Η διαφορά με απλά νούμερα: Αυτό είναι το οικονομικό πρόγραμμα του Τραμπ που του χάρισε τη νίκη

Τι υποσχέθηκε και σε ποιους

Το 1992 ο στρατηγικός αναλυτής του Μπιλ Κλίντον, Τζέιμς Κάρβιλ, είχε γράψει σε πίνακα στο χώρο όπου εργαζόταν το επιτελείο του υποψήφιου προέδρου τρεις φράσεις που συνόψιζαν τις βασικές οδηγίες προς τους συνεργάτες του. Η μία εξ’ αυτών ήταν το περίφημο «The economy stupid» («Η οικονομία ανόητε») και με αυτήν ο Κάρβιλ ήθελε να εξηγήσει στους ακροατές του ότι το ζήτημα που θα έκρινε τις εκλογές δεν ήταν ούτε ο πόλεμος στο Ιράκ, ούτε οι σχέσεις με τη Ρωσία, αλλά η οικονομική κατάσταση των ΗΠΑ, σε μια περίοδο που αντιμετώπιζε σημαντικά ζητήματα ύφεσης.

Ο Κλίντον, αν και αουτσάιντερ, νίκησε τον πατέρα Τζορτζ Μπους στις εκλογές και η φράση έγινε διάσημη μέσω του ντοκιμαντέρ «War Room», που έφερε στο φως το κινηματογραφικό υλικό από την προεκλογική εκστρατεία του τότε ηγέτη των Δημοκρατικών.

Το ζήτημα της οικονομίας καλή (ή κακή) ώρα ήταν αυτό που σύμφωνα με τους περισσότερους πολιτικούς αναλυτές έκρινε την εκλογική μάχη στις ΗΠΑ υπέρ του Ντόναλντ Τράμπ. Σε δημοσκοπήσεις που είχαν διενεργηθεί ήταν πολύ μεγάλος ο αριθμός των ερωτηθέντων που δήλωναν ότι η οικονομική κατάσταση αυτών ή της οικογένειάς τους ήταν χειρότερη ή πολύ χειρότερη συγκριτικά με το 2020.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στις ΗΠΑ είναι η ακρίβεια, με τις τιμές να είναι σε κάποιες περιπτώσεις σοκαριστικά υψηλές. Πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το ψωμί και το κρέας, που κοστίζουν έως και 50% ακριβότερα. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Reuters/ Ipsos που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο, το 61% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι η οικονομία βρίσκεται σε λάθος δρόμο, ενώ το 68% ότι είναι απαραίτητο να γίνουν παρεμβάσεις ώστε να μειωθεί δραστικά το κόστος ζωής.

Είναι όμως ο Ντόναλντ Τραμπ ο πρόεδρος που θα βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των Αμερικανών πολιτών ή απλώς οι ψηφοφόροι προέταξαν το «μαύρο» στους Δημοκρατικούς, ελπίζοντας διά της… ατόπου επαγωγής σε καλύτερες ημέρες; Διότι, η αλήθεια είναι ότι από τα προγράμματα των δύο μονομάχων για την οικονομία ,εκείνο με το ισχυρότερο κοινωνικό πρόσημο μοιάζει να είναι της Κάμαλα Χάρις και όχι του νικητή των εκλογών.

Ειδικότερα, η υποψήφια των Δημοκρατικών είχε εξαγγείλει σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις στα νοικοκυριά με παιδιά. Το πρόγραμμα προέβλεπε ότι οι γονείς θα πλήρωναν έως και 6.000 δολάρια (από 2.000 που είναι σήμερα) λιγότερους φόρους κατά το πρώτο έτος της ζωής του νεογέννητου μωρού τους, 3.600 δολάρια λιγότερα για παιδιά από ένα έως έξι ετών και 3.000 δολάρια για παιδιά μεταξύ 6 και 17 ετών.

Επίσης, είχε προαναγγείλει τη στήριξη αγοραστών πρώτης κατοικίας με επίδομα 25.000 δολαρίων, επέκταση της έκπτωσης για τα έξοδα ίδρυσης επιχειρήσεων από 5.000 σε 50.000 δολάρια και κατάργηση της φορολογίας στα φιλοδωρήματα.

«Εκατό εκατομμύρια Αμερικανοί με παιδιά θα επωφεληθούν από τη μείωση της φορολογίας. Ο Ντόναλντ Τραμπ μάχεται για τους δισεκατομμυριούχους και τις μεγάλες υπηρεσίες, εγώ θα αγωνιστώ για να πάρουν χρήματα η μεσαία τάξη και οι εργαζόμενοι», είχε δηλώσει η Κάμαλα Χάρις σε ομιλία της στις 18 Αυγούστου.

Ο Τραμπ πρακτικά δεν σήκωσε το γάντι σε όλα αυτά (πέραν της κατάργησης του φόρου στα φιλοδωρήματα), είχε ωστόσο πολύ πιο ελκυστική οικονομική πολιτική για τις επιχειρήσεις. Ήταν αυτός που στην προηγούμενη θητεία του είχε μειώσει τον συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων από το 35% στο 21% και τώρα υποσχέθηκε ότι θα τον κατεβάσει στο 15%, ενώ βάσει του οικονομικού προγράμματος της Χάρις θα ανέβαινε στο 28%. Επίσης οι Δημοκρατικοί είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι ετήσια εισοδήματα άνω των 400.000 δολαρίων θα έχουν έξτρα φορολογία, αντίθετα με το πρόγραμμα του Τραμπ, που θεωρητικά θα τα αφήσει ανέγγιχτα.

Από την άλλη βέβαια ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος θα επιβαρύνει επιχειρήσεις και καταναλωτές εμμέσως. Έχει προτείνει νέο ελάχιστο επίπεδο δασμών 10% σε όλα τα εισαγόμενα αγαθά και απόσυρση του καθεστώτος του προτιμητέου εμπορικού εταίρου της Κίνας, που σημαίνει ότι θα αυξηθούν οι δασμοί σε πολλά κινεζικά προϊόντα έως και στο 60%! Στις εισαγωγές των αυτοκινήτων δε έχει προτείνει δασμούς έως και 200%.

Στη θεωρία το οικονομικό πρόγραμμα του Τραμπ ήταν πιο ευνοϊκό για τις επιχειρήσεις, ενώ της Χάρις για τους πολίτες, κάτι που ωστόσο δεν φάνηκε να αποτυπώνεται στην κάλπη.