«Παραπονεμένα λόγια / έχουν τα τραγούδια μας / γιατί τ’ άδικο το ζούμε / μέσα από την κούνια μας». Από τον άνθρωπο που έχει τραγουδήσει κάτι τόσο ανατριχιαστικό, με τη μαγική φωνή που τον προίκισε η φύση και διατηρεί αναλλοίωτη με στρατιωτική πειθαρχία ως τα 75 του, θα προσδοκούσαμε περισσότερη ενσυναίσθηση στο πώς εξέφρασε τα δικά του «παραπονεμένα λόγια».
Υποθέτουμε από το πώς κλιμακώνεται η συζήτηση πως ο Γιώργος Νταλάρας δεν είχε σκοπό να πάει εξ αρχής εκεί το περιεχόμενο των λεγομένων του προς τους δημοσιογράφους. Παρασύρθηκε. Από τη στιγμή, από το συναίσθημα. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είπε πράγματα που προφανώς τον «καίνε» μέσα του καιρό.
Η ένσταση δεν είναι στο νόημα – οι περισσότεροι συμφωνούν με αυτά που είπε. Είναι στον τρόπο. Μαζί με λεκτικά ατοπήματα που δίνουν πάτημα σε κάποιον να τον χαρακτηρίσει εμπαθή και προκατειλημμένο. Για ένα θέμα μάλιστα που ο ίδιος ξεκίνησε, σε πρώτη φάση κι αυτό μόνο αμελητέο δεν είναι.
Κάντε το εικόνα. Είναι σαν να βρίζουμε αυτόν ή αυτή που μας παίρνει τηλέφωνο για να μας «πουλήσει» μια νέα προσφορά για το ηλεκτρικό ρεύμα ή το κινητό μας. Το πραγματικό ερώτημα ωστόσο είναι το εξής: Φταίνε αυτοί και τα ακούνε δικαίως ή εκείνοι που τους έβαλαν να κάνουν αυτή τη δουλειά με αυτόν τον τρόπο; Και εμείς τους τα χώνουμε επειδή, απλά, είναι ο εύκολος στόχος.
Οι δημοσιογράφοι που πήγαν να πάρουν δηλώσεις από τον Νταλάρα δεν έκαναν τίποτα παραπάνω μήτε κάτι λιγότερο από αυτό που τους ζητήθηκε από τους αρχισυντάκτες τους. Είναι οι τελευταίοι τροχοί της αμάξης. Χωρίς πρακτικά δυνατότητα να αντισταθούν, προσπαθώντας να προστατέψουν ένα πενιχρό εισόδημα που ονειρεύονται πως μέσω του «γυαλιού» και της εξ αυτού ορμώμενης δημοσιότητας, θα αυγατέψει. Δεν είναι «κοτόπουλα», αλλά ούτε και «καρχαρίες».
Ο Γιώργος Νταλάρας βρίσκεται στο εντελώς άλλο άκρο σε status και καριέρα. Είναι, για να τα λέμε όλα, ένας τραγουδιστής που ευνοήθηκε τα μέγιστα από το σύστημα όλα αυτά τα χρόνια. Δεν ισχυριζόμαστε πως δεν το άξιζε. Τα κατάφερε χάρη στη δουλειά του, στο ταλέντο του και στην προσωπικότητά του.
Ουσία είναι πως η αντιμετώπιση που είχε ήταν ανάλογη. Σαν ένα ιερό τοτέμ που δεν αγγίζει κανείς. Μόνο στην περίφημη διαμάχη του με τον Τζίμη Πανούση έχασε τον έλεγχο των πραγμάτων, κάτι που του κόστισε πολύ επί προσωπικού. Κι αυτό επειδή παρασύρθηκε και αφέθηκε να μπλέξει σε μια ιστορία απέναντι σε ευφυέστατο και επίσης αγαπημένο των media αντίπαλο (για εντελώς άλλους λόγους).
Όλα αυτά τα χρόνια, ο Έλληνας τραγουδιστής έχει βρεθεί καλεσμένος πολλές φορές σε εκπομπές μεγαλοδημοσιογράφων. Αυτών δηλαδή που πραγματικά ορίζουν την ατζέντα, τα τι και πώς. Δεν εκφράστηκε ποτέ με παρόμοιο τρόπο, δεν τους έκανε ποτέ «μάθημα δημοσιογραφίας». Ο χώρος (μας) έχει σοβαρά προβλήματα και κάποια στιγμή θα πρέπει να ανοίξει η κουβέντα γι’ αυτό. Δεν είναι όμως αυτός ο τρόπος.
Είναι αυτή η επιλεκτική προσέγγιση, σε τελική ανάλυση, που κάνει τον Γιώργο Νταλάρα να χάνει το δίκιο του. Είναι επίσης εμφανής μια ενόχληση από πλευράς του για το ότι η νέα γενιά δεν ξέρει τους παλιούς, άρα και αυτόν. Όταν είσαι για χρονιά το Νο1, δεν μπορείς να αποδεχτείς εύκολα πως οι καιροί αλλάξαν. Όταν επίσης είσαι για χρόνια στο σύστημα, δεν μπορεί ξαφνικά να το κατηγορείς σαν να ζούσες έξω από αυτό. Είναι προβληματικό, στα όρια του υποκριτικού.
Από έναν τεράστιο καλλιτέχνη που έχει τραγουδήσει και το «Ένας κόμπος η χαρά μου», θα θέλαμε να «δροσίσει» με τη γνώση και την καλλιέργεια του τους μικρότερους, άπειρους και ενδεχομένως αδέξιους. Οχι αυτό…