Κορωνοϊός και αισχροκέρδεια: Εθνικής σημασίας η επίταξη των ιδιωτικών διαγνωστικών κέντρων

Η διενέργεια και ο έλεγχος των τεστ για τον κορωνοϊό στην Ελλάδα έχουν τεθεί εντελώς εκτός του πλαισίου που αξιώνει ο ΠΟΥ.

Σε περιπτώσεις μεγάλων κρίσεων με παγκόσμιο οικονομικό αντίκτυπο είθισται οι πολλοί να χάνουν από τις οικονομίες έως το βιος τους και κάποιοι λίγοι να παίρνουν όλο το χαρτί, θησαυρίζοντας από τις ευκαιρίες που προσφέρει ο κλάδος δραστηριοποίησης τους.

Είτε μιλάμε για βιομηχανίες όπλων και προμηθευτών στρατιωτικού υλικού εν καιρώ πολέμου, είτε για την ευρύτερη βιομηχανία φαρμάκων και απολυμαντικών εν καιρώ κορωνοϊού οι καταστάσεις είναι ανάλογες.

Το ζήτημα είναι τι μπορεί και τι οφείλει να κάνει ένα κράτος όταν ο καιροσκοπισμός των ωφελημένων υπερβαίνει κάθε όριο, φτάνοντας να ζημιώνει εμμέσως, αλλά σαφώς το κοινωνικό σύνολο.

Μόλις χθες, Δευτέρα ο επικεφαλής του ΠΟΥ Δρ. Τέντρος Αντχάνομ απηύθυνε δραματική έκκληση στις κυβερνήσεις να πραγματοποιούν περισσότερα τεστ για τον κορωνοϊό, προκειμένου να θέσουν υπό έλεγχο την επιδημία. «Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να αποφύγουμε τις μολύνσεις και να σώσουμε ζωές είναι να σπάσουμε την αλυσίδα της μετάδοσης. Και για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να κάνουμε τεστ και να απομονωθούμε. Δεν μπορείς να καταπολεμήσεις τη φωτιά με δεμένα μάτια. Ομοίως δεν μπορείς να σταματήσεις την πανδημία αν δεν γνωρίζεις ποιοι έχουν μολυνθεί. Έχουμε ένα απλό μήνυμα για όλες τις χώρες. Τεστ, τεστ, τεστ. Εξετάστε κάθε ύποπτη περίπτωση».

Η τοποθέτηση του γενικού διευθυντή του ΠΟΥ θα μπορούσε να είναι μια επιδοκιμασία στο μοντέλο της Νοτίου Κορέας, που παρέχει δωρεάν το τεστ στους πολίτες, έχει διεξάγει πάνω από 220.000 ελέγχους (ο ρυθμός έφτασε έως και 10.000 ημερησίως με τη βοήθεια ακόμα και κινητών – Drive-through – κλινικών) και πέτυχε να αντιμετωπίσει έγκαιρα τις νέες εστίες μετάδοσης, θέτοντας σε καραντίνα ακόμα και ασθενείς με ήπια συμπτώματα. Αποτέλεσμα είναι ο ρυθμός των νέων κρουσμάτων να έχει μειωθεί δραστικά τις τελευταίες ημέρες και η αναλογία επιβεβαιωμένων κρουσμάτων / θανάτων να έχει πέσει κάτω από το 1%.

Θα μπορούσε παράλληλα να είναι και μια αποδοκιμασία στους χειρισμούς της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ, που φαίνεται να έχουν χάσει πλήρως τον έλεγχο (σε όρους Ιταλίας) σε ότι αφορά τον πραγματικό αριθμό των κρουσμάτων. Στην Αγγλία εκφράζονται φόβοι ότι ο αριθμός των νοσούντων πιθανόν να υπερβαίνει τις 50.000 (!), καθώς η χώρα παραμένει ξέφραγο αμπέλι και τα τεστ αφορούν μόνο ανθρώπους με σοβαρά συμπτώματα και όσους εισάγονται στα νοσοκομεία. Σε κοτζάμ ΗΠΑ οι χειρισμοί μοιάζουν εγκληματικοί. Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) έστειλαν ελαττωματικά κιτ δοκιμών το Φεβρουάριο, γεγονός που καθυστέρησε σημαντικά τις δοκιμές. Στη συνέχεια, η ρυθμιστική γραφειοκρατία επιβράδυνε τα ιδιωτικά εργαστήρια που ήθελαν να αναπτύξουν τις δικές τους δοκιμές. Σα να μην έφταναν αυτά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει πόσοι Αμερικανοί έχουν υποβληθεί σε τεστ επειδή δεν υπάρχει κεντρική βάση δεδομένων…

Στην Ελλάδα έχει υιοθετηθεί η πρακτική της Αγγλίας σε ότι αφορά τα τεστ, αλλά με πολύ πιο αυστηρά μέτρα απομόνωσης για την ώρα. Ο ΕΟΔΥ ανιχνεύει μόνο ανθρώπους που αξιολογεί τα συμπτώματα τους ως «σοβαρά». Όποιος εμφανίζει ήπια και θέλει να μάθει αν είναι φορέας του ιού πρέπει να κάνει το τεστ σε ιδιωτικά διαγνωστικά εργαστήρια. Και φυσικά από τη στιγμή που η τιμή σε αυτά κυμαίνεται από 150 έως 300 ευρώ (και σε ορισμένες περιπτώσεις στην επαρχία ως και 400 ευρώ), οι περισσότεροι δεν μπαίνουν στον… κόπο.

Η κυβέρνηση κατά γενική ομολογία έχει επιδείξει αποφασιστικότητα και ταχύτητα στους χειρισμούς της έως τώρα. Με εξαιρέσεις το λουκέτο στους ναούς, που άργησε χαρακτηριστικά (περίμενε να κάνει η εκκλησία το δειλό πρώτο βήμα για να μην χρεωθεί… όλο το πολιτικό κόστος) και την αντιμετώπιση των φαινομένων αισχροκέρδειας. Είναι τουλάχιστον ανήθικο να καπηλεύσαι σε μια τέτοια περίοδο την αγωνία του άλλου με τόσο υπέρογκες χρεώσεις και κοινωνικά αναίσθητο να φροντίζεις μόνο για την τσέπη σου ενώ ο ρόλος και η συμβολή σου μπορούν να αποδειχτούν πολύτιμες στην αποκρυπτογράφηση της επιδημίας και συνεπώς στον καλύτερο έλεγχό της.

Τα προβλήματα έχουν κάνει ήδη την εμφάνιση τους, καθώς ο κρατικός μηχανισμός έχει δεχτεί τόσο βάρος που είναι πια δυσβάσταχτο. Σύμφωνα με πληροφορίες του Έθνους τα διαγνωστικά τεστ γίνονται πια με το σταγονόμετρο, καθώς τελειώνουν τα αντιδραστήρια που απαιτούνται για την εξέταση. Τα διαθέσιμα αντιδραστήρια στον ΕΟΔΥ και στα εξειδικευμένα εργαστήρια της χώρας είναι πια ελάχιστα και ήδη είναι αδύνατη η ακριβής καταγραφή των κρουσμάτων του κορωνοϊού που υπάρχουν στη χώρα (η καθυστέρηση στη διάγνωση λόγω όγκου είναι άλλωστε και ο λόγος που η ανακοίνωση της Δευτέρας έκανε λόγο για μόνο 21 νέα κρούσματα).

Η κυβέρνηση είναι έτοιμη να υπογράψει συμβάσεις με ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα προκειμένου να αποστέλλονται κι εκεί δείγματα ώστε να αποσυμφορηθεί ο κρατικός τομέας και να αποκατασταθεί μια στοιχειώδης ροή στον έλεγχο και τη διαγνωστική διαδικασία. Καταβάλλεται επίσης μια προσπάθεια να πέσουν οι τιμές και να παγιωθεί το κόστος των τεστ στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα στα 120 ευρώ. Θεωρητικά αυτή είναι η τιμή από τη Δευτέρα 16/03 σε πολλά ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα σε όλη τη χώρα, όπως άφησαν να διαρρεύσει στον Τύπο ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ιατρικών Διαγνωστικών Κέντρων και η Πανελλήνια Ένωση Ιδιωτικών Κλινικών Ελλάδας.

Αυτό είναι κάτι που απομένει να φανεί τις επόμενες ημέρες. Δεν θα έπρεπε καν να είχε ευδοκιμήσει σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα δημόσιας υγείας ο νόμος της «προσφοράς και της ζήτησης», ας μπει ένα φρένο στις τιμές έστω και τώρα. Αν και ιδανικά η τιμή του τεστ θα έπρεπε να ήταν καθαρά συμβολική. Να αντιστοιχεί απλώς στο κόστος της εξέτασης και να μην εμποδίζει οποιοδήποτε βαλάντιο να υποβληθεί σε αυτήν.

Κοντολογίς, το ερώτημα είναι για ποιο λόγο η κυβέρνηση δεν εξετάζει το σενάριο επίταξης αυτών των ιδιωτικών κέντρων από τη στιγμή που βιώνουμε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης και τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί συνιστούν (εξ’ ανάγκης) τεράστιο οικονομικό πλήγμα σε πληθώρα επαγγελματικών κλάδων. Το μήνυμα του ΠΟΥ είναι ξεκάθαρο. Η διασπορά του ιού στην κοινότητα έχει άμεση συνάρτηση με την ανάγκη να πραγματοποιούνται όλο και περισσότερα τεστ στους πολίτες που παρουσιάζουν συμπτώματα, ανεξάρτητα εάν είναι ήπια ή όχι. Όσο μεγαλύτερος ο αριθμός τους τόσο καλύτερα. Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στον πλανήτη θα μπορούσαν να περιγραφούν και με πολεμικούς όρους, πρόκειται για μια παγκόσμια κρίση και κατά τόπους εθνική δοκιμασία, που επιβάλλει την επιστράτευση κάθε μέσου που θα βοηθήσει στην έξοδο από αυτήν.

Σε αυτά τα μέσα δεν είναι δυνατό να μην συμπεριλαμβάνεται ένα πολύ μεγάλο μέρος του κλάδου υγείας μιας χώρας. Εδώ σφραγίστηκαν τόσες και τόσες επιχειρήσεις, υπονομεύτηκε το μέλλον τόσων επαγγελματιών. Η κυβέρνηση μπορεί συνταγματικά να το κάνει και το μήνυμα της θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο. Θα μπορούσε να είναι κάπως έτσι: «Ό,τι βγάλατε, βγάλατε, η συντριπτική πλειονότητα έχασε, κάποιοι ενδεχομένως και να καταστραφούν οικονομικά. Από εδώ και πέρα θα συνταχθείτε στην ανάγκη της εθνικής προσπάθειας να βγούμε νωρίτερα και με τις λιγότερες δυνατές απώλειες συνανθρώπων μας απ’ όλο αυτό…».