Ακούς το ηχητικό απόσπασμα που βγήκε στη δημοσιότητα, το διάλογο από αυτά που έμελλε να είναι τα τελευταία λεπτά στη ζωή της Κυριακής Γρίβα και σε πιάνει η καρδιά σου, ανακατεύεται το στομάχι σου. Λες δεν μπορεί αυτή η άτυχη κοπέλα να έκανε όλα όσα θεωρητικά χρειαζόταν για να αναζητήσει προστασία, να ήταν στο σημείο που έπρεπε ακριβώς να πάει και όμως να πεθάνει από τα χέρια του ψυχοπαθή πρώην συντρόφου της.
Η κοπέλα κινδυνεύει σοβαρά, περιγράφει τι της συμβαίνει και στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής είναι λες και μιλάει με έναν γραφειοκράτη. Έναν άνθρωπο που εμφανώς δεν έχει εκπαιδευτεί σωστά στη διαχείριση ακραίων καταστάσεων. Ανίκανο να ξεχωρίσει τι είναι σημαντικό και τι όχι, να κάνει εκτίμηση του κινδύνου. Αν το προσθέσουμε με την φριχτή ειρωνεία που χρησιμοποιεί στο λόγο του («δεν είναι ταξί το περιπολικό») ακόμα και ψύχραιμος να ‘σαι γενικώς, το «χάνεις», αρχίζεις να βρίζεις.
Όσο απαράδεκτα κι αν λειτούργησε ο συγκεκριμένος, θα κάνουμε λάθος όμως αν τον προτάξουμε ως αποκλειστικό υπεύθυνο, μαζί με τους αστυνομικούς που είχαν εκείνη την ώρα υπηρεσία στο τμήμα Αγίων Αναργύρων. Δεν είναι η «κακιά στιγμή» ούτε κάτι αποσπασματικό, τύπου μια σύναξη ακατάλληλων για τη δουλειά ανθρώπων. Είναι ένα δομικό πρόβλημα.
Γιατί βρέθηκαν σε τέτοια θέση; Ποιος τους αξιολόγησε πως κάνουν για τη δουλειά; Πρέπει να αλλάξουν πάρα πολλά στην Ελληνική Αστυνομία, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Κι εδώ έρχεται το στοιχείο που κάνει το όλο θέμα ακόμα πιο εξοργιστικό. Η Ελλάδα έχει τον 2ο υψηλότερο αριθμό αστυνομικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε αναλογία πληθυσμού (517,5 ανά 100.000 κατοίκους) μετά την Κύπρο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat.
Δείτε τον παρακάτω πίνακα για να έχετε το συγκριτικό, είναι από το 2020, αλλά πάνω κάτω δεν έχει ουσιαστικές διαφορές με το ισχύει σήμερα.
Κι όμως, παρότι θεωρητικά έχουμε «πολύ» αστυνομία, κανείς μας δεν νιώθει, κανείς μας δεν είναι ασφαλής. Η εγκληματικότητα, η παραβατικότητα κυριαρχούν. Ο θάνατος της 28χρονης Κυριακής, ακόμα μια γυναικοκτονία, αυτή τη σκληρή πραγματικότητα έρχεται να μας υπενθυμίσει.
Η γραφειοκρατία και η τυπολατρία βγαίνουν μπροστά ως πληγές. Το «δεν είναι δική μου αρμοδιότητα, έχω άλλη υπηρεσία αυτή τη στιγμή». Λες και έπρεπε να είναι αρμοδιότητά σου να (προσπαθήσεις να) σώσεις μια γυναίκα που είναι σε άμεσο κίνδυνο μπροστά στα μάτια σου. Στοιχειώδη ανθρωπιά χρειαζόταν, τίποτε άλλο.
Επίσης παρότι είναι μεγάλος ο αριθμός του προσωπικού, η κατανομή των θέσεων γίνεται με λάθος τρόπο. Τμήματα υποστελεχώνονται, υπολειτουργούν. Και την ίδια ώρα, άλλοι βρίσκουν τις «καβατζοθέσεις», μιλάει το βύσμα τους. Ή απορροφούνται στη φύλαξη δημόσιων προσώπων, ακόμα και πολιτικών που δεν είναι σε εν ενεργεία καίρια πόστα – επειδή κάποτε ήτανε. Γίνονται στην ουσία σοφέρ. Και πληρώνονται από το ελληνικό κράτος, δηλαδή από όλους εμάς, για αστυνομικοί…
Βλέπεις κι άλλα «τέρατα». Σύμφωνα με όσα διαρρέουν, στο τμήμα των Αγίων Αναργύρων να δουλεύει ένας αστυνομικός που είχε κάνει… φυλακή για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Δηλαδή αν ήσουν σεναριογράφος και το πήγαινες σε κάποιον παραγωγό αυτό ως πρόταση, θα στο «έκοβαν» ως τραβηγμένο…
Η ελληνική ζωή είναι τελικά τόσο σουρεαλιστική που ξεπερνάει και τη φαντασία. Με έναν όμως νοσηρό εν τέλει τρόπο. Δεν ζητάμε αστυνομοκρατία. Απαιτούμε περισσότερη και καλύτερη αστυνόμευση. Να κάνουν τη δουλειά τους που είναι να προστατεύουν τους πολίτες. Να μην ακούσουμε άλλα «χάνομαι» και κραυγές που σου παγώνουν τη ψυχή και οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν ένα ολόκληρο σύστημα λειτουργούσε στοιχειωδώς σωστά…