Είναι άβολο. Δύσκολο. Δεν σου πάει, ρε παιδί μου, η μαγεμένη καρδιά. Λογικό: ο τύπος αποτελεί έναν αληθινό mastermind των γηπέδων, το κορυφαίο μυαλό του ευρωπαϊκού μπάσκετ (για να το περιορίσουμε ελαφρώς, αν και μας τρώει το χέρι μας να διευρύνουμε αρκετά τους γεωγραφικούς ορίζοντες…) όταν αγωνιζόταν, με σπάνιο διάβασμα του παιχνιδιού και μπασκετικό IQ που πρέπει να προσεγγίζει τετραψήφιο νούμερο.
Δεν ήταν ταχύς, δεν είχε ιδιαίτερα σωματικά προσόντα, μετά βίας πηδούσε πάνω από κυριακάτικη εφημερίδα αν στις προσφορές συμπεριλαμβάνεται και κάποιο DVD εκτός από τα περιοδικά, κι όμως κυριαρχούσε μ’ έναν σπάνια θελκτικό τρόπο στα παρκέ- ακριβώς επειδή το μυαλό υπερτερούσε της «ελλιπούς» σωματοδομής.
Πέραν τούτου, αφότου κρέμασε τα παπούτσια του και φόρεσε σακάκι, έχει κάνει ορισμένες δηλώσεις από εκείνες που σου ζεσταίνουν την ψυχή σαν σόμπα που καίει ατόφιο ουμανισμό.
Να, όπως η πρόσφατη για την πίεση που έχει κανείς παίζοντας στην Μπαρτσελόνα (ή προπονώντας την):
«Πίεση; Ποια πίεση; Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε εκατομμυριούχοι. Τι να πει ο κόσμος που δεν έχει δουλειά; Είναι πολυτέλεια να κερδίζεις οκτώ σερί ματς και είμαστε οι πιο τυχεροί στον κόσμο. Καμία πίεση»,
ή όπως η, κλασική πια, ατάκα του για την απουσία του Αουγκούστο Λίμα λόγω της γέννησης του παιδιού του από τις υποχρεώσεις της Ζαλγκίρις:
«Έχεις παιδιά; Μόλις αποκτήσεις παιδιά, θα καταλάβεις τι γίνεται. Αυτή είναι η σημασία των ανθρώπινων εμπειριών. Αυτή είναι καλή ερώτηση πάντως. Πιστεύεις ότι το μπάσκετ είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή; Ένας ημιτελικός είναι σημαντικός; Για ποιον; Είδες πόσος κόσμος ήρθε σήμερα στο γήπεδο; Πιστεύεις ότι είναι σημαντικό; Όταν θα κάνεις το πρώτο σου παιδί, θα καταλάβεις τι είναι σημαντικό και τι όχι στη ζωή. Έλα να τα πούμε τότε, άμα είναι. Γιατί δεν μπορεί να υπάρχει κάτι πιο μαγικό για έναν άνθρωπο από τη γέννηση του παιδιού του. Πίστεψέ με. Ούτε τίτλοι, ούτε τίποτα. Ο Αουγκούστο είναι στα ουράνια τώρα, κι είμαι πραγματικά χαρούμενος γι αυτόν…»
Επομένως, ναι: είναι κομματάκι δύσκολο να πρέπει να «αντιταχθείς» στον (υπέροχο) Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, ωστόσο καμία φορά δεν είναι κακό να ρίχνει η αντικειμενικότητα την υποκειμενικότητα θορυβωδώς στο καναβάτσο.
Γιατί, να μας συμπαθά ο ανυπέρβλητος Λιθουανός, όμως τα όσα είπε για την πανδημία νωρίτερα το πρωί της Δευτέρας (10/1) θύμισαν… Τζόκοβιτς:
«Θα πω μόνο ότι πριν από δέκα χρόνια, στη Λιθουανία, αν μας έλεγαν ότι έχουμε μία ίωση στο σώμα μας, πιθανότατα θα πίναμε δύο κούπες τσάι και την επόμενη ημέρα πηγαίναμε στη δουλειά μας. Τώρα έχουμε τις δέλτα, τις όμικρον, την covid και πάει λέγοντας. Δεν ξέρω ποιος τα χρειάζεται όλα αυτά αλλά δεν συμφωνώ με πολλά απ’ αυτά. Όταν λέω κάτι γι’ αυτά δεν το βλέπω τυπωμένο στις εφημερίδες, ίσως επειδή δεν αρέσουν σε όλους».
Ακόμα κι αν δεχτούμε πως υπάρχουν ψήγματα αλήθειας στη δήλωσή του («Όταν λέω κάτι γι’ αυτά δεν το βλέπω τυπωμένο στις εφημερίδες, ίσως επειδή δεν αρέσουν σε όλους»), είναι το πρώτο μισό που στέλνει τη λογική περίπατο άνευ επιστροφής.
Στην Λιθουανία, λέει, προ δεκαετίας θα έπιναν τσάι και θα πήγαιναν στη δουλειά τους αν υπήρχε ένας ιός. Πολύ ωραία, απλά να, οι πιο ευπαθείς και οι μεγαλύτεροι ηλικιακά μάλλον δε θα γυρνούσαν από τη δουλειά αλλά θα πήγαιναν να γνωρίσουν τις ομορφιές του τοπικού νοσοκομείου, μια και, παραδόξως, το τσάι δεν αντιμετωπίζει στο 100% τους κορωνοϊούς.
Επίσης, το τι γινόταν προ δεκαετίας, εικοσαετίας και ούτω καθεξής όχι απλά είναι «εύθρυπτο» σαν επιχείρημα, αλλά δεν στέκει ούτε με ράβδους υποστύλωσης: και πριν από 150 χρόνια ο κόσμος δεν είχε εμβόλια και όποιος ξεπερνούσε τα 40 θεωρείτο υπέργηρος, μια φορά κι ένα όχι και τόσο μακρινό κάποτε αν είχες φυματίωση τα ανάποδα ραδίκια έμοιαζαν νομοτελειακός μονόδρομος κτλ, κτλ.
Ο Σάρας, μάλιστα, νόσησε προσφάτως (όπως σύσσωμη η Ευρωλίγκα…) από covid και το πέρασε, εξυπακούεται, ελαφρά. Ωστόσο, δεν είναι αυτό κριτήριο για ν’ αποκτά καθολικότητα μια κατάσταση: το 95+% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχει ούτε τα λεφτά του Γιασικεβίτσιους ούτε την περίθαλψη που αυτός θα λάβει αν στραβώσει το πράγμα.
Επομένως, αυτές οι Δέλτα, οι Όμικρον και πάει λέγοντας που λέει ο αγαπητός Σάρας για κάποιους είναι πράγματι θανατηφόρες, ακόμα κι αν δεχτούμε- έτσι, για την οικονομία της ασόβαρης συζήτησης- πως «κάποιος τις έχει ανάγκη».
Ο καθένας, φυσικά, δικαιούται να έχει την άποψή του. Σεβαστό και αναφαίρετο δικαίωμα. Μπορεί να θεωρεί πως η πανδημία προ 10 ετών στη χώρα του θ’ αντιμετωπιζόταν σα να μην τρέχει τίποτα και θα της αλλάζαμε τα φώτα με μαγικά, εύγευστα μαντζούνια ή μπορεί να μην του αρέσει η παγκόσμια αντιμετώπιση της όλης κατάστασης (η οποία βρίθει γιγαντιαίων κενών, μα αυτό είναι τελείως διαφορετική κουβέντα και σίγουρα όχι της «μπασκετικής» παρούσης).
Από την άλλη, όμως, όταν μιλάμε για έναν τύπο που βουτάει το κεφάλι του στο νερό τρεις φορές ημερησίως για να μην αυταναφλεγεί λόγω ευστροφίας και που επηρεάζει πληθώρα κόσμου με τα όσα λέει (γι’ αυτό και οι αθλητές-πρότυπα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί στα όσα δηλώνουν, ιδίως για θέματα που δε γνωρίζουν την ιατρική τους τύφλα), τότε περιμένεις μια στοιχειωδώς πιο υπεύθυνη λεκτική στάση.
Σπάνιο «ταμπλό και έξω» το σουτ του Σάρας, λοιπόν. Και είναι τουλάχιστον περίεργο να βλέπεις ν’ αστοχεί τόσο άσχημα ένας παικταράς που σούταρε στην καριέρα του με 90% στις βολές.
Όπως και να το κάνουμε, ο ήχος που κάνει το διχτάκι είναι απείρως προτιμότερος από αυτόν της στεφάνης, δεν βρίσκετε;