Δεν είναι οι φιέστες και οι τυμπανοκρούσιες το… δίδαγμα από την επανάσταση του ‘21

Θα είχε μεγαλύτερη διδακτική αξία από την αναγωγή του ’21 σε εποποιία να μαθαίναμε από μικροί ότι το μεγάλο κουσούρι της ράτσας είναι διαχρονικά η εξουσιολαγνεία

Η επέτειος των 200 χρόνων από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να μάθουμε λίγο καλύτερα την ιστορία μας και να αποσαφηνιστούν τα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Καλές οι φιέστες, τα πανηγύρια και οι βαρύγδουπες αναφορές – ας πούμε ότι το οφείλουμε στον Ρήγα, τους «φιλικούς» και σε όλους όσους έβαλαν το συλλογικό συμφέρον πάνω από το ατομικό για να θεριέψει ο σπόρος της ελευθερίας – αλλά το πιο σημαντικό δίδαγμα της ελληνικής επανάστασης δεν είναι τι μπορούν να επιτύχουν οι Έλληνες όταν είναι ενωμένοι, αλλά τι μπορούν να διαλύσουν όταν είναι διαιρεμένοι. Αν είχε σημαδέψει τις συνειδήσεις μας από τη σχολική κιόλας ηλικία η γνώση για το μέγεθος της κατάντιας που επέφερε ο εθνικός διχασμός το ’21 (και όχι μόνο τότε βέβαια), πιθανόν να ήμασταν ένα έθνος με περισσότερη σοφία και λιγότερα – προερχόμενα από την εμφυλιοπολεμικό DNA μας – δεινά.

Η συλλήβδην ηρωποίηση των επαναστατών και των γεγονότων του ’21 τρέφουν την τόνωση του εθνικού φρονήματος, αλλά αν λάβουμε ως αξίωμα ότι η αμάθεια είναι προτιμότερη της ημιμάθειας, είναι σαφές ότι προσφέρει στρεβλή υπηρεσία.

Η ελληνική επανάσταση απέτυχε. Όχι εκ του αποτελέσματος, αλλά ως κοινωνικό κίνημα. Δεν κατάφερε να μετουσιωθεί σε κάτι ομοιογενές, με κοινό στόχο και κοινές αξίες. Ή μάλλον το κατάφερε για μια διετία-τριετία. Όσο δηλαδή χρειάστηκε για να διώξει τους Τούρκους από τον Μοριά και να απελευθερώσει μεγάλο μέρος της Στερεάς και των Κυκλάδων. Προ της διαφαινόμενης νίκης και αμέσως μετά το σχηματισμό πολιτικής αρχής, ξεκίνησαν οι έριδες, η διχόνοια, η ίντριγκα και τα αλληλομαχαιρώματα.

Η επανάσταση «έσβησε» εκ των έσω εξαιτίας των δύο εμφύλιων πολέμων και όταν ο Ιμπραϊμ αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο, το Φεβρουάριο του 1825, ξεκίνησε να ψυχορραγεί. Από εκείνο το γεγονός κι έπειτα ήταν δεδομένο ότι οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να τα καταφέρουν μόνοι τους. Είχαν βγάλει τα μάτια τους με τα ίδια τους τα χέρια. Πολεμώντας για το ποιος θα γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, προτού ακόμη απαλλαχθούν από τον… χαλίφη. Ο Παπαφλέσσας θυσιάστηκε ουσιαστικά από τις τύψεις του στο Μανιάκι για τον ένοχο ρόλο του στην εμφυλιοπολεμική σύρραξη. Είχε πολεμήσει τον Κολοκοτρώνη, του οποίου ο γιος Πάνος φονεύθηκε από ελληνικά πυρά (το ίδιο λέγεται και για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη), προτού ο ίδιος ο Γέρος φυλακιστεί σε μοναστήρι της Ύδρας.

Μετά την άλωση του Μεσολογγίου και το θάνατο του Καραϊσκάκη (που ακολούθησε η πτώση και της Αθήνας), η κατάσταση στο στρατόπεδο των επαναστατημένων ήταν δραματική. Περιορισμένοι στη Μάνη, στην ανατολική Πελοπόννησο και στα νησιά του Αργοσαρωνικού, είχαν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους στο αντάρτικο του Κολοκοτρώνη (που την ύστατη ώρα κράτησε ζωντανή την επανάσταση), περιμένοντας τη λύτρωση από τις μεγάλες δυνάμεις. Ο κλεφτοπόλεμος και η διαταγή για «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» απέτρεψαν την κατάληψη όλου του Μοριά από τον Ιμπραήμ, για να έρθει σαν από μηχανής θεός η «Ιουλιανή Συμφωνία» και η ναυμαχία του Ναυαρίνου.

Ναι, προφανώς, αν η επανάσταση δεν είχε καν ξεκινήσει (προκαλώντας μάλιστα και ένα μεγάλο φιλελληνικό κύμα στη δύση), ελληνικό κράτος δεν θα υπήρχε, αλλά το ότι οι Έλληνες δεν τα κατάφεραν τελικά μόνοι τους, διότι δεν μπορούσαν να μοιράσουν την «κουτάλα», δεν είναι ακριβώς εκείνη η λεπτομέρεια που δεν πρέπει να αφήσουμε να μας χαλάσει μια ωραία ιστορία. Είναι η ίδια η Ιστορία μας και πιθανότατα θα ήταν και η πυξίδα μας για το μέλλον, αν υπήρχε η διάθεση να μελετήσουμε και τη σκοτεινή πλευρά των γεγονότων.

Η ιστορία επαναλήφθηκε, όχι ως φάρσα, αλλά ως τραγωδία στα γεγονότα που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή και φυσικά στη διαμάχη για τη διάδοχη κατάσταση μετά την απελευθέρωση από τους Ναζί. Επαναλαμβάνεται σε κάθε εθνικά κρίσιμη στιγμή, από το σκηνικό πολιτικού χάους παραμονές της επιβολής χούντας, έως την πτώχευση, τα μνημόνια και στις μέρες μας, ως την πανδημία.

Θα είχε μεγαλύτερη διδακτική αξία από την αναγωγή του ’21 σε εποποιία να αναδείκνυαν τα σχολικά βιβλία ότι οι Έλληνες άρχισαν να αλληλοσφάζονται για τα μεταπολεμικά προνόμια και αξιώματα, προτού ακόμη ελευθερωθούν, απ’ το να θριαμβολογούν με τις γραφικές προεκτάσεις του κλισέ «Έλληνες ενωμένοι – ποτέ νικημένοι». Να μαθαίναμε δηλαδή από μικροί ότι το μεγάλο κουσούρι της ράτσας είναι διαχρονικά η εξουσιολαγνεία και ότι παρά τις εθνικές συμφορές που έχει προκαλέσει αυτή, η διχόνοια και η έλλειψη στοιχειώδους σύμπνοιας, ακόμα και ενώπιον ενός μείζονος εθνικού στόχου, είναι η απόδειξη ότι – όπως λένε οι ιστορικοί – «λαός που ξεχνά την Ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει».

Μια σοβαρή πολιτική ηγεσία – όχι ότι θα το έκανε η σημερινή αντιπολίτευση – θα υποβάθμιζε τις τυμπανοκρούσιες και θα εμβάθυνε περισσότερο στις διδαχές που αξίζει να λάβουμε από τα γεγονότα της ελληνικής επανάστασης. Την ανάγκη δηλαδή να επιδεικνύουν οι πολιτικοί αρχηγοί στα δύσκολα ενός έθνους τις αρετές της ομοφροσύνης, της συναίνεσης και της ομοψυχίας, παραμερίζοντας το συντεχνιακό και ατομικό συμφέρον.

Αυτό που δεν κάνουν δηλαδή εδώ και περίπου… 197 χρόνια οι Έλληνες πολιτικοί αρχηγοί, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.

Αλλά ο Καζαντζάκης έχει περιγράψει τη μάστιγα του Έλληνα πιο γλαφυρά από κάθε άλλον. 

«Μια μέρα ο Αλλάχ βρέθηκε μπόσικος, έπιασε φωτιά και κοπριά κι έπλασε το Ρωμιό. Μα ευτύς, ως τον είδε, το μετάνιωσε. Είχε ένα μάτι ο αφιλότιμος που τρυπούσε ατσάλι. «Τι να γίνει τώρα, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα. Ας πιάσω να κάμω τώρα τον Τούρκο, να σφάξει το Ρωμιό, να βρει ο κόσμος την ησυχία του.» Και ευτύς, χωρίς να χασομεράει, βάνει σ’ ένα ταψί τον Τούρκο και το Ρωμιό να παλέψουν. Πάλευαν, πάλευαν ως το βράδυ, κανένας δεν έριχνε το κάτω τον άλλον. Μα ευτύς, ως σκοτείνιασε, βάνει ο άτιμος Ρωμιός τρικλοποδιά, κάτω ο Τούρκος! « Ο διάολος θα με πάρει, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα πάλι. Τούτοι οι Ρωμιοί θα φάνε τον κόσμο, πάνε οι κόποι μου χαμένοι… Τι να κάμω;» Ολονύχτα δεν έκλεισε μάτι ο κακομοίρης, μα το πρωί, πετάχτηκε απάνω και χτύπησε τις χερούκλες του: «Βρήκα βρήκα» φώναξε. Έπιασε πάλι φωτιά και κοπριά, κι έφτιαξε έναν άλλο Ρωμιό, και ους έβαλε στο ταψί να παλέψουν. Άρχισε το πάλεμα. Τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά κι ο άλλος. Μπηχτές ο ένας, μπηχτές κι ο άλλος. Μπαμπεσιά ο ένας, μπαμπεσιά κι ο άλλος… Πάλευαν, πάλευαν, έπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν πάλι, ξανάπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν… Κι ακόμα παλεύουν! Κι έτσι ο κόσμος βρήκε την ησυχία του…!»”