Με τα 3 πρώτα κρούσματα ασθενών με κορωνοϊό να καταγράφονται επίσημα στην Ελλάδα, καλό θα ήταν να διαχωρίσουμε τον μύθο από την πραγματικότητα, ειδικά τώρα που είναι δεδομένο πως τα «συμβατικά» Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης θα «εμπλουτίσουν» τις πραγματικές ειδήσεις με μπόλικη δόση τρομολαγνείας, θυσιάζοντας την αληθινή ενημέρωση στο βωμό των μετρήσεων.
Ο πανικός και η υστερία δεν βοήθησαν ποτέ κανέναν να αντιμετωπίσει οτιδήποτε. Πόσω μάλλον έναν απολύτως υπαρκτό κίνδυνο, όπως είναι το ξέσπασμα μιας επιδημίας. Ωστόσο για την ανθρωπότητα τέτοιες καταστάσεις δεν είναι πρωτόγνωρες. Κι αν θέλουμε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, στο παρελθόν έχει αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις από αυτήν του κορωνοϊού ο οποίος –στην περίπτωση της Ελλάδας- δεν βρίσκεται πια προ των πυλών, αλλά εντός των τειχών, με τα 2 πρώτα καταγεγραμμένα κρούσματα να έχουν συμβεί στην Θεσσαλονίκη και το τρίτο στην Αθήνα.
Μέχρι να γραφτούν αυτές οι γραμμές ή ώσπου να φτάσουν στα μάτια σας, είναι πιθανό οι περιπτώσεις να αυξηθούν, κάτι που μοιάζει μάλλον αναπόφευκτο, αλλά δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης είναι η παράνοια.
Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ξεκάθαρα την δύναμη της επιστήμης και της τεχνολογίας και πώς ο συνδυασμός τους έχει κάνει την ανθρωπότητα πολύ πιο προστατευμένη απέναντι σε επιδημίες που παλαιότερα θα είχαν αποτελέσει με απόλυτη βεβαιότητα πολύ μεγαλύτερη απειλή.
Η σωστή πληροφόρηση, η έγκαιρη διάγνωση και –κυρίως- η πρόληψη περιόρισαν εν τη γενέσει της την ασθένεια, πράγμα που έρχεται να επιβεβαιωθεί από τα ίδια τα στατιστικά και τους αριθμούς, που δεν δικαιολογούν τον πανικό ο οποίος την συνοδεύει.
Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι τα θύματα μιας κοινής, εποχικής γρίπης τα προηγούμενα χρόνια σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν ακόμη και 60 (εξήντα) φορές περισσότερα από εκείνα του κορωνοϊού, ένα στοιχείο που σκοπίμως αποκρύπτεται στα ρεπορτάζ εκείνων που επενδύουν στην άγνοια.
Επιπλέον, από τον συνολικό αριθμό όσων διαγνώστηκαν με την συγκεκριμένη μορφή γρίπης, το ποσοστό εκείνων που τελικά κατέληξαν ανέρχεται στο 2%, αριθμός πολύ μικρότερος, συγκρινόμενος ακόμη και με πολύ πιο συνηθισμένες αρρώστιες!
Στην Κίνα, την χώρα «καταγωγής» της ασθένειας, όπου έχουν καταγραφεί και τα περισσότερα περιστατικά, υπάρχει πλέον ικανός αριθμός νοσούντων ώστε να δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων από την οποία προκύπτουν τα παρακάτω συμπεράσματα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ΕΠΙΣΗΜΑ στοιχεία, τα ποσοστά θνησιμότητας είναι τα εξής (με την υποσημείωση ότι ΠΟΣΟΣΤΟ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ=ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ/ΑΡΙΘΜΟΣ ΝΟΣΟΥΝΤΩΝ=ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΡΟΣΒΛΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΟ):
Ανάλογα με την ηλικία:
0-9 ετών: κανένας θάνατος
10-19 ετών: 0,2%
20-29 ετών: 0,2%
30-39 ετών: 0,2%
40-49 ετών: 0,4%
50-59 ετών: 1,3%
60-69 ετών: 3,6%
70-79 ετών : 8%
+80 ετών : 14,8%
Όπως είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, τα ποσοστά αυτά δείχνουν ότι σοβαρός λόγος για πανικό δεν υπάρχει. Χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι είναι φρόνιμο να μην λαμβάνει κανείς τα στοιχειώδη μέτρα πρόληψης, όπως είναι το συχνό πλύσιμο των χεριών και η τήρηση στοιχειωδών κανόνων υγιεινής (και ευγένειας) όπως το να βάζεις το χέρι σου μπροστά στο στόμα σου όταν βήχεις…
Τέλος, αντίστοιχες ήταν και οι πρόσφατες δηλώσεις του καθηγητή Αιματολογίας και πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθανάσιου Δημόπουλου, που ξεκαθάρισε ότι το 85% όσων νοσήσουν θα παρουσιάσουν συμπτώματα ιδιαίτερα ήπια, ενώ μόνο ένα 15% θα χρειαστεί κάποιας μορφής νοσηλεία και ακόμη λιγότεροι θα είναι εκείνοι που ενδεχομένως θα βρεθούν σε ΜΕΘ.
Τι λέτε, λοιπόν, αξίζει να ποδοπατηθούμε για το τελευταίο πακέτο μακαρόνια και χαρτί υγείας στα ράφια του σούπερ μάρκετ ή μήπως όχι;