Η οριστική αποκαθήλωση: Ο Πρόεδρος Τραμπ σκάβει κάθε μέρα τον λάκκο του όλο και περισσότερο

Καιρός να γίνει μέρος του παρελθόντος και οι ΗΠΑ να βρουν έναν νέο Ομπάμα. Ή, ακόμα καλύτερα, μια Ομπάμα.

Το να παρακολουθεί ένας αμέτοχος τις πολιτικές εξελίξεις σε ένα έθνος, έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Κι αυτό γιατί ο εξωτερικός παρατηρητής έχει πολύ πιο καθαρή ματιά για να κρίνει τις επιλογές του λαού και των πολιτικών.

Δεν είναι μόνο ότι το εκάστοτε έθνος οδηγείται σε μια διχογνωμία, σε έναν διχασμό με μεγάλο βάθος όταν εμφανίζονται σοβαρά πολιτικά ζητήματα. Είναι κι ότι υπάρχει τέτοια πολιτική πόλωση, ώστε δεν μπορεί κανείς να εμπιστεύει την πληροφορία που φτάνει στα μάτια του. Ένας εξωτερικός παρατηρητής δεν έχει κανένα πρόβλημα να αποδεχτεί και να παραδεχτεί.

Μπορεί να υπάρξει όμως εξωτερικός παρατηρητής όταν μιλάμε για τις ΗΠΑ κι έναν κόσμο παγκοσμιοποιημένο; Μπορεί να είναι κανείς αδέκαστος απέναντι στον Πρόεδρο Τραμπ που επιλέγει τον πιο συμφεροντολογικό δρόμο για τον ίδιο και τον πιο καταστροφικό για άλλους λαούς; Μπορεί να φερθεί κανείς με σκοπό την αντικειμενικότητα όταν καταπιάνεται με τα ζητήματα ενός λαού που από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά είναι περισσότερο πληγή παρά ευλογία;

Ίσως τελικά όμως να μην χρειάζεται η αντικειμενικότητα. Γιατί αυτή τη φορά τα πράγματα είναι πολύ πιο καθαρά απ΄ό,τι ήταν στο πέρας της τριετίας από το 2016 ως σήμερα για πολλές παρατυπίες που έκανε ο Τραμπ και το επιτελείο του.

Η έρευνα για την εμπλοκή των Ρώσων στις εκλογές δεν οδήγησε κάπου, η υπόθεση Τζέιμς Κόμι αποσιωπήθηκε, ο Ρόμπερτ Μάλερ προσπάθησε να αποδώσει μια μορφή δικαιοσύνης, αλλά προσέκρουσε στην κυριαρχία των Ρεπουμπλικάνων και των οσφυοκαμπτών Δημοκρατικών, αλλά το σκάνδαλο της τελευταίας εβδομάδας δεν μπορεί να περάσει έτσι. Κι ευτυχώς δεν πέρασε.

Η Νάνσι Πελόζι, η ηγέτιδα της Βουλής των Αντιπροσώπων, κάτι αντίστοιχο με τον Πρόεδρο της Βουλής, αποφάσισε να ξεκινήσει διαδικασία διερεύνησης του Προέδρου Τραμπ, παρά το ότι στο παρελθόν παρουσιάστηκε αρκετές φορές ανένδοτη. Ίσως στην προσπάθεια της να μην κατηγορηθεί για μεροληψία και να διατηρήσει ανοιχτές τις πόρτες για τις γυναίκες της Βουλής σε τέτοιες θέσεις, η Πελόζι τυφλώθηκε ως προς τις πράξεις του Προέδρου.

Μετά τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας όμως, δε μπορούσε να κωφεύσει άλλο. «Προδοσία, καταπάτηση του Συντάγματος, ζήτημα υψίστης εθνικής ασφαλείας». Αυτές τις λέξεις χρησιμοποίησε στον λόγο της.

Ήταν 25 Ιουλίου όταν ο Πρόεδρος Τραμπ μιλούσε στο τηλέφωνο με τον Ουκρανό ομόλογό του, τον Βολοντίμιρ Ζελίνσκι. Ήταν μια περίοδος που οι Δημοκρατικοί αναζητούσαν τον καταλληλότερο για το χρίσμα διεκδίκησης της προεδρίας σε περίπου 13 μήνες και ο Τζο Μπάιντεν φερόταν ως ο επικρατέστερος. Οριστική ετυμηγορία μπορεί να μην βγήκε, αλλά ο Τραμπ, ως γνήσιος δολοπλόκος, έστω γεμάτος αφέλεια, ήθελε να έχει ήδη στοιχεία στην κατοχή του για να χτυπήσει το πολιτικό προφίλ του αγαπητού στους Αμερικάνους Μπάιντεν.

Κατά την προεδρία του Ομπάμα, την περίοδο της ουκρανικής κρίσης με τα περιστατικά στην Κριμαία και την βίαιη αλλαγή κυβέρνησης, ο γιος του Μπάιντεν, ο Χάντερ, δούλευε σε μια εταιρεία που δραστηριοποιούνταν στο φυσικό αέριο και είχε τη βάση της στην Ουκρανία. Ο Τραμπ θεώρησε ότι η εμπλοκή του Χάντερ και τα συμφέροντα που παίζονταν εκείνη την περίοδο, θα είχαν οδηγήσει σε κάποια παράνομη πράξη που θα συνέδεε πατέρα και γιο, σε σχέση κιόλας με την ανάμειξη των ΗΠΑ.

Γι΄αυτό απευθύνθηκε στο Ζελίνσκι για να του βρει τα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να εξαφανίσει από πιθανή κούρσα τον Μπάιντεν. Μάλιστα, λίγες μέρες νωρίτερα είχε δώσει εντολή να δεσμευτεί ένα ποσό των 400 εκατομμυρίων δολαρίων ως στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία. Οι διακεκομμένες τελείες δεν άργησαν να ενωθούν.

Η Αμερική έχει ξαναβιώσει το παρελθόν τη νομοθετική και βουλευτική αμφισβήτηση Προέδρων. Πιο πρόσφατη περίπτωση ο Μπιλ Κλίντον με την υπόθεση Λεβίνσκι. Πιο πίσω ο Νίξον με το Watergate που τον ώθησε σε παραίτηση. Ποτέ όμως δεν έχει υπάρξει περίπτωση σαν αυτή του Τραμπ.

Ο παρών Πρόεδρος άνοιξε στην ουσία την Κερκόπορτα σε έναν ξένο αξιωματούχο και δη του ύψιστου αξιώματος μιας χώρας που υπόκειται στη Ρωσία, η οποία είναι ο άφατος εχθρός των ΗΠΑ. Ο Τραμπ ζήτησε από έναν Ουκρανό, έναν πρώην Σοβιετικό, να βλάψει, να ενοχοποιήσει ένα τέκνο της Αμερικής. Ακόμα κι αν ο Μπάιντεν ήταν ένας χαμερπής πολιτικός, πάλι η πράξη θα έμοιαζε ως προδοσία στα μάτια του λαού, του Κογκρέσου και της Γερουσίας. Πολλώ δε τώρα που στο στόχαστρο της εσχάτης προδοσίας ήταν ο Μπάιντεν.

Η ουσία σε αυτή την ιστορία είναι πως ο Τραμπ δεν αρνήθηκε το τηλεφώνημα με τον Ζελίνσκι, ούτε την αναφορά στον Μπάιντεν, ούτε το ποσό που δεσμεύτηκε. Τα αποδέχτηκε ανάγοντας τα όμως στο πλαίσιο μιας απλής συνομιλίας. Και η αποδοχή δεν ήρθε άμεσα προφανώς. Ερχόταν σιγά σιγά όταν αντιλαμβανόταν πως η άρνηση του προσέκρουε στο κενό.

Παράλληλα, ο Τραμπ δυσχεραίνει διαρκώς την θέση του επειδή δεν μπορεί να σταματήσει να μιλάει για την έρευνα εναντίον του, δεν σταματά να τοποθετείται με επιλήψιμο τρόπο προς τον φερόμενο “whistleblower”, το «καρφί» του Λευκού Οίκου που ανέδειξε το θέμα, δεν σταματά να εξαπολύει μίδρους κατά γνωστών και αγνώστων. Είτε μέσω Twitter είτε μέσα από τα τσιράκια του στο Fox News, οι οποίοι εκδηλώνουν με απειλητικό τόνο την επιθυμία τους να βγουν στη φόρα όλα τα στοιχεία του «καταδότη».

Διατηρεί με λίγα λόγια ο Τραμπ την ένταση του θέματος στην κορυφή της δημόσιας ατζέντας και ακόμα κι αν κάποιος θέλει να το ξεχάσει, δεν μπορεί. Είναι κι αυτή μια εξήγηση για το ότι σε έρευνα του CNN, το 47% των Αμερικάνων θέλει την αποπομπή του Τραμπ, έναντι του 45% που διαφωνεί. Τα αντίστοιχα ποσοστά τον Μάιο ήταν 41% και 54% αντίστοιχα. Μιλάμε άλλωστε για ένα έθνος που, σε αντίθεση με ευρωπαϊκές περιπτώσεις, αποφεύγει την πρόωρη αλλαγή Προέδρου.

Ο λαϊκισμός κι ο ευτελισμός μπορούν να κερδίσουν μια μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο

Η Πελόζι λοιπόν ενέδωσε στο αίτημα για το περίφημο Impeachment. Πρόκειται για μια διαδικασία έρευνας ενός πολιτικού προσώπου με σκοπό την απαγγελία κατηγοριών ή όχι. Για να συμβεί το Impeachment θα πρέπει να υπάρξει πρώτα μια απλή πλειοψηφία στην ψηφοφορία του Κογκρέσου, να δημιουργηθεί ένας φάκελος από την Επιτροπή Δικαιοδοσίας και αυτός να σταλεί στη Γερουσία.

Εκεί θα ξεκινήσουν οι ανακρίσεις των εμπλεκομένων και στο τέλος θα πρέπει να υπάρξει θετική ψήφος των 2/3 για να προχωρήσουν οι ποινικές διαδικασίες.

Αυτή τη στιγμή η Γερουσία ανήκει στους Ρεπουμπλικάνους που έχουν 53 άτομα έναντι 45 των Δημοκρατικών και 2 ανεξάρτητων. Για να υπάρξει το 67% χρειάζονται 20 Ρεπουμπλικάνοι να τεθούν απέναντι στον Ρεπουμπλικάνο Τραμπ. Είναι βέβαιο πως θα υπάρξον 3-4 περιπτώσεις που θα ταχθούν με την άρση της ασυλίας του Προέδρου. 20 όμως με τίποτα.

Ποια είναι λοιπόν η σημασία της διαδικασίας που έχει ξεκινήσει; Καθαρά και μόνο η ζημιά στο πολιτικό πρεστίζ είναι τεράστια. Ο Τραμπ τίθεται ουσιαστικά εκτός μάχης για την διεκδίκηση της επόμενης τετραετίας. Κι όχι μόνο αυτός. Ο Ρεπουμπλικάνος Μάικ Πομπέο που κατηγορείται ότι ήταν παρών στο τηλεφώνημα και συμβούλευσε τον Τραμπ θα βρεθεί άσχημα μπλεγμένος, το ίδιο και ο Ρούντι Τζουλιάνι, ο δικηγόρος του Τραμπ, που κατηγορείται ότι αποτέλεσε τον ενδιάμεσο κρίκο με τον Ζελίνσκι.

Αυτό θα ήταν και το ιδανικότερο σενάριο, μιας και σε περίπτωση που ο Τραμπ έχανε το δικαίωμα της προεδρίας και τον καθαιρούσαν, μπορεί να τον έσερναν σε δίκη, κάτι που του αξίζει, αλλά θα τον αντικαθιστούσε ως του χρόνου ο Μάικλ Πεν, που είναι απείρως επικινδυνότερος από τον Τραμπ. Όχι για τις ΗΠΑ, αλλά για τον υπόλοιπο πλανήτη. Και σε μια εποχή που η Αμερική έχει πολλά ανοιχτά μέτωπα και τον λεγόμενο πόλεμο του εμπορίου (trade war) με το Ιράν και την Κίνα.

Σε κάθε περίπτωση, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα – ας μη γελιόμαστε, η Γερουσία δεν πρόκειται να κατηγορήσει τον Τραμπ – είναι μια στιγμή που στο μέλλον θα καταστεί ως ιστορική. Κι αυτό γιατί θα τιμωρήσει μια για πάντα, έστω και στο πρόσωπο του ενός, όσους ευτελίζουν την πολιτική και την διακυβέρνηση των λαών. Κι ο Τραμπ δεν είναι παρά ένας αρλεκίνος της comedia del’ arte που η βροχή έχει διαλύσει το μακιγιάζ του!