Γιατί έχει πιάσει τόσο πολύ αυτό το «Μητσοτάκη γ….»; Γιατί διαχέεται τόσο εύκολα, γίνεται τόσο χαρακτηριστικό σλόγκαν της περιόδου και φτάνει σε σημεία να αποτελεί από μόνο του ένα όπλο που πληγώνει επικοινωνιακά την κυβέρνηση;
Η απάντηση δεν είναι ιδιαιτέρως δύσκολη: διότι μέσα στην απλοϊκότητά του λειτουργεί ως μια σκέπη κάτω από την οποία ομογενοποιούνται εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις και παντελώς αντικρουόμενες οπτικές γωνίες που τυχαίνει απλά να συναντιούνται στο επίπεδο της αντικυβερνητικής διάθεσης.
Με άλλα λόγια, πίσω από αυτή την τάση συγκροτείται ένα άτυπο, επικοινωνιακής φύσης μέτωπο που διαπερνά όλα τα πολιτικά ρεύματα που εξοργίζονται με τις πυρκαγιές (και άρα ρεύματα που μεταξύ τους δεν διακατέχονται από καμία συγγένεια). Νομοτελειακά, όταν υπό μια -τέτοια- σκέπη συνυπάρχουν αντικρουόμενες δυνάμεις, ο τόνος δίνεται από τις κυρίαρχες.
Με απλά λόγια: αυτά τα μετωπάκια είναι από τη φύση τους δεξιά.
Το «Μητσοτάκη γ…» δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από το συγκροτητικό τσιτάτο μιας δεξιάς αντιπολίτευσης στη σημερινή κυβέρνηση (και αυτό ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές διαθέσεις όποιου το χρησιμοποιεί), ένας εύκολος λαϊκισμός που -όπως κάθε τμήμα αυτής της απάλευτης μόδας να γίνεται η πολιτική αντιπαράθεση μέσω meme- προσωποποιεί ένα ζήτημα βαθιά συστημικό (από όποια οπτική και αν το δεις), απλοποιεί μια δύσκολη συζήτηση και ως εκ τούτου την περιορίζει στον λαϊκισμό των στενά προεκλογικών αντιπαραθέσεων.
Οι Τράγκες, οι Βελόπουλοι και οι Κασιδιάρηδες που φιλοδοξούν να τσιμπήσουν τμήματα του ακροδεξιού κοινού της ΝΔ καθώς και οι Συριζαίοι που από σπόντα μπορεί να ξαναδιεκδικήσουν την εξουσία κάτι έχουν να κερδίσουν από την επένδυση σε αυτή την ιστορία.
Η ουσιαστική κοινωνική αντιπολίτευση, εκείνη που για να λειτουργήσει πρέπει να διαχειριστεί δύσκολα κοινωνικά ζητήματα και όχι να αποτελεί απλά τη στέγη μαζικών άναρθρων αγανακτήσεων, έχει μόνο να χάσει τόσο από αυτόν όσο και από κάθε άλλο λαϊκισμό αντίστοιχου επιπέδου.