Η Μάργκαρετ Θάτσερ υπήρξε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες πολιτικούς του περασμένου αιώνα. Για τους οπαδούς του νεοφιλελευθερισμού, η περίοδος διακυβέρνησής της στη Μεγάλη Βρετανία είναι γεμάτη από πρότυπες πολιτικές. Δίχως υπερβολή άλλωστε, ακόμα και σήμερα ο τρόπος που χειρίστηκε μια σειρά ζητημάτων αποτελεί οδηγό για τον σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό. Φυσικά, όσοι στέκονται απέναντι από τον νεοφιλελευθερισμό θεωρούν τον θατσερισμό σε κάθε εκδοχή του μια απεχθή πολιτική.
Στην Ελλάδα δεν υπήρξε μεγαλύτερος θαυμαστής της Μάργκαρετ Θάτσερ από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ο πατέρας του νυν πρωθυπουργού, στα περίπου τρία χρόνια που κυβέρνησε -από το 1990 μέχρι και το 1993- επιχείρησε να ξηλώσει όλη την πασοκική κουλτούρα της δεκαετίας του ’80 και να επιβάλλει μια πολιτική βγαλμένη από τα πιο όμορφα, πολιτικά όνειρα της Βρετανίδας πολιτικού.
Μόνο που σε αντίθεση με εκείνη, που άφησε το στίγμα της σε μια ολόκληρη εποχή της Μεγάλης Βρετανίας, η πτώση της κυβέρνησής του κάτω από το βάρος μιας τεράστιας κοινωνικής απονομιμοποίησης ήρθε πριν καν συμπληρώσει τετραετία. Τα χρόνια πέρασαν ωστόσο και οι συσχετισμοί άλλαξαν, οι συγκυρίες διαμόρφωσαν άλλα δεδομένα. Η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη εφαρμόζει με όρους πολιτικής ηγεμονίας ένα πρόγραμμα που προσομοιάζει υπερβολικά στον θατσερισμό.
Στην Ελλάδα πάντως, το όνομα της Θάτσερ δεν συνδέθηκε αποκλειστικά με την συνολική πολιτική της, αλλά κατά κύριο λόγο με ένα από τα πιο εκνευριστικά και συντηρητικά κλισέ που εξάπλωσε ποτέ ο -επιρρεπής σε αυτή τη συνήθεια- ελληνικός Τύπος και κατά βάση, η αθλητική του πτέρυγα: «Ε, ρε μια Θάτσερ που μας χρειάζεται», έγραφαν και έλεγαν με στόμφο διάφοροι δημοσιολόγοι κάθε φορά που γινόντουσαν επεισόδια στα γήπεδα και χαλούσε η βιτρίνα του κατά τα άλλα αγγελικά πλασμένου ελληνικού ποδοσφαίρου.
Με αφετηρία έναν από τους μεγαλύτερους μύθους που κυκλοφορεί αναφορικά με την «Σιδηρά Κυρία» του νεοφιλελευθερισμού, ότι δηλαδή «έφτιαξε το αγγλικό ποδόσφαιρο» (κάτι που προφανώς διέφυγε από τα εργατικά τμήματα των αγγλικών γηπέδων που για χρόνια φώναζαν με πάθος πως «θα κάνουν πάρτι όταν η Μάγκι Θάτσερ πεθάνει»), έγινε ψωμοτύρι του δημόσιου λόγου η επίκληση στο όνομα μιας πολιτικού που κήρυξε ανοιχτό πόλεμο στην εργατική τάξη, ξερίζωσε κάθε πτυχή κοινωνικού κράτους, εδραίωσε την πολιτική της καταστολής και του αυταρχισμού και φτωχοποίησε με αμείλικτους όρους τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες της Μεγάλης Βρετανίας.
Το εκνευριστικό αυτό κλισέ ξεθάφτηκε εκ νέου τις τελευταίες μέρες, τις μέρες που όλη η Ελλάδα είναι σοκαρισμένη από την χουλιγκανίστικη/φασιστική δολοφονία του Άλκη, του 18χρονου παιδιού που πλήρωσε το γεγονός ότι βρέθηκε στο λάθος μέρος την λάθος ώρα. Όσοι οραματίζονται ωστόσο μια θατσερική παρέμβαση στα κοινά του ποδοσφαίρου με αφορμή αυτή τη στυγερή δολοφονία θα πρέπει και να απαντήσουν -στους εαυτούς τους καταρχήν- τι είναι εκείνο που προτείνουν για μια σειρά από άλλα τραγικά περιστατικά.
Αν δηλαδή «μια Θάτσερ μας χρειάζεται» για να μην έχουμε άλλον Άλκη, τότε τι μας χρειάζεται για να μην έχουμε άλλους νεκρούς επειδή δεν υπάρχουν αρκετές ΜΕΘ, επειδή η δημόσια υγεία απαξιώθηκε προκλητικά στο παρελθόν, επειδή οι ιδιωτικές κλινικές δεν έχουν επιταχθεί ακόμα για να βοηθήσουν στη μάχη κατά της πανδημίας;
Αν «μια Θάτσερ μας χρειάζεται» για να μην πλακώνονται πια τα χουλιγκάνια μεταξύ τους, τότε τι μας χρειάζεται για να μην πνίγονται πρόσφυγες στα σύνορα, για να μην ζουν στοιβαγμένοι σε στρατόπεδα όσοι γλυτώνουν, για να μην έχουμε πολιτικούς που σχολιάζοντας φασιστικές επιθέσεις στα σχολεία αποφεύγουν να καταδικάσουν πλήρως και καταφεύγουν στη λογική των ίσων αποστάσεων;
Αν «μια Θάτσερ μας χρειάζεται» για να φτιάξει το ποδόσφαιρο, τότε τι μας χρειάζεται για να βρεθεί αντίδοτο στην τεράστια ανεργία, στους άθλιους μισθούς, στον φόβο που επικρατεί μέσα στους εργασιακούς χώρους, στην κατάθλιψη που έχει βυθιστεί μια ολόκληρη γενιά που δουλεύει για ψίχουλα πυρετωδώς και δεν μπορεί καν να νοικιάσει ένα διαμερισματάκι με αποτέλεσμα άνθρωποι που ξεπερνάνε τα 30 να μένουν ακόμα με τους γονείς τους ή να εξαρτώνται ακόμα από αυτούς;
Για να μην έχουμε άλλο Άλκη θα πρέπει πρώτα και κύρια να μην υποτιμάται συνολικά και καθημερινά η ανθρώπινη ζωή. Και «μια Θάτσερ» δεν αποτελεί διαβεβαίωση για αυτή την προοπτική αλλά για την ακριβώς αντίθετή της. Ας μας κάνουν τη χάρη λοιπόν και ας σοβαρευτούν όσοι επικαλούνται τον θατσερισμό: δεν είναι όλα ποδόσφαιρο. Χρειαζόμαστε «λιγότερη Θάτσερ», όχι περισσότερη.
Ζούμε σε μια συνθήκη που η λογική του ατομικισμού γαλουχείται καθημερινά από τον κυρίαρχο λόγο και έχει επεκταθεί από τη μία άκρη της κοινωνίας ως την άλλη με πολύμορφους τρόπους – το περίφημο «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα» της Θάτσερ σε όλο του το «μεγαλείο». Σε μια εποχή που ο κρατικός ρεβανσισμός πλασάρεται ως υπεύθυνη πολιτική, που ο φασισμός και ο ρατσισμός εκτρέφονται από επίσημα χείλη, που κάθε έννοια κοινωνικού κράτους απαξιώνεται ως περιττή και η συνδικαλιστική δράση είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα στις συμπληγάδες αντεργατικών νόμων.
Και όμως, κάποιοι συνεχίζουν να ξεθάβουν το πιο εκνευριστικό κλισέ στην ιστορία των πιο εκνευριστικών κλισέ: «Μία Θατσερ χρειαζόμαστε…».
Η Θάτσερ είναι εδώ. Όσοι την αγαπούν τόσο πολύ ας ψάξουν σε όλες τις παραπάνω πολιτικές το πνεύμα της και δεν θα απογοητευτούν.