Μήπως να πούμε επιτέλους την αλήθεια για την οπαδική βία στην Ελλάδα;

Υποκρισία, αδράνεια και όλα «κάτω από το χαλάκι»

Είναι από τις περιπτώσεις που σε πιάνει για τα καλά το «γαμώτο». Λες πως δεν έχει νόημα να «χαλιέσαι», να ασχολείσαι. Όμως γιατί να παραχωρήσεις αλλού το δικαίωμά σου να αγαπάς, να αναπνέεις ποδόσφαιρο; Είναι υγιές να θυμώνεις με αυτούς που καταστρέφουν το άθλημα. Γιατί δείχνει αντίδραση, φανερώνει αντανακλαστικά.

Σαν κι αυτά που δεν έδειξε η κυβέρνηση. Η απόφασή της να «εξαφανίσει» τους θεατές από τη Super League ως τις 12 Φεβρουαρίου 2024 το μόνο που υποδηλώνει είναι ένας συνδυασμός αμηχανίας και απόγνωσης. Μια έμμεση παραδοχή πως «δεν έχουμε ιδέα τι (πρέπει να) κάνουμε». Τιμωρείς το σύνολο επειδή δεν μπορείς να σταματήσεις τους παραβατικούς. Που παρότι λίγοι συγκριτικά, κάνουν όλη τη φασαρία.

Με την ίδια λογική (του παραλόγου), ας κλείνεις τους δρόμους άμα γίνονται τρακαρίσματα, ας κλείνεις μια (ή μια άλλη ακόμα καλύτερα…) δημόσια υπηρεσία αν εντοπίσεις σε αυτήν διεφθαρμένους υπαλλήλους και πάει λέγοντας. Πονάει χέρι, κόβει και χέρια και πόδια, δηλαδή.

Μόνο στο ποδόσφαιρο μπορεί να προκύψουν επεισόδια; Μόνο εντός γηπέδων; Όταν όλα τα υπόλοιπα σπορ είναι ανοιχτά οι «στρατοί» των χούλιγκαν δεν μπορούν πολύ απλά να αλλάξουν «ντεκόρ»;

Κι ύστερα, ο σοβαρός τραυματισμός του 31χρονου αστυνομικού στο περιθώριο αγώνα βόλεϊ δεν έγινε; Στο δρόμο δεν έγινε; Όπως, νωρίτερα, η δολοφονία του Άκη, η δολοφονία του Μιχάλη; Μπαίνουμε σε διαδικασία αυτονόητων θεωρητικά ερωτημάτων ακριβώς επειδή τελικά η πράξη δείχνει πως δεν είναι τέτοια. Αυτονόητα δηλαδή.

Κρύβονται πίσω από τα δάχτυλο τους οι επίσημοι φορείς. Τα ίδια ευχολόγια κάθε φορά, τα ίδια μαχαίρια που μπαίνουν βαθιά μέσα στο κόκκαλο. Το περιγράφει επαρκώς τούτο: Τα ονομαστικά εισιτήρια, οι κάμερες στα γήπεδα, η διάλυση των συνδέσμων, όλα αυτά έχουν χρόνια εξαγγελθεί ως «μέτρα πάταξης της βίας». Χρόνια, ξαναλέμε. Έγιναν ποτέ πράξη; Ρητορικό το ερώτημα.

Δεν εξαντλείται εκεί. Αλήθεια τι νόημα έχει αυτό το «ως τις 12 Φεβρουαρίου»; Δηλαδή από 13 του μήνα κι ύστερα θα είμαστε κομπλέ; Όλα θα έχουν λυθεί και θα μπορούμε να γιορτάσουμε στις 14 τη γιορτή των ερωτευμένων με μότο «We love football»; Το ρίξαμε και λίγο στην τρελή, καθότι μοιάζει η μόνη διέξοδος όταν καταστρατηγείται η λογική.

Κι εδώ έρχεται να προστεθεί η εξέλιξη του χουλιγκανισμού ως φαινομένου. Παραμένει κατά βάση μια αντανάκλαση της κοινωνίας. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι όσο υπάρχει. Μια συσσωρευμένη οργή προς την κοινωνία για διάφορους λόγους (υπάρχουν πολλοί) σε συνδυασμό με μια κακώς νοούμενη αίσθηση του ανήκειν σε αντιπαραβολή με τους άλλους.

Ωστόσο τα τελευταία χρόνια οι στρατοί των χούλιγκαν δεν εξαντλούν τη δράση τους στον αθλητισμό. Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δείχνουν πως συνδέονται με τον υπόκοσμο, με εγκληματικές οργανώσεις. Κάποιοι τους οργανώνουν, τους υποθάλπουν, τους καθοδηγούν για τους δικούς τους σκοτεινούς λόγους. Βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος σε άτομα με απουσία στοιχειώδους κριτικής σκέψης όπως ο 18χρονος.

Κάποιοι υποστηρίζουν πως το πρόβλημα της βίας θα λυθεί μόνο αν πονέσει η τσέπη των μεγάλων ομάδων, μόνο αν είναι αυτές αποκλειστικά υπεύθυνες για την ασφαλή διεξαγωγή των αγώνων. Μπορεί να είναι κι έτσι για το «εντός γηπέδου». Αλλά η οπαδική βία είναι ένα τέρας με πολλά πλοκάμια. Κακώς βασικά αποκαλείται μόνο «οπαδική». Αυτή είναι «απλώς» μια της έκφανση. Η βία θα πάει αλλού, σαν μπαλόνι που κάπου σκάει.

Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν έχει να κάνει με το ότι δεν υπάρχουν νόμοι. Υπάρχουν. Απλά δεν εφαρμόζονται. Η ατιμωρησία βασιλεύει, αυτή διαιωνίζει πρόσωπα και καταστάσεις. Το εξίσου άσχημο είναι πως έτσι όπως το πάμε αρχίζουμε να αποδεχόμαστε το «αυτοί είμαστε, δεν αλλάζουμε». Όπως συνηθίσαμε για παράδειγμα την απουσία φιλοξενούμενων φιλάθλων, ενώ η ουσία του σπορ είναι να είναι προσβάσιμο σε όλους.

Από το (πού) να μπλέκουμε, το κατάπιαμε και είπαμε «χίλιες φορές έτσι αφού δεν είμαστε άνθρωποι». Άλλοι σταμάτησαν τελείως να ασχολούνται με όλο αυτό που λέγεται ελληνικό ποδόσφαιρο, ελληνικός αθλητισμός.

Παραχωρώντας το δικαίωμα στους λίγους να κάνουν ό,τι θέλουν, χάσαμε οι πολλοί. Δεν το έχουμε καταλάβει ίσως πλήρως, αλλά το «κεκλεισμένων των θυρών» ισχύει εδώ και πολύ καιρό για την πλατιά μάζα των φιλάθλων.