταν τους βρήκαν, αύξησαν τα έσοδα τους και μπόρεσαν να επιστρέψουν ένα μερίδιο αυτών στο κράτος. Όπου κράτος, η εκάστοτε αυτόνομη περιφέρεια. Η διαχωριστική γραμμή Καστιγιάνων και Καταλανών για παράδειγμα έχει τη σημασία της σε οικονομικό πεδίο.

Η Μαδρίτη εξακολουθεί να παραμένει μια δύσκολη πρωτεύουσα να μείνεις. Η Βαρκελώνη από την άλλη κέρδισε πολύ σε τουρισμό, σε μόνιμους κατοίκους, σε έσοδα μέσω της φορολογίας κι έφτασε να γίνει η κρυφή πρωτεύουσα της Ισπανίας. Απλώς δεν το θέλει κάτι τέτοιο. Ας μην ξεφεύγω όμως.

Με κινήσεις όπως αυτές των οινοπαραγωγών, η Ισπανία τόνωσε την εξαγωγική της ισχύ. Από το 25% της οικονομίας, τα έσοδα εξαγωγών είναι σήμερα περίπου το 35%. Και είναι δεδομένο ότι οι εξαγωγές είναι ο τομέας που θα πληγεί τελευταίος σε περίπτωση μιας ακόμα οικονομικής κρίσης.

Εν έτει 2018 ο κώδωνας του κινδύνου για την οικονομία εξακολουθεί να ηχεί δυνατά. Απλώς τώρα υπάρχει το know how, υπάρχει το laissez-faire με τη λιτότητα. Το κατά κεφαλή εισόδημα είναι στα 25.000 ευρώ, το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2 μονάδες περίπου ως το 2020.

Όλες οι παραπάνω λεπτομέρειες για τις 4 χώρες είναι απλώς μια σταγόνα από τον ωκεανό που τους χαρακτήρισε τα προηγούμενα χρόνια και σίγουρα δεν είναι εφικτό να γίνει μια ακόμα πιο ενδελεχής ανάλυση σε ένα κείμενο. Αυτό που αξίζει να συγκρατηθεί, τουλάχιστον όπως με καθοδηγεί το δικό μου μυαλό, είναι ότι στην οικονομία δεν υπάρχουν παραδείγματα-θέσφατα και δεν μπορούν να τεθούν υπό το ίδιο πρίσμα δύο διαφορετικές περιπτώσεις.

Μπορούν μόνο να παρθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και να αναδιαμορφωθούν με την ελπίδα ότι θα οδηγήσουν σε κάτι καλύτερο. Και ποιος ξέρει, μπορεί σε μια πενταετία να γράφει ένας Ιταλός αρθρογράφος για το πώς κατάφερε η Ελλάδα να βγει από τη λιτότητα. Αν το καταφέρει πραγματικά!