Το ανθρώπινο μίασμα άνοιξε το στόμα του: «Πού είναι τώρα ο Παύλος σου;»
Κάτι συμβαίνει μέσα σε πολλούς ανθρώπους τα τελευταία έξι χρόνια, όταν το ημερολόγιο γράφει 18 Σεπτέμβρη. Κάτι συμβαίνει στις διαθέσεις τους και στη ψυχοσύνθεσή τους και συμβαίνει τόσο μαζικά, που συναισθήματα εκτινάσσονται στην ατμόσφαιρα, πλημμυρίζουν την πόλη και μια συλλογική ανάγκη έντονης έκφρασης και ξεσπάσματος καθορίζει την ημέρα. Κάθε χρόνο την ίδια μέρα. Κάθε 18η Σεπτέμβρη.
Τα συναισθήματα αυτά που αγκαλιάζουν την κοινωνική ατμόσφαιρα δεν είναι ενιαία. Για άλλους είναι το μίσος. Για άλλους η θλίψη. Για κάποιους άλλους η έντονη μνήμη. Και για ορισμένους, ένας συνδυασμός όλων των παραπάνω. Και όταν η 18η Σεπτέμβρη των τελευταίων έξι χρόνων πλησιάζει προς το απόγευμά της, όλες αυτές οι διαθέσεις συνενώνονται στο Κερατσίνι.
Οι «κάτοχοί» τους, άλλοι οργισμένοι, άλλοι βαθύτατα μελαγχολικοί, άλλοι γεμάτοι από χρέος υπευθυνότητας, κατηφορίζουν στη γειτονιά αυτή του Πειραιά, ενοποιούνται στον δρόμο που τα τελευταία έξι χρόνια λέγεται «Οδός Παύλου Φύσσα» και στη συνέχεια, όλοι μαζί προχωράνε προς το κέντρο του Πειραιά.
Η πορεία διασχίζει τις πιο φτωχές αλλά παράδοξα όμορφα γειτονιές του Κερατσινίου – όποιος έχει βρεθεί έστω και μια φορά σε αυτό το δρομολόγιο είναι μάλλον αδύνατο να μην έχει προσέξει το πόσο βαθιά εργατική ταυτότητα κρύβουν αυτά τα στενά και ταυτόχρονα, πόση περηφάνια εκπέμπουν. Σαν ένα μεγάλο καραβάνι, φασαριόζικο, περήφανο, φανατικά υπερασπιστικό για την έννοια της ζωής, αδιάλλακτα επιθετικό απέναντι στους δολοφόνους της, η πορεία γεμίζει τους δρόμους και τα σοκάκια του Κερατσινίου με έναν αντιφασιστικό αέρα, τα συνθήματα εναντίον των ναζί είναι το απόλυτο σάουντρακ του Κερατσινίου αυτή την ημέρα.
Καμιά φορά, τα πράγματα ξεφεύγουν. Ειδικά τις πρώτες χρονιές, τότε που η αστυνομία και οι φασίστες της πόλης αδυνατούσαν να καταλάβουν πως το ποτάμι των ανθρώπων που δίνει το «παρών» στην καθιερωμένη αυτή διαδήλωση δεν πρόκειται να φοβηθεί τίποτα και κανέναν.
Πλέον όμως, τα τελευταία χρόνια, κανείς δεν πάει κόντρα σε αυτό το πλήθος. Οι άνθρωποι που το βλέπουν να πορεύεται από τα μπαλκόνια τους και τα παράθυρά τους αλλά δεν κατέβηκαν στην πορεία γιατί φοβήθηκαν τα επεισόδια, οι εργαζόμενοι που ακόμα δεν έχουν σχολάσει αλλά κοντοστέκονται στις πόρτες των μαγαζιών που δουλεύουν και κοιτάνε τον κόσμο, εκείνοι και εκείνες που είναι πολύ μεγάλοι και πολύ γερασμένοι για να περπατήσουν μια τόσο μεγάλη διαδρομή αλλά μπορούν έστω να σηκώσουν ψηλά τις γροθιές τους και να χαιρετήσουν «τα παιδιά που αγωνίζονται», όλοι εκείνοι και εκείνες που δεν είναι στην πορεία αλλά αγαπάνε αυτούς που την συναποτελούν άλλοτε φωνάζουν συνθήματα μαζί με τον κόσμο, άλλοτε χειροκροτούν το γεγονός ότι η φλόγα του αντιφασισμού μένει αναμμένη, δεν πέθανε εκείνο το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου του 2013 αλλά αντίθετα, θέριεψε παραπάνω και άλλοτε απλά λένε δυο-τρεις φράσεις για να δείξουν την ταύτισή τους με την πορεία: «Παύλο ζεις», η πιο συχνή από αυτές.
Στην κορυφή της πορείας, κάθε χρόνο αυτή τη μέρα, κάθε 18η Σεπτέμβρη, η Μάγδα Φύσσα περπατά. Η προπόρευση της ανήκει δικαιωματικά. Πολύ συχνά χαμογελάει όταν κοιτά τον κόσμο που βρίσκεται στη γειτονιά της, καμιά φορά μια περηφάνια για αυτό που συμβαίνει ορίζει το πρόσωπό της. Ο Παύλος ζει μέσα της κάθε μέρα αλλά κάθε 18η Σεπτέμβρη ζει και σε όλο το Κερατσίνι, στα συνθήματα που το κατακλύζουν, στην απουσία των φασιστών που κάθε τέτοιο απόγευμα κρύβονται στις τρύπες τους, στους χιλιάδες ανθρώπους που κατέβηκαν σε αυτούς τους δρόμους από όλη την Αθήνα γιατί δεν ξεχνάνε και δεν επαναπαύονται. Γιατί δεν μπορούν να ξεχάσουν, δεν μπορούν να επαναπαυτούν.
Έξι χρόνια από την δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Οι δολοφόνοι του είναι ένα βήμα από την φυλακή, μαζεύουν τα πολιτικά κομμάτια μιας συντριβής που ήρθε με επιμονή και επιμονή. Η ήττα της Χρυσής Αυγής ήρθε (και) εξαιτίας αυτών των χιλιάδων ανθρώπων που κάθε χρόνο τέτοια μέρα κατεβαίνουν στο Κερατσίνι και πορεύονται στους δρόμους του.
Εξαιτίας εκείνων των ανθρώπων που αν δεν κατέβουν στην πορεία αυτή την μέρα θα νιώσουν τα συναισθήματά τους να τους πνίγουν και δεν το αντέχουν, εξαιτίας εκείνων που αν δεν βρεθούν στο δρόμο αυτό το απόγευμα δεν θα τα έχουν καλά με τον εαυτό τους για καιρό.
Κι αυτή είναι η καλύτερη απάντηση σ’ εκείνον τον υπάνθρωπο που τόλμησε να ξεστομίσει το αποκρουστικό «Πού είναι τώρα ο Παύλος σου;», στην κυρία Μάγδα κατά τη διάρκεια της δίκης.
Είναι εδώ, πάντα εδώ.
Ο Παύλος ζει.