Έχει γίνει πάρα πολύς λόγος αναφορικά με το αν μια κυβέρνηση -η ελληνική στην περίπτωσή μας…- νομιμοποιείται σε μια περίοδο όπως αυτή που διανύουμε να εφαρμόζει απρόσκοπτα το κυβερνητικό της πρόγραμμα. Αν δηλαδή σε μια εποχή γεμάτη με ιδιαιτερότητες εξαιτίας της πανδημίας, σε μια εποχή που τίποτα δεν λειτουργεί κανονικά εξαιτίας αυτών των ιδιαιτεροτήτων, από αυτό το περίεργο πάγωμα των ρυθμών της κοινωνικής ζωής μπορούν να εξαιρούνται οι διαβουλεύσεις και οι ψηφίσεις νομοσχεδίων. Εκ πρώτης όψεως αυτό μοιάζει μια συζήτηση περιττή: φυσικά και νομιμοποιείται. Και πράγματι με βάση το γράμμα του νόμου έτσι είναι. Όταν η συζήτηση ωστόσο ξεφεύγει από το αμιγώς νομικό της πλαίσιο γίνεται κομματάκι πιο περίπλοκη.
Οι κινητοποιήσεις, οι διαδηλώσεις, αυτό που σε γενικές γραμμές στις δημοκρατίες αποκαλείται «κοινωνική αντιπολίτευση» είναι ένα τμήμα του πολιτικού παιχνιδιού. Και δεν υπάρχει καμία κυβέρνηση που να μην τίθεται αντιμέτωπη με αυτή. Όταν λοιπόν ο κόσμος που βρίσκεται απέναντι στην Νέα Δημοκρατία την κατηγορεί πως εκμεταλλεύεται το «πάγωμα» των κοινωνικών δραστηριοτήτων προκειμένου να περάσει αναίμακτα νόμους που υπό άλλες συνθήκες θα σήκωναν τρελές αντιδράσεις, έχει δεδομένα ένα δίκιο.
Αυτό φυσικά θα ίσχυε και αν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια αντίστοιχη περίοδο. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως τα συλλαλητήρια ενάντια στη συμφωνία του ΣΥΡΙΖΑ για το μακεδονικό ζήτημα έπαιξαν τεράστιο ρόλο στο να χάσει την εξουσία, μπορεί κανείς να φανταστεί τι κατηγορίες θα δεχόταν αν επιχειρούσε να περάσει μια τέτοια συμφωνία σε μια περίοδο που οι διαδηλώσεις είναι απαγορευμένες. Υπό αυτή την έννοια, το νομοσχέδιο για τα εργασιακά που φέρνει σε διαβούλευση η κυβέρνηση μέσα στον Μάιο αποτελεί μια κυβερνητική ντρίπλα: άλλες εποχές θα σήκωναν τρελές διαμαρτυρίες οι εμπνεύσεις του Κωστή Χατζηδάκη αναφορικά με το νέο εργασιακό τοπίο. Τώρα εύλογα μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει για το πέρασμα ενός αμφιλεγόμενου νόμου «στη ζούλα». Νόμιμο; Φυσικά. Και ηθικό ωστόσο; Μάλλον όχι και τόσο…
Δεν μιλάμε άλλωστε για ένα όποιο και όποιο νομοσχέδιο αλλά για μια κίνηση συνολικής αναδιάρθρωσης των όρων εργασίας όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες. Ένα νομοσχέδιο που αμφισβητεί ευθέως το 8ωρο, το πενθήμερο εργασίας, τον τρόπο που εφαρμόζονται οι υπερωρίες, ακόμα και τον τρόπο που γίνεται με νόμιμους όρους ο συνδικαλισμός. Αν μελετήσει κανείς τα όσα έχει ήδη εξαγγείλει ο υπουργός Εργασίας μέσω δηλώσεών του σε ΜΜΕ αλλά και τις διαρροές που έχουμε μάθει υπό μορφή ρεπορτάζ, θα έλεγε κανείς πως η κυβέρνηση οραματίζεται μια τριπλή, δραστική αλλαγή που αποτελεί το όνειρο των μεγάλων επιχειρήσεων και τον εφιάλτη του μέσου εργαζόμενου αλλά και όσων ψάχνουν δουλειά.
Τα τρία σημεία αυτής της αλλαγής έχουν εξής:
-πρώτον, το νέο νομοσχέδιο διαμορφώνει έναν εργαζόμενο που επί της ουσίας δεν έχει συγκεκριμένους ρυθμούς εργασίας. Τη μια εβδομάδα μπορεί να δουλεύει 8 ώρες τη μέρα, την άλλη δέκα. Τη μια εβδομάδα να μην απασχολείται υπερωριακά, την άλλη να πήζει από τις υπερωρίες. Τη μια να έχει ρεπό το Σαββατοκύριακό, την άλλη να δουλεύει μέσα σε αυτό. Διαμορφώνεται με άλλα λόγια ένας ελαστικός εργαζόμενος που ουσιαστικά ζει για να δουλεύει.
-δεύτερον, ακριβώς αυτή η διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου εργαζομένου -το «μοντέλο της πανδημίας» θα μπορούσε να ονομαστεί…- κάνει την ανεργία μια ακόμα πιο μόνιμη συνθήκη για όσους αντιμετωπίζουν τη μάστιγά της. Διότι από τη στιγμή που οι ανάγκες μιας επιχείρησης μπορούν να καλυφθούν μέσω της ελαστικότητας των ήδη υπάρχοντων εργαζομένων, κανείς δεν θα έχει συμφέρον να προσλάβει παραπάνω εργαζόμενους. Στην τελική, γιατί ένα αφεντικό να πληρώνει ολόκληρο μισθό σε μια νέα πρόσληψη, όταν με πολύ λιγότερα λεφτά μπορεί να βάλει τους νυν εργαζόμενούς του να δουλεύουν λίγο παραπάνω;
-τρίτον, ως επιστέγασμα όλων αυτών έρχεται η αυστηροποίηση αναφορικά με το πότε μια απεργία θεωρείται νόμιμη. Η εν λόγω αυστηροποίηση είναι μια πάγια επιθυμία των εργοδοτικών ενώσεων από την εποχή της κυβέρνησης Σαμαρά. Ούτε τότε αλλά ούτε και επί ΣΥΡΙΖΑ δεν προχώρησε μια δραστική αλλαγή στον συνδικαλιστικό νόμο ακριβώς διότι τα συνδικάτα αντέδρασαν στην προοπτική του μειωμένου ρόλου τους. Ο Χατζηδάκης παίρνει τη σκυτάλη και επιχειρεί να πετύχει αυτός ό,τι δεν κατάφεραν οι προκάτοχοί του. Εντάσσει με άλλα λόγια σε έναν νόμο που υπό άλλες συνθήκες θα σήκωνε διαμαρτυρίες από τα συνδικάτα και την νομική δυσκολία της αντίδρασης απέναντι σε αυτό.
Φαίνεται πως οι προβλέψεις που ήθελαν την πανδημία να είναι μια μεγάλη εργοδοτική ευκαιρία πέφτουν εντελώς μέσα…