Συζητήσεις επί συζητήσεων. Αναλύσεις επί αναλύσεων. Για το αν έκανε σωστά ή όχι ο Πάνος Βλάχος τραγουδώντας περί σάκου για Άδωνι-Πορτοσάλτε. Για το αν η αντίδραση του υπουργού Υγείας και του δημοσιογράφου του ΣΚΑΪ στον επίμαχο στίχο ήταν υπερβολική. Για το πού, τέλος πάντως, φτάνουν τα όρια της σάτιρας.
Και μέσα σε όλα αυτά μια μεγάλη αθλιότητα. Γιατί περί αυτού πρόκειται πως σε αυτή τη διαμάχη κάποιοι δημοσιογράφοι ενέπλεξαν το γεγονός πως το 2013 ο Άδωνις Γεωργιάδης είχε ορίσει διοικητή στο νοσοκομείο του Αγρινίου τον πατέρα του ηθοποιού.
Ο καθείς δικαιούται φυσικά να έχει ό,τι γνώμη θέλει για τον Βλάχο, για το τραγούδι. Αλλά όποιος επιχειρεί να κάνει μια τέτοια σύνδεση είναι εξ ορισμού φαιδρός. Το κάνει γιατί έτσι έχει μάθει να σκέφτεται, να εξηγεί τον κόσμο: στο σπίτι του βολεμένου γιατί μιλάνε για… σακιά; Από πού και ως πού όμως προκύπτει σχέση μεταξύ αυτών των άσχετων μεταξύ τους ζητημάτων; Φυσικά εκείνοι ξέρουν πόσο αισχρά είναι τα κίνητρά τους. Έτσι έχουν εκπαιδευτεί οι αργυρώνητοι, λάσπη μέχρι να δύσει ο ήλιος. Επίθεση στην προσωπικότητα ενός ανθρώπου και συντονισμένη απόπειρα δολοφονίας χαρακτήρα.
Γιατί όμως υπονοούνται εντέχνως ως ίδιο άτομο ο γιος με τον πατέρα; Φέρουμε άμεση ευθύνη για το τι κάνουν οι γονείς μας, είμαστε υπόλογοι για τις πράξεις τους; Η μήπως πρέπει να χρωστάμε ευγνωμοσύνη σε κάτι που μπορεί να μην ξέρουμε ή να μην ήταν καν προϊόν συνδιαλλαγής;
Γιατί έτσι όπως παρουσιάστηκε, κι ας μην ειπώθηκε στα ίσια, αφήνει αιχμές πως ο πατέρας του ηθοποιού υπήρξε «βολεμένος», «μες στο σύστημα», «ευνοημένος». Ακόμα βέβαια και αν υποθέσουμε πως αυτό ισχύει, τιμάει τον Πάνο Βλάχο ως στάση ζωής πως δεν υποτάχθηκε, αλλά τραβάει το δικό του δρόμο, χαράζει τη δικιά του ιδεολογική πορεία. Μόνο παράσημο μπορεί να είναι ότι βγάζει στη σέντρα τον «ευεργέτη» του πατέρα του, αν βέβαια υπήρξε ποτέ ο Άδωνις τέτοιος. Διότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων που θα τους συνέβαινε κάτι τέτοιο, όχι αντιδραστικό λόγο δεν θα ύψωναν, αλλά θα είχαν ήδη φανταστεί να ψηφίζουν την παράταξη του εν λόγω «ευεργέτη» και τα εγγόνια τους…
Στην ουσία αυτό που επιχειρήθηκε από πολλά ΜΜΕ αυτές τις ημέρες ήταν μια απόπειρα να μπουν όρια στην τέχνη και τη σάτιρα, στο τι επιτρέπεται να λέει ένας καλλιτέχνης και τι όχι. Με μια λέξη, λογοκρισία. Διότι όποιος βγαίνει φόρα-παρτίδα και εγκαλεί τη διαφθορά που ορίζει σήμερα τη σχέση κυβέρνησης – ΜΜΕ πρέπει να λογοκριθεί. Να φιμωθεί.
Δεν βλέπουμε, για παράδειγμα, την ίδια ευαισθησία από πλευράς των ίδιων δημοσιογράφων σε κομμάτια της τραπ, στα οποία μπορεί κανείς (πιθανότατα πολύ νέος σε ηλικία) να ακούσει εμετικούς στίχους, που πρακτικά η μοναδική χρήση τους είναι προτροπή προς τη βία και το σεξισμό. Ιδού προχείρως δύο αριστουργήματα της τέχνης που δεν έχουν… ενοχλήσει κανέναν: «Ξέρεις ότι θα σε σκότωνα / αν με πλήγωνες θα το ‘κανα / αν με κάποιον άλλο σ’ έπιανα / ξέρεις ότι θα το τελείωνα και «Σκύλα μην το παίζεις κάποια /έχεις φάει τόση π… που ’χεις γίνει σάπια».
Και «λύσσαξαν» επειδή εξομοίωσε Αδωνι με Πορτοσάλτε, είδαν «προτροπή σε φόνο» (!) σε ένα στίχο που μιλάει μεταφορικά απλώς και μόνο για ένα κοινό σάκο, για μια εννοιολογική ένωση δύο διαφορετικών θεωρητικά μεταξύ τους κέντρων εξουσίας.
Ακόμα και όταν ο πρωταγωνιστής της άκρως πετυχημένης θεατρικής παράστασης «Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού» εξήγησε, ξεκάθαρα και με απλά λόγια τι εννοούσε και ποιες ήταν οι προθέσεις του, συνέχισε να έχει απέναντί του μια ορδή ανθρώπων που το μόνο που ήθελαν ήταν να τον μειώσουν ως άνθρωπο, ως καλλιτέχνη. Επειδή τόλμησε και αντέδρασε; Ρητορικό μοιάζει το ερώτημα…
Αυτοί που μπήκαν σε διαδικασία να εμπλέξουν τον πατέρα του ή χρησιμοποίησαν παρόμοια τέτοια ανέντιμα τρικ δεν κατανοούν πως τους γυρίζει μπούμερανγκ. Διότι θα πρέπει να είναι κάποιος προσωπικός… οπαδός του Γεωργιάδη ή του Πορτοσάλτε για να μην καταλαβαίνει για ποιο λόγο γίνεται η σύνδεση και πού αποσκοπεί.
Και σε τελική ανάλυση, ο Πάνος Βλάχος είναι που βγαίνει κερδισμένος, αφού οι περισσότεροι παρατηρητές, ακόμα και αυτοί που μπορεί να μην τους άρεσε αυτό που είπε, κατανοούν πως ήταν απλώς ο τρόπος που επέλεξε να εκφραστεί καλλιτεχνικά. Αγνά, δίχως δόλο, δίχως δηλητήριο, με όπλο του μοναδικό τις λέξεις. Οι απέναντι, όμως, έπαιξαν βρώμικα. Κάθε άλλο παρά για πρώτη φορά όταν κρίνουν πως αυτό εξυπηρετεί τα (όποια) συμφέροντά τους…