Λίγοι μόνο μήνες πέρασαν από την ημέρα που ο αρμόδιος υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας παρουσίαζε το νέο επιχειρησιακό δόγμα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Στόχος, τότε, ήταν η αποτελεσματική διαχείριση των πυρκαγιών, πράγμα που δυστυχώς δεν συνέβη στην περίπτωση των τελευταίων που ρήμαξαν την Αττική.
Οι βασικότεροι άξονες του δόγματος σχετίζονταν με την ταχύτητα απόκρισης, με περισσότερες δυνάμεις, οι λιγότερες ενάρξεις πυρκαγιών, η πρόληψη, η καλύτερη επιχειρησιακή οργάνωση και η άμεση κινητοποίηση των εναέριων μέσων, που αποτέλεσαν και τα κύρια στοιχεία που προβλήθηκαν σε εκείνη την συνέντευξη Τύπου μόλις τον προηγούμενο Μάρτιο.
Όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, κυρίως στις περιπτώσεις που είχαν προηγηθεί μεγάλες καταστροφές, οι υπεύθυνοι απευθύνθηκαν στο συναίσθημα, αποθεώνοντας τα μέλη του Πυροσβεστικού Σώματος και κάνοντας λόγο για το αξιόμαχό τους.
Και όταν λέμε μεγάλες καταστροφές, δυστυχώς κυριολεκτούμε. Μόνο τα τελευταία χρόνια αν σκεφτεί κανείς, δεν προλαβαίνει με μετρά πληγές και καμένα στρέμματα δασών. Σύμφωνα μάλιστα η πυρομετεωρολογική ομάδα «FLAME» του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών/ METEO, από το 2003 έως το 2022 μόνο οι 10 χειρότερες πυρκαγιές έκαναν στάχτη 2.800.000 στρέμματα…
Καταστροφικότερη όλων μέσα σε αυτό το διάστημα ήταν εκείνη στην Εύβοια η οποία προκάλεσε σχεδόν βιβλική καταστροφή, αλλά αναπόφευκτα όταν μιλάμε για πυρκαγιές το μυαλό των περισσότερων πηγαίνει αυτόματα στο Μάτι. Και αυτό διότι αν και ως φωτιά δεν έκαψε μεγάλη έκταση, το κόστος που αποτυπώθηκε σε ανθρώπινες ζωές υπήρξε αβάσταχτο για όλους μας.
Ειδικά μετά από εκείνο το φρικτό καλοκαίρι, επήλθε και μια αλλαγή στις προτεραιότητες κατά την διάρκεια μιας πυρκαγιάς. Πάντοτε βέβαια η σωτηρία των ανθρώπων βρίσκεται στην κορυφή, αλλά σε πολλούς δόθηκε η εντύπωση ότι το κράτος πλέον λειτουργεί με μια λογική που θέλει πάντα να μπαίνουν φωτιές και να καίγονται δάση, λίγο-πολύ χωρίς ο ανθρώπινος παράγοντας και ο κρατικός μηχανισμός να μπορούν να κάνουν και πάρα πολλά για αυτό.
Θεωρητικά το νέο επιχειρησιακό δόγμα του υπουργείου και του αρμόδιου υπουργού ο οποίος αποτελεί τον πολιτικό προϊστάμενο του Πυροσβεστικού Σώματος, θα έβαζε τέλος στην παραπάνω λογική.
Δυστυχώς, όμως, δεν έβαλε τέλος και σε καταστάσεις σαν αυτές που ζήσαμε τις τελευταίες ημέρες όπου μέσα σε λίγες ώρες είδαμε μια φωτιά να καίει σαν να ήταν απολύτως ανεξέλεγκτη και να φτάνει από τον Βαρνάβα σε σημεία που απέχουν μερικά χιλιόμετρα ακόμη κι από αυτό το κέντρο της Αθήνας…
Σύμφωνα με όσα γίνονται γνωστά από τα ρεπορτάζ, οι επιτελείς της Δίωξης Εγκλημάτων Εμπρησμού θεωρούν ότι η φωτιά ξέσπασε σε δύο σημεία. Το ένα στις αρχές του χωριού και το δεύτερο κοντά στο γήπεδο. Το πώς τελικά καταλήξαμε σε ένα πύρινο μέτωπο 30 χιλιομέτρων και συνολικά 100.000 καμένα στρέμματα –παρά το πολυδιαφημισμένο επιχειρησιακό δόγμα- παραμένει μέχρι τώρα αναπάντητο ερώτημα.
Ωστόσο μάλλον έκπληξη προκαλεί η θέση του Βασίλη Κικίλια ο οποίος μιλώντας στον Τύπο επί της ουσίας δεν βρήκε το παραμικρό λάθος ή έλλειψη στην επιχείρηση. «Στην πρώτη εστία το απόγευμα της Κυριακής, ο χρόνος απόκρισης ήταν στα 5 λεπτά από αέρος και στα 7 λεπτά από οχήματα της πυροσβεστικής. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Παρά την ταχύτατη επιχειρησιακή απόκριση, το νέο δόγμα όλο το καλοκαίρι εφαρμόστηκε σε εκατοντάδες πυρκαγιές που αντιμετωπίστηκαν όταν επικρατούσαν ακραίες συνθήκες, όπου το πρόβλημα γίνεται ανυπέρβλητο. Είχαμε επίπεδο επικινδυνότητας 5, με ανέμους 7 και 8 μποφόρ, παρατεταμένη ξηρασία, σε περιοχή δύσβατη, με τα χαρακτηριστικά αυτά, βουνό, δάσος, με διάσπαρτα σπίτια. Δεν μιλάμε δηλαδή για μία απλή φωτιά που δυστυχώς ξέφυγε. Μιλάμε για το δυσκολότερο και πιο επικίνδυνο για όλους τους πυροσβέστες, επιχειρησιακούς και κατοίκους σκηνικό. Αυτή είναι η πραγματικότητα και αυτή κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε» είπε χαρακτηριστικά.
Ακόμη και αν όλα τα παραπάνω ευσταθούν και ανταποκρίνονται πλήρως στην αλήθεια, το γεγονός ότι η πύρινη λαίλαπα, όπως αρέσκεται να την αποκαλεί ως κλισέ ο δημοσιογραφικός κόσμος, έκαιγε ουσιαστικά ανεξέλεγκτα μέχρι την Τρίτη και κανείς δεν ξέρει μέχρι πού θα έφτανε εάν όντως η αυτοθυσία όλων όσοι πήραν μέρος στις απόπειρες πυρόσβεσης, δεν έβαζαν ένα τέλος.
Επομένως αυτόματα τίθεται το ερώτημα: εφόσον όλα πήγαν βάσει σχεδίου, τι είναι αυτό που αμελούν ή αφήνουν σε δεύτερη μοίρα όσοι εκπονούν αυτά τα πλάνα;
Προφανώς το ερώτημα παραμένει σχεδόν διαχρονικά στα όρια του ρητορικού. Η πρόληψη είναι μια λέξη που στα αφτιά μας περισσότερο αντηχεί ως ευχολόγιο και λιγότερο ως πρακτική. Και όταν λέμε πρόληψη, δεν χρειάζεται να μένουμε μόνο στο θέμα των αντιπυρικών ζωνών και την προσοχή στις συμπεριφορές όλων μας. Για παράδειγμα οι ειδικοί μιλούν για «αφαίρεση της υπερβάλλουσας ποσότητας καύσιμης ύλης». Με απλά λόγια εξηγεί ο δασολόγος Γιώργος Καρέτσος: «Τη φυσική αναγέννηση δεν μπορείς να την αφήσεις χωρίς διαχείριση. Ενδεικτικά, σε ένα στρέμμα δεν θα πρέπει να αφήνουμε περισσότερα από 15 δένδρα από τα μικρά βλαστάρια που φυτρώνουν μετά την πυρκαγιά. Αλλιώς, το δάσος που θα αναπτυχθεί θα είναι πολύ πυκνό και ευάλωτο στη φωτιά. Η δασική υπηρεσία που κανονικά θα έπρεπε να διαχειρίζεται τα δάση, δεν έχει υπαλλήλους και αυτοί που έχουν απομείνει ασχολούνται με τεχνικές εργασίες –όπως οι δασικοί χάρτες– και όχι με τα δάση. Τώρα πλέον δεν έχουν την εμπειρία να το κάνουν», καταλήγει.
Παρά τις πομπώδεις εκφράσεις και τις μόνιμες υποσχέσεις κάθε κυβέρνηση που εκλέγεται στην Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να κυριολεκτεί όταν λέει πως παρέλαβε «καμένη γη» από την προηγούμενη.
Με την διαφορά ότι αυτή τη στιγμή αυτή της Νέας Δημοκρατίας είναι υπόλογη όχι μόνο απέναντι στους Έλληνες, αλλά και απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό αφού έχοντας back to back εκλογικές νίκες, όφειλε να έχει χαράξει μια πολιτική ουσιαστικής πρόληψης, την οποία ουδέποτε βρέθηκε σε θέση να απολαύσει αυτός ο τόπος, με την απαραίτητη υποσημείωση ότι στα πάντα υπάρχει και ο παράγοντας της ατομικής ευθύνης του καθενός μας, που συχνά υποτιμάται…