Funds

Σαν να ξέρουν κάτι, που δεν ξέρουμε: Ο λόγος που τα μεγάλα funds φεύγουν απ' την Ελλάδα το ένα μετά το άλλο

Τα δεδομένα δείχνουν να έχουν αλλάξει τους τελευταίους μήνες

Η πρώτη δεκαετία του τρέχοντος αιώνα ολοκληρώθηκε με αρνητικό πρόσημο για την Ελλάδα. Στον απόηχο της Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης 2007-2009 και την επακόλουθη αδυναμία αποπληρωμής του δημοσίου χρέους, η κρίση «χτύπησε» την πόρτα της χώρας. Ανεργία, αύξηση τιμών, μείωση βιοτικού επιπέδου και εισοδημάτων.

Σταδιακά έκαναν την εμφάνισή τους τα λεγόμενα distress funds, με στόχο την απόκτηση επιχειρήσεων, οι οποίες βρίσκονταν στο χείλος του γκρεμού.

Συνήθως πετύχαιναν τους σκοπούς τους καταβάλλοντας ελάχιστα ποσά, ενώ παράλληλα έπαιρναν στην κατοχή τους και τα δάνεια.

Από τα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του τρέχοντος αιώνας, καθώς η εγχώρια οικονομία έβλεπε επιτέλους το φως στην άκρη του τούνελ, εμφανίστηκαν ελληνικά επενδυτικά funds.

Εξελίχθηκαν σε κινητήρια δύναμη για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, δίνοντας αναπτυξιακή ώθηση και αυξάνοντας σημαντικά την υπεραξία τους.

Στις 9 Οκτωβρίου 2019, η χώρα δανείστηκε για πρώτη φορά με αρνητικό επιτόκιο, -0,020%, ενώ στις 9 Ιανουαρίου 2020 ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας το μηδένισε σε μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους.

Στις 5 Απριλίου 2022 ολοκληρώθηκε και τυπικά η αποπληρωμή προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κλείνοντας ένα κεφάλαιο που είχε ανοίξει από τον Μάιο του 2010.

Στις 11 Απριλίου 2023, σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ, ανακοινώθηκε ότι η Ελλάδα κατέγραψε ανάπτυξη 6,1% το 2022.

Τον ίδιο μήνα, ο αμερικανικός οίκος S&P Global Ratings αναβάθμισε τις προοπτικές για τη χώρα σε θετικές, διατηρώντας ωστόσο την αξιολόγηση στο BB+.

Στις 31 Ιουλίου 2023, ο ιαπωνικός οίκος Rating and Investment Information (R&I) αναβάθμισε το αξιόχρεο του ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα BBB-, με σταθερές προοπτικές.

Την 1η Δεκεμβρίου 2023, ο αμερικανικός/βρετανικός οίκος Fitch Ratings αναβάθμισε την Ελλάδα σε BBB- από BB+, ενώ την Πρωτοχρονιά του 2024, το περιοδικό “The Economist” κατέταξε τη χώρα στην κορυφή (ανάμεσα σε 35 κράτη), βάσει πέντε δεικτών (πληθωρισμός, πλάτος πληθωρισμού, ΑΕΠ, απασχόληση και απόδοση της αγοράς μετοχών).

Στις 25 Ιανουαρίου 2024, το ΔΝΤ αναγνώρισε την επίτευξη βιώσιμου χρέους, υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και σταθερής ανάπτυξης στην εγχώρια οικονομία.

Σύμφωνα με την έκθεσή του, το Ταμείο επικρότησε τη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2,1% για τα επόμενα χρόνια, το οποίο συμβάλλει στην ενίσχυση της δημοσιονομικής σταθερότητας.

Στις 5 Φεβρουαρίου 2024, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε την αύξηση των επιτοκίων κατά 0,25%, ως μέρος της προσπάθειας περιορισμού του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη.

Η απόφαση αυτή είχε αντίκτυπο στις ελληνικές τράπεζες, με τον τομέα των στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων να αντιμετωπίζει μεγαλύτερες προκλήσεις.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Deloitte, στο τέλος του 2024, τα υπό διαχείριση κεφάλαια της ΕΑΤΕ ανέρχονταν σε 2.100.000.000€, τα οποία κατανέμονται σε 10 χρηματοδοτικά προγράμματα.

Οι «ανοιχτές προσκλήσεις» της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Επενδύσεων συνέβαλαν στη δημιουργία ενός δυναμικού επενδυτικού οικοσυστήματος, απόρροια της καταλυτικής συμμετοχής της.

Κατά συνέπεια, το χαρτοφυλάκιο των funds της ΕΑΤΕ αριθμούσε 30 VCs/PEs με υπό διαχείριση κεφάλαια άνω των 1.700.000.000€, τα οποία είχαν πραγματοποιήσει investments άνω των 360.000.000€ σε περισσότερες από 110 εταιρείες.

Το 2024 χαρακτηρίστηκε μία πολύ δυνατή χρονιά. Εντούτοις, το πολιτικό κλίμα που επικρατεί τους τελευταίους μήνες, με αποκορύφωμα φυσικά τα Τέμπη, έχει θέσει εν αμφιβόλω την εξέλιξη στον συγκεκριμένο τομέα. Αβεβαιότητας το ανάγνωσμα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να εκφέρει αυτήν την άποψη.

Υπάρχουν funds που συνεχίζουν να αγοράζουν, ωστόσο πολλά προτιμούν να πουλήσουν και να αποχωρήσουν από την Ελλάδα. Όλα αυτά σε μία περίοδο που τα «μαύρα σύννεφα» μαζεύονται πάνω από τις κεφαλαιαγορές. Εν μέσω μιας τέτοιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας, αρκετοί… κωλώνουν.

Προφανώς, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, τα δεδομένα αλλάζουν συνεχώς και συχνά. Δεν χρειάζεται… panic button. Εξάλλου για τους περισσότερους της μικρομεσαίας τάξης, πόσο πιο δύσκολη να γίνει η κατάσταση;