Φεύγεις από τη χώρα σου κυνηγημένος. Ξέρεις πως αν μείνεις και άλλο εκεί ρισκάρεις τη ζωή σου. Έχεις δει άλλωστε φίλους σου, συγγενείς σου, μπορεί και τους ίδιους του γονείς σου, ίσως ακόμα και τα ίδια τα παιδιά σου να σκοτώνονται από τις βόμβες που σκάνε ή από τους φανατικούς, θρησκόληπτους δολοφόνους που βασανίζουν άπιστους πριν τους κόψουν τα κεφάλια.
Ασφαλής τρόπος για να φύγεις δεν υπάρχει, αλλά πρέπει να το παλέψεις: αν μείνεις σε αυτόν τον τόπο, τον τόπο σου, οι πιθανότητες να επιβιώσεις είναι ακόμα λιγότερες.
Στην Ευρώπη δεν θα περάσεις καλά, δεν θα βρεις τον παράδεισο, το ξέρεις πια πολύ καλά. Αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που βιώνεις στη χώρα σου. Τουλάχιστον εκεί, όταν θα κοιμάσαι τα βράδια, δεν θα αναρωτιέσαι αν αυτή είναι η τελευταία φορά που πέφτεις για ύπνο το βράδυ. Και ας κοιμάσαι μέσα σε κάποιο στρατόπεδο με εκατοντάδες ακόμα ανθρώπους που έφυγαν από τις χώρες του.
Ακόμα και αυτό άλλωστε εμπεριέχει μια προϋπόθεση: ότι θα βγεις ζωντανός από τη διάνυση του Αιγαίου με ένα φουσκωτό, ότι δεν θα πνιγείς στην πορεία, ότι όταν το σώμα σου θα βρεθεί στη Χίο ή τη Λέσβο θα είσαι ακόμα ζωντανός.
Είναι αληθινά αστείο, κυριολεκτικά: αν όλη αυτή η κατάσταση δεν αποκτούσε επικίνδυνα χαρακτηριστικά θα έπρεπε να γελάμε με όλη μας την ψυχή για το γεγονός ότι μπορεί ο ντόπιος κάτοικος ενός νησιού, που γίνεται μέρος υποδοχής ανθρώπων με τέτοιες ιστορίες να θεωρεί θύμα τον εαυτό του αλλά όχι τους πρόσφυγες.
Οι κινητοποιήσεις στα νησιά φυσικά, δεν είναι όλες ενιαίες. Η λογική της εναντίωσης στα στρατόπεδα προσφύγων αποκτά διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάλογα με τον φορέα της. Τα περισσότερα ΜΜΕ μπορεί να μην έχουν την κριτική ικανότητα να κάνουν τους απαραίτητους διαχωρισμούς ή ίσως απλά να μην θέλουν, πετάνε ένα «ένταση στην Χίο» και ξεμπερδεύουν. Όμως, οι διαχωρισμοί υπάρχουν και προκύπτουν μέσα από τις διαφορετικές απαντήσεις στο ερώτημα: γιατί δεν θέλουμε στα μέρη μας τα στρατόπεδα προσφύγων;
Μια απάντηση μπορεί να είναι η εξής: γιατί δεν γουστάρουμε πρόσφυγες στα μέρη μας, δεν θέλουμε εδώ τις παρουσίες τους, δεν μας αρέσουν να βγαίνουν βόλτες έξω από τα στρατόπεδά τους και να μας ρίχνουν τον τουρισμό.
Και μια άλλη απάντηση μπορεί να είναι η εξής: γιατί δεν θέλουμε άνθρωποι να ζουν μέσα σε στρατόπεδα, θέλουμε τους πρόσφυγες να είναι γείτονές μας, συνάδελφοί μας, ισότιμα μέλη της κοινωνίας και όχι έγκλειστοι σε μαζικούς χώρους. Και οι δυο αντιλήψεις εκφράζονται ως εναντίωση στα στρατόπεδα στα νησιά αλλά οι κόσμοι που εκπροσωπούν βρίσκονται σε αιώνια σύγκρουση.
Η κυβέρνηση ανίκανη να πείσει τους ψηφοφόρους της πως το πολιτικό της πρόγραμμα δεν είναι τόσο δεξιό όσο εκείνοι πίστευαν, βλέπει την αντιπολίτευση στις πολιτικές της να δομείται τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά της. Αυτονόητα, γεμίζει με ΜΑΤ τα νησιά και ό,τι κινείται δέρνεται. Όμως δεν το μάθαμε τώρα: η συγκεκριμένη κυβέρνηση πάσχει από πολιτική στιβαρότητα. Το ξύλο είναι η μόνη της επιλογή, άλλωστε στην προκειμένη περίπτωση βολεύει και σε ένα άλλο επίπεδο, αφού ενισχύεται το αφήγημα της θεωρίας των δυο άκρων.
Μέσα στην περιπλοκότητα και το λαβύρινθο που συγκροτεί όλο αυτό το σκηνικό, τα πράγματα στα νησιά είναι πιο απλά από όσο φαίνονται. Υπάρχει μια αναντίρρητη αναγκαιότητα που πρέπει να τεθεί απέναντι από τα στρατόπεδα: οι ντόπιοι και οι πρόσφυγες πρέπει να ζουν ειρηνικά, πρέπει να ζουν μαζί, πρέπει να ζουν ισότιμα. Όποιες ρητορικές και πρακτικές τίθενται απέναντι στην αναγκαιότητα αυτή, είτε παίρνουν κυβερνητική μορφή είτε αντιπολιτεύονται στην κυβέρνηση από τα δεξιά, είναι τμήματα του ίδιου στρατοπέδου, της ίδιας πολιτικής οικογένειας.