Είναι απίστευτο το πως εδώ και πέντε χρόνια, ένα μικρό χωριό της Λέσβου, το οποίο δεν υπήρχε περίπτωση να γνωρίζει κανείς το όνομά του εφόσον δεν είχε επαφή με το νησί, έχει μετουσιωθεί σε ένα τόσο πολυσυζητημένο μέρος. Μέσα σε πέντε χρόνια, από το καλοκαίρι του 2015 δηλαδή οπότε και το πρώτο μεγάλο κύμα προσφύγων έφτασε στην Ελλάδα μέχρι και το βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου όταν μια φωτιά έκαψε ολοσχερώς το προσφυγικό καμπ της περιοχής, η Μόρια έχει γίνει συνώνυμο του ίδιου του προσφυγικού ζητήματος.
Είναι τόσο ξεκάθαρες οι τάσεις που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία αναφορικά με την παρουσία των προσφύγων ανάμεσά μας, που δεν χρειάζεται να μασάμε τα λόγια μας: η φασαρία που γίνεται από ρατσιστικά χείλη κάθε φορά που η Μόρια απασχολεί την επικαιρότητα, έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα επιπλέον πρόβλημα πλάι στα προβλήματα των προσφύγων. Ο λόγος για την γιγάντωση του ίδιου του ρατσισμού.
Το πιο σοκαριστικό με τις συγκεκριμένες φωνές είναι πως όσο μεγαλύτερη είναι η προσφυγική δυστυχία τόσο πιο δυνατά ακούγονται. Σαν να θέλουν να φέρουν στον (υποτιθέμενο) «ίσιο δρόμο» όλους εκείνους που ενστικτωδώς νιώθουν συμπόνια για τους πρόσφυγες, σαν να θέλουν να υπενθυμίσουν παντού πως δεν έχει σημασία πόσο μεγάλης κλίμακας μπορεί να είναι η καταστροφή μιας ζωής, διότι η ξενοφοβία δεν καταλαβαίνει από αυτά. Σαν να θέλουν να υπενθυμίσουν πως η απανθρωπιά σκληραίνει παραπάνω όταν στρέφεται στους πιο αδύναμους.
Μετά την πυρκαγιά στην Μόρια, περίπου 13.000 άνθρωποι έχουν μείνει άστεγοι και περιφέρονται στην Μυτιλήνη. Ανάμεσά τους πολλές οικογένειες και πάμπολλα παιδιά, τα οποία έχουν περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους -ίσως και όλη τη ζωή τους πολλές φορές- μέσα σε ένα στρατόπεδο για να μετουσιωθούν τώρα σε άστεγες υπάρξεις. Ναι, μέσα στη Μόρια έχουν μεγαλώσει παιδιά που δεν ξέρουν τι σημαίνει σπίτι. Και παρ’ όλα αυτά κάποιοι συνεχίζουν τις άναρθρες κραυγές τους.
Τα «ξεκουμπιστείτε από εδώ», τα «έξω οι ξένοι», τα «και τώρα σπίτια σας» δίνουν και παίρνουν τόσο σε φυσικό όσο και σε ιντερνετικό επίπεδο, από ανθρώπους που οριακά πανηγυρίζουν για το γεγονός του βραδιού της Τρίτης. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που όταν βλέπουν τραγωδίες όπως η προ διετίας στο Μάτι αγανακτούν προς την αντίθετη κατεύθυνση, ανάβουν κεριά και θρηνούν την απώλεια της ανθρώπινης ζωής. Όμως αυτή την τελευταία δεν την μετράνε με τους ίδιους όρους. Για αυτούς οι ζωές αποκτούν διαφορετική αξία ανάλογα με το χρώμα του δέρματος, την καταγωγή και την εθνικότητα: οι τραγωδίες δεν είναι τόσο τραγωδίες άμα δεν έχουμε να κάνουμε με Έλληνες.
Η τελευταία πενταετία (τουλάχιστον) θα αποτελεί αντικείμενο ιστορικής μελέτης στο μέλλον αναφορικά με την παρουσία των προσφύγων, είναι δεδομένο αυτό. Η στάση που μια μεγάλη και υπολογίσιμη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας κρατάει στο σήμερα απέναντί τους δεν θα κάνει τις επόμενες γενιές να νιώθουν ιδιαίτερη τιμή για τους παππούδες τους και τις γιαγιάδες τους. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον, όλη αυτή συσσωρευμένη σκατοψυχιά, που σήμερα ψάχνει χώρο να αναπτυχθεί με την παραμικρή ευκαιρία, να θεωρείται τότε μια περίπου πρωτόγονη συμπεριφορά που η εξέλιξη των κοινωνιών άφησε πίσω. Ας ελπίσουμε πως στο κοντινό ή μακρινό μέλλον, ο ρατσισμός θα αντιμετωπίζεται όπως του αξίζει. Ως κάτι σκοτεινό που το κατάπιε η ιστορία.